Για τον «Σκλάβο και τα παραμύθια της αχιβάδας» του Βασίλη Μπουκουβάλα – γράφει η Ευσταθία Δήμου
Βασίλης Μπουκουβάλας, Ο Σκλάβος και τα παραμύθια της αχιβάδας, Το Ροδακιό, Αθήνα 2022.
Το πρόσφατα εκδοθέν ποιητικό βιβλίο του εκλιπόντος ποιητή Βασίλη Μπουκουβάλα, Ο σκλάβος και τα παραμύθια της αχιβάδας, αποτελεί ουσιαστικά με επανέκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής που
κυκλοφόρησε ο ποιητής το 1979 με το ψευδώνυμο Αλέξης Μελαχροινός και που κυκλοφορεί πάλι εμπλουτισμένη με σχέδια του Κώστα Τριανταφυλλόπουλου. Η συλλογή αποτελεί ένα δίπτυχο ή, πιο σωστά, ένα τρίπτυχο αφού πέρα από τις δύο ποιητικές ενότητες που αντιστοιχούν στα δύο σκέλη του τίτλου προστίθεται και ένα «Παράρτημα» αποτελούμενο από ποιήματα που γράφτηκαν τα χρόνια της πρώτης έκδοσης, αλλά δεν περιλήφθηκαν σε αυτή, καθώς επίσης και από κάποιες λίγες ημερολογιακές αφηγήσεις. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα βιβλίο που μετρά μισόν αιώνα περίπου ζωής και που έρχεται τώρα για να διεκδικήσει την εκ νέου γνωριμία μαζί του, την ανά-γνωση και την επανεκτίμησή του. Ο ίδιος ο ποιητής, άλλωστε, έχει δηλώσει την πίστη του στην αντοχή των ποιημάτων του, στη διάρκειά τους στον χρόνο, στοιχείο που επιβεβαιώνεται από την πρώτη κιόλας επαφή μαζί τους που φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με μια ποιητική γλώσσα απολύτως ρυθμική, κατέχουσα τα μυστικά της μελωδικότητας και της αρμονίας των λέξεων που έρχονται, σαν από μόνες τους, να λάβουν τη θέση τους στο ποίημα. Γιατί, πραγματικά, η εντύπωση που δημιουργείται είναι αυτή της αβίαστης, απρόσκοπτης και φυσικής σχηματοποίησης της σύνθεσης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προσλαμβάνεται απνευστί, μέσα από μια αναγνωστική διαδικασία που δεν συναντά το παραμικρό εμπόδιο, την παραμικρή ρωγμή. Τα ποιήματα του Μπουκουβάλα είναι βαθιά ανθρώπινα. Ξέρουν να αγγίζουν τις πιο μύχιες περιοχές της ύπαρξης και να αποστάζουν από εκεί το νόημα και την ουσία της ζωής που έγκειται ακριβώς στην απόλαυση της ομορφιάς, στο θάμπος και το θάμπωμα που προξενεί η θέασή της, στην αναπόφευκτη καλλιτεχνική εμπλοκή αυτού που θεάται και θαυμάζει με το θεώμενο, το αντικείμενο του θαυμασμού και του καλλιτεχνικού του πόθου. Στην περίπτωση του Μπουκουβάλα, μάλιστα, η ομορφιά δεν είναι κάτι αφηρημένο, ούτε εντοπίζεται στις θολές, αξεδιάλυτες περιοχές του ενστίκτου και της διαίσθησης, αλλά συγκεκριμενοποιείται, παίρνει σάρκα και οστά και αποτυπώνεται στη μορφή του ανθρώπινου σώματος, του ανδρικού εφηβικού σώματος συνηθέστερα, που καταυγάζει την αλήθεια και τη λάμψη του μέσα στον χώρο και μέσα στον χρόνο: Όμως εχθές, σαν μ’ έκοψε ο καημός/ νοστάλγησα τη θαλπωρή μιας κάμαρας το μεσημέρι/ πάει καιρός/ καθώς τ’ αχνό διάφανο φως γλιστρούσε απ’ τις γρίλιες/ σ’ ώμους, μηρούς, στήθη, γλουτούς/ κοιλιά, βουβώνες, γόνατα/ του φτερωτού/ κορμιού που αγάπησα/ και που το πήρε από κοντά μου/ το άρωμα του ονείρου μιας χώρας μακρινής/ πολύ κοντά στου Ήλιου τα Παλάτια («Μυθολογία»). Πολύ συχνά το σώμα αυτό που αποτελεί ταυτόχρονα τον πομπό και τον δέκτη της ομορφιάς, προσλαμβάνει τον χαρακτήρα και τα χαρακτηριστικά ενός αρχαιοελληνικού αγάλματος που έρχεται μέσα από τον χρόνο για να σταθμεύσει μες στο ποίημα και να ταυτιστεί όχι πια μόνο με την ύλη, αλλά και με τον λόγο, με το στίχο, με την αρμονία και με τον ρυθμό. Πρόκειται για μια μετουσίωση της ανθρώπινης μορφής, για