10/11/21
Υπάρχει κι
ένας φίλος που ήταν δέντρο
Πλάτανος
που σκίαζε το άλσος
Άπλωνε τα
βιβλία του πάνω σε ένα τραπέζι στους καταρράκτες της Έδεσσας
Τα μισά
μυθιστορήματα
Τα άλλα
μελέτη του ονείρου
Τώρα δέντρο
είναι πελεκημένο
δίχως σκιά
δίχως βιβλία
πλάι στον καταρράκτη που βοά και ρέει
Ήταν μια
νύχτα με πηχτή ομίχλη τον Νοέμβρη του '77. Το πράσινο σκόντα οδηγούσε ο
γιατρός, γιος πολιτικών προσφύγων που είχε έρθει ένα δυο χρόνια πριν από την
Πολωνία. Εγώ φεύγω για την πατρίδα μου, είπε στην Πολωνή σύζυγό του, θέλω να
βλέπω τα βουνά που έβλεπα μικρός, αν θέλεις έλα κι εσύ. Πάρε τα παιδιά κι έλα.
Στη θέση του συνοδηγού ήμουν εγώ και στα πίσω καθίσματα ο Παύλος, οικοδόμος που
είχε περάσει φυματίωση κι όσο να' ναι έναν φόβο τον είχαμε. Ο κάμπος της Αλμωπίας
ησύχαζε, οι ροδακινιές είχαν ρίξει τα φύλλα τους, ενώ τα λευκάδια είχαν γίνει
ένα με το σούρουπο και την ομίχλη.
Στις
ανηφόρες της Αψάλου προς Έδεσσα, ο οδηγός κάθε τόσο σταματούσε να ελέγξει τους
υαλοκαθαριστήρες και να ξεκουράσει τα μάτια του από την ομίχλη που δεν τον
άφηνε να δει πάνω από ένα μέτρο. Πού πάμε ρε με τέτοιον καιρό; αναρωτιόμασταν
κάθε τόσο.
Στον
Φυσιολατρικό Όμιλο Έδεσσας μας περίμεναν τρεις Εδεσσαίοι σκακιστές. Καφενειακοί
και αυτοδίδακτοι κι αυτοί όπως κι εμείς. Ο Δημήτρης αρχηγός της άτυπης ομάδας
φίλος και συμφοιτητής μου, ο μπαρμπα Γιώργος ο καλύτερος παίκτης του καφενείου
κι ένας ψηλός και γεμάτος. Στη δεύτερη σκακιέρα απέναντί μου καθόταν ο ψηλός,
γίγαντας 1.90 και βαρύς να τρίζει η καρέκλα σε κάθε κίνησή του. Ήταν η πρώτη
και τελευταία φορά που τον νίκησα.
Μετά γίναμε
συμπαίκτες στην ίδια ομάδα της Έδεσσας. Παίξαμε στη Φλώρινα, στη Λάρισα, στην
Κομοτινή, στην Κατερίνη στο ΔΕΛΑΣΑΛ Θεσσαλονίκης... Μια βραδιά που δεν πρόλαβα
το λεωφορείο για την Αριδαία όπου δούλευα με πήγε ο ψηλός, ο Σάκης με το πεζώ
του, αυτό με το οποίο αργότερα έκανε το ταξίδι Έδεσσα- Ζυρίχη και περιγράφεται
στο πρώτο του βιβλίο που έγινε και ταινία με τίτλο Βαλκανιζατέρ. Είμαι
συγγραφέας, μου είπε, αν και δεν έχω γράψει τίποτα, το ξέρω από μικρό παιδί ότι
είμαι συγγραφέας. Από το Δημοτικό ακόμα είχα βγάλει μπρελόκ Σάκης Τότλης
συγγραφέας.
Μιλήσαμε για
το σκάκι, τα βιβλία, τις γυναίκες, τον στρατό, την πολιτική, τα τραγούδια. Σαν
βγω απ' αυτή τη φυλακήήηη άρχισα να τραγουδώ, κανείς δεν θα με περιμένει,
συνέχισε. Φτάσαμε στο σπίτι με τραγούδια και με συντονισμό των συχνοτήτων μας
στον ύψιστο βαθμό.
Κατάλαβα ότι μια δυνατή φιλία
γεννιέται.
Έναν δυο μήνες πριν την εμφάνιση του κορονοϊού, ήταν η τελευταία φορά που
τον είδα. Ακίνητος στο κρεβάτι. Σαν βράχος μετά από κατολίσθηση.
Ένα ραδιόφωνο κρεμασμένο στον τοίχο απέναντί του έπαιζε μέρα νύχτα. Ο κόσμος
του όλος. Σχολίασε τον τρόπο που παρουσίαζαν οι παραγωγοί τα προγράμματα. Ο
χείμαρρος των λέξεων, η στέρνα των ιδεών να μη διαβάζει ούτε να γράφει.
Η Ελένη
έφερε μεζέ και ένα ποτήρι τσίπουρο. Αυτός δεν έπινε. " Γεννήθηκα
μεθυσμένος" έλεγε συχνά. Τράβηξε το λουρί που ήταν στερεωμένο σ' ένα
γάντζο κι ανασηκώθηκε ελαφρά. Έτρωγε με βουλιμία. " Από όρεξη μια χαρά
πας;" του είπα. " Θέληση για ζωή" απάντησε. Τέλειωσαν τα μεζεδάκια
αλλά επέμενε να καρφώνει με το πηρούνι του ένα κουκούτσι ελιάς. Κατάλαβα ότι
δεν βλέπει.
" Σάκη,
αυτό είναι κουκούτσι".
" Θα
κάνω επέμβαση για τον καταρράκτη και ύστερα θα αγοράσω ένα ηλεκτροκίνητο
αμαξίδιο για να πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ".
Το δεύτερο
εγκεφαλικό το είχε πάθει δέκα χρόνια πριν. Από τότε κατηφόριζε σιγά σιγά. Είχε
γίνει ευσυγκίνητος, συμπονετικός, δεν ήταν πια ρωμαλέος. Παρ' όλα αυτά, ενώ το
σώμα μαραίνονταν, ο νους οξυνόταν περισσότερο. Ξυράφι σκέτο. Στο διάστημα αυτό
έγραψε τα πιο γερά βιβλία.
"Το διπλό φιλοσοφικό
βιβλίο" που ήταν και το τελευταίο, " Η αποκαθήλωση της μνήμης"
όπου ένας καθηγητής φιλοσοφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου βρέθηκε νεκρός
και ο γιατρός της νευρολογίας με δυο καλώδια του έδινε ρεύμα στον εγκέφαλο και
ζωντάνευε τη μνήμη του. Επίσης "Ο πωλητής βιβλίων" στο οποίο
περιγράφει τις εντυπώσεις του από τις πωλήσεις των βιβλίων του που έκανε στους
καταρράκτες.
Τριανταοχτώ χρονών τον χτύπησε το πρώτο εγκεφαλικό. Έμαθα ότι έκανε ένα
μήνα στο νοσοκομείο σε βαριά κατάσταση κι όταν επέστρεψε στο σπίτι πήγα να τον
δω. Ήδη είχε παντρευτεί την Ελένη, αυτός που ήταν σφοδρός πολέμιος του γάμου
και μάλιστα με εφτά παπάδες στην τελετή και είχε και δυο παιδιά. Δούλευα τότε
και ζούσα στην Κοζάνη.
Με ένα σαράβαλο εικοσαετίας πήγα στο χωριό μου των Γρεβενών να πάρω τη μάνα
μου με την ευκαιρία να τη δει ο ξακουστός πρακτικός της Έδεσσας που είχε έναν
πόνο στο χέρι της. Κοίτα, να! Μέχρι εδώ φτάν' το χέρ', μου έλεγε.
Στον σιδηροδρομικό σταθμό της Έδεσσας μας περίμενε ο κοινός φίλος και
σκακιστής Δημήτρης. Μας πήγε στον πρακτικό, ζούληξε μαλακά το χέρι της μάνας,
γιαγιά, τέρμα το ράψιμο. Μόνο τίποτα σακιά να ράβεις με καμιά σακοράφα. Αφήσαμε
τη μάνα μου στο καφενείο του σταθμού να πίνει τον καφέ της και να παρατηρεί τα
πάντα γύρω της όπως ένα μικρό παιδί. Στην οδό Σαρανταπόρου έμενε ο Σάκης, πολύ
κοντά στον σταθμό, έτοιμος ανά πάσα στιγμή για ταξίδι. ( Αργότερα όταν
αρθρογραφούσε στις εφημερίδες Μακεδονία, Θεσσαλονίκη, στον Αγγελιοφόρο και
χρειαζόταν να αναφέρει κάποια οδό, έγραφε οδός Σαρανταπόρου, ή οδός Κομνηνών
που έμενα εγώ στη Βέροια.)
Τον φανταζόμουν στο κρεβάτι με τα μάτια μισόκλειστα να βογκάει. Χτυπήσαμε
το κουδούνι. Καλώς τους, είπε η Ελένη, ο Σάκης βγήκε για λίγο, όπου να ' ναι θα
έρθει. Ήρθε. Κεφάτος, χαμογελαστός σαν να ήταν σε ταξίδι αναψυχής. "Με
πήρε στο αριστερό ημισφαίριο. Από το κεφάλι ως τις πατούσες" είπε
χαμογελώντας " μόνο το πόδι μου πειράχτηκε αλλά θα περάσει κι αυτό".
-Το άλλο πόδι; ρώτησα.
-Τίποτα. Μια χαρά.
-Το μεσαίο πόδι πειράχτηκε; ξαναρώτησα.
- Στυλιάρι.
Επιστρέψαμε στο σταθμό. Η μάνα περίμενε εκεί υπομονετικά. Παραδίπλα στην ταβέρνα του σταθμού μας κέρασε ο Δημήτρης.
Είχε να λέει η μάνα μου για τη μεθοδικότητα που έτρωγε ο Δημήτρης τις
φτερούγες του κοτόπουλου και τα φώτα που φωσφόριζαν στις μπάρες του δρόμου
Έδεσσας- Πτολεμαϊδας.
Σάκη αρραβωνιάζομαι, του είπα στο τηλέφωνο τον Απρίλη του ' 82. Εξέδιδε από
το ' 80 μέχρι το πρώτο εγκεφαλικό, το ' 84 την εβδομαδιαία εφημερίδα" ΤΑ
ΝΕΑ" της Έδεσσας και του Νομού. Έγραφα κι εγώ κάπου κάπου κάνα
χρονογράφημα και κάθε Τρίτη απόγευμα του έστελνα ανταπόκριση με ειδήσεις από
την επαρχία της Αλμωπίας. Για τις πατάτες στον Αρχάγγελο, τα κεράσια στους
Σαρακηνούς, τα κάστανα στην Όρμα, τα μήλα στην Κωνσταντία, το μπούκοβο στους
Προμάχους και στο Γαρέφι καθώς και για τις δραστηριότητες του Μορφωτικού
Συλλόγου Αριδαίας που ήξερα από πρώτο χέρι ως μέλος του συμβουλίου του. Η
Αριδαία και τα σαράντα τέσσερα χωριά της ήταν μια ζεστή αγκαλιά. Ληστείες,
βιασμοί και φόνοι ήταν άγνωστοι σε αυτόν τον τόπο. Θαρρείς και κατοικούσαν οι
καλύτεροι άνθρωποι του κόσμου. Στον Μ. Σ. Αριδαίας
ήταν κι ο Χρήστος, φυσικός καθηγητής στο Λύκειο και άνθρωπος με ένα σωρό
δεξιότητες. Έπαιζε μπουζούκι, γειτονιά των Αγγέλων, Δραπετσώνα και τέτοια,
μπάλα, θέατρο, έγραφε ποιήματα. Πήρε και βραβείο σε διαγωνισμό με ποίημα που
έγραψε για την κόρη του που μόλις είχε γεννηθεί. Όποια πέτρα και να σήκωνες
ήταν από κάτω.
Στο πρώτο
φύλλο της εφημερίδας του Σάκη το ' 80 τσουπ στο κάτω μέρος της πρώτης σελίδας
να το χρονογράφημα του Χρήστου. Κι εδώ παρών. Θυμάμαι και τον τίτλο του : Το
φίδι στην τρύπα κι εμείς. Ο Χρήστος έγινε φίλος καρδιακός και κουμπάρος του
Σάκη. Αυτός τον πάντρεψε, παρέα με τους εφτά παπάδες. Ο Χρήστος μου τηλεφώνησε
το πρωί της 10 Νοεμβρίου ’21 στη Βέροια που περπατούσα στον κεντρικό δρόμο με
το καπουτσίνο στο χέρι. "Πάει ο φίλος μας, τον χάσαμε". Η φωνή του
έτρεμε και ήταν συγκινημένος. Έκλαιγε. Όπως συμβαίνει συνήθως, η
συνειδητοποίηση του γεγονότος γίνεται σιγά σιγά, όχι ακαριαία. Έτσι παρέμεινα
ψύχραιμος. Το βράδυ όμως που μου τηλεφώνησε ξανά ο Χρήστος, την ώρα που είχα
παραγγείλει πατσά στο εστιατόριο τα λέγαμε, αναπολούσαμε και κλαίγαμε. Τα
δάκρυα έπεφταν μες στον πατσά.
Ήδη το
μεσημέρι ο γιος του Σάκη ο Νίκος ζήτησε να γίνουμε φίλοι στο facebook.
-Αγαπητέ
μου! Είμαι ο γιος του Σάκη Τότλη. Τι κάνεις;
-Νίκο, έμαθα
για τον μπαμπά σου από τον Σαμαντά. Τα θερμά μου συλλυπητήρια για τον μπαμπά
σου και φίλο μου.
-Σε
ευχαριστώ πολύ αγαπητέ φίλε του γλυκού μου μπαμπάκα. Σε είχε μέσα στην καρδιά
του ο Σάκης, να το ξέρεις. Αναπαύτηκε ο καλός μας. Ταλαιπωρήθηκε δέκα χρόνια.
Αλλά να
γυρίσουμε στον Απρίλη του ' 82 όταν του τηλεφώνησα στην εφημερίδα. Ακμαίος,
ρωμαλέος, μες στις ζάχαρες με την Ελένη. 36 χρονών.
- Σάκη
αρραβωνιάζομαι
-Τι ζώδιο
είναι;
-Παρθένος
-ΌΧΙ ρε!
-Γιατί;
-Δεν κάνουν
χωριό ο Ζυγός με την Παρθένο.
Θα την
παίρνεις τηλέφωνο και θα το κλείνει.
Μετά από
λίγες μέρες γέννησε η αδερφή της και πήγε να βοηθήσει η παρθένος. Τηλεφώνησα.
Μη με παίρνεις τηλέφωνο, κοιμάται το μωρό.
Ώπα!;
Το διάβασες το βιβλίο;
Το ' 92
μετατέθηκα από την Κοζάνη στη Βέροια. Άλλαξα πόλη, δουλειά, αντικείμενο στη
δουλειά, άφησα πίσω γυναίκα και παιδιά μικρά, με φιλοξενούσε η αδερφή μου στο
σπίτι της για λίγο που έγινε πολύ, μάθαινα βιολί και θεωρία στο Ωδείο και τα
βράδια παρίστανα τον ασφαλιστή για να μην είμαι πολλές ώρες βάρος στο ξένο
σπίτι. Διαπραγματευόμουν επί πλέον την αγορά σπιτιού. Με μια λέξη, ήμουν
πνιγμένος, σκορπισμένος. Τότε μου έστειλε το βιβλίο " Χωροσυναίσθημα, μια
ιδέα". Ωραίο στην εμφάνιση, φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από τον ίδιο σε 60 αντίτυπα
που τα μοίρασε σε φίλους να του πουν τη γνώμη τους και να γνωρίσουν το νέο
πεδίο του ενδιαφέροντός του. Στο περιεχόμενο βαρύ. Βαρύ κι ασήκωτο. Πέτρα. Το
ξεφύλλισα. Μελέτη για το όνειρο. Εικόνα, χώρος, συναίσθημα, θυμικό, ψυχή,
συνείδηση, εγρήγορση, πρότερο συμβάν, αρχικό συμβάν κι άλλες λέξεις δύσκολες,
στριφνές. Τις έπιανε από το λαρύγγι και τις ανέλυε με το νι και με το σίγμα.
Το διάβασες
το βιβλίο;
Τι να
διαβάσω; Δεν είναι ο Συνδυασμός, Έδεσσα -Ζυρίχη, η Πανσέληνος, Ένα όνειρο και
οι επτά δικηγόροι, τα Παραμύθια από την Έδεσσα, Ήμουν κι εγώ εκεί, είναι ένα
θέμα για το οποίο δεν έχω ιδέα.
Πρέπει να έχω χρόνο και διάθεση και δεν έχω τίποτα από αυτά.
Συναντηθήκαμε
στη μέση των πόλεων, στον Άγιο Νικόλαο της Νάουσας. Πλατάνια, νερά, γρασίδι και
πέστροφα ψητή. Του είπα δυο όνειρα τουλάχιστον που είχα δει πρόσφατα και τα
θυμόμουν, τα ανέλυσε επί τόπου με τη μέθοδό του κι αργότερα τα έβαλε στο βιβλίο
του " 12 όνειρα 12 χωροσυναισθηματικές ερμηνείες".
Έπλεε πλέον
σε άλλα πελάγη. " Κύριε Τότλη γράψτε κάνα μυθιστόρημα κι αφήστε τα όνειρα
για άλλους" του έλεγε ο Χριστιανόπουλος. Το ίδιο κι ο Κούρτοβικ.
Δεν είδαν με
καλό μάτι την ενασχόλησή του με τη μελέτη του ονείρου.
Αυτός το
βιολί του. "Άμα σου χτυπάει την πόρτα και δεν σε αφήνει να κοιμηθείς, πώς
θα το παρατήσεις;" έλεγε στους φίλους με παρόμοιες απόψεις." Είμαι
εργάτης του ονείρου".
Κι άλλα
βιβλία πάνω στο όνειρο. Τι είναι το όνειρο; γιατί βλέπουμε όνειρα; ποιος ο
σκοπός του; τι εξυπηρετεί; σε όλα έδινε απαντήσεις σαφείς, καθαρές,
επιστημονικές. Έμαθαν την εργασία του στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, στην
έδρα για το όνειρο και την έκαναν βιβλίο.
Εννοείται
ότι συνέχιζε να γράφει και λογοτεχνικά βιβλία.
Αυτός ήταν ο Σάκης. Εξαιρετικός!
Άφηνε το
αυτοκίνητο στο πάρκο των καταρρακτών, κοντά στα μαγαζιά που πουλάνε αναμνηστικά
για τους τουρίστες. Κατέβαινε μερικά σκαλιά, τον έβλεπαν οι σερβιτόροι του
εξοχικού κέντρου κι ένας από αυτούς κουβαλούσε τη βαλίτσα με τα βιβλία που είχε
αφήσει από την προηγούμενη μέρα σε μιαν άκρη, ένα τραπέζι και την καρέκλα, και
τα απίθωνε κάτω από τον πλάτανο. Ο Σάκης διέσχιζε τον εξωτερικό χώρο του
μαγαζιού, περνούσε πάνω από το γεφυράκι. Δεξιά του το νερό κυλούσε πεντέξι
μέτρα πριν φτάσει στον γκρεμό και τσακιστεί πέφτοντας στα βράχια.
Αυτοκράτορας. Όλο το βασίλειό του πάνω στο τραπέζι. Τα βιβλία που ανέφερα
μέχρι τώρα, συν το Ι τσινγκ, και τα αποφθέγματα του Λάο Τσε σε ελεύθερη απόδοση
δική του, δυο ρωσικά παραμύθια, ένα βιβλίο