τη μετακύλησή της από το επίπεδο της σάρκας στο επίπεδο της μορφοποιημένης ύλης για να καταλήγει να γίνει λεκτική ύλη και δομή, να γίνει ποίημα που συμπεριλαμβάνει και τις τρεις αυτές εκδοχές, το σώμα, το άγαλμα, το ποίημα, συνθεμένων με όρους τελειότητας, ωραιότητας και αρτίωσης μαζί. Στη δεύτερη ποιητική ενότητα, «Τα παραμύθια της αχιβάδας», μπορεί κανείς να συναντήσει πιο εκτεταμένες ποιητικές συνθέσεις που έχουν και πάλι στο κέντρο τους την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος, τη δύναμη και τη δυναμική του να κατανικά το χρόνο και το θάνατο, να υψώνεται μέσα στη διάρκεια και να ζωογονεί το περιβάλλον. Γιατί, στα ποιήματα αυτά, το περιβάλλον δεν αποτελεί απλώς και μόνο τον καμβά ή το πλαίσιο, αλλά την πρώτη ύλη και το περιεχόμενο, τον πυρήνα εκείνο της ποιητικής σκέψης και έκφρασης ή, καλύτερα, της ποιητικής ματιάς με τη διαφορά βέβαια ότι το περιβάλλον, έτσι όπως αποτυπώνεται από τον Μπουκουβάλα, συνίσταται από εικόνες που έχει τεχνουργήσει η δημιουργική φαντασία και γνώση του ποιητή, εικόνες δηλαδή που αποτελούν πολύ περισσότερο γεννήματα των λέξεων, παρά της όρασης, ως αίσθησης που συλλαμβάνει το αντικειμενικά υπάρχον και ορατό. Κεντρική μέσα σε όλη αυτή την εκτύλιξη του χωροχρόνου είναι η ανθρώπινη μορφή που άλλοτε γεννιέται και άλλοτε πεθαίνει πάντα όμως σε συνάρτηση με το τοπίο, άλλες φορές βγαίνοντας και εξερχόμενη μέσα από αυτό και άλλες εισερχόμενη μέσα του και ενώνοντας την ουσία της με την ουσία του. Πολύ περισσότερο όμως είναι η ποιητική ουσία αυτή που ντύνει με την ενέργειά της τις εκφάνσεις αυτές, τις μεταστοιχειώσεις του τοπίου και τις κινήσεις του ανθρώπινου κορμιού όπως αυτό σφηνώνεται μέσα στον στίχο για να αποτελέσει ουσιαστικά γέννημα και δημιούργημά του. Είναι για μια ιδιαίτερα δύσκολη στον προσδιορισμό της σύλληψη αυτή που θέλει την ποιητική αφορμή να βρίσκεται στην ανθρώπινη σάρκα, στην νεανική μορφή ενός άνδρα, και την ποιητική κατάληξη να εντοπίζεται στον στίχο ο οποίος όμως δίνει ταυτόχρονα την εντύπωση ότι είναι η μήτρα του σώματος αυτού. Διαμορφώνεται έτσι ένα σκηνικό μέσα στο οποίο προεξάρχει αυτό που θα όριζε κανείς ως ποιητικό σώμα, αποτυπωμένο και σχηματοποιημένο είτε ως σώμα πραγματικό, είτε ως ποίημα, και στις δύο όμως περιπτώσεις ως ένα (αντι)κείμενο που καλεί τον αναγνώστη στη θέαση και τον θαυμασμό του. Η ποίηση του Μπουκουβάλα δεν κρύβει την εξάρτησή της από το υψηλό, το ιδεώδες, το ιδανικό, από την περιοχή εκείνη της έμπνευσης όπου όλα φαντάζουν απογυμνωμένα από τη γήινή τους υπόσταση, όπου όλα ανάγονται στο ιδεατό. Γι’ αυτό και διαβάζοντας κανείς τις συνθέσεις του αισθάνεται ότι μεταφέρεται σε ένα πεδίο όπου όλα υπάρχουν και λειτουργούν διαφορετικά, έχουν δηλαδή αποβάλλει το ρεαλιστικό περίγραμμά τους και έχουν περάσει στο θολό περίγραμμα μιας ύπαρξης που δεν κρύβει, ούτε αποσιωπά την τάση της να θεωθεί, να αποκτήσει δηλαδή το σχήμα και τα χαρακτηριστικά μιας οντότητας που έχει λυτρωθεί, έχει καθαγιαστεί, έχει μετακυλήσει από το επίπεδο της ζωής στο επίπεδο της τέχνης, αποκτώντας έτσι μια σπάνια φωτεινότητα και λάμψη που, χωρίς να θολώνει την προοπτική του οριστικού τέλους, την καταλύει και την καταργεί με την προοπτική της διάρκειας, της παντοτινής ζωής μέσα στην τέχνη.https://frear.gr/?p=33839&fbclid=IwAR1xcB0KnZ7IYT7LaiVGIFPqVc6LCJszaWI3asBvmt0m23zmOYLax0Wl7a4
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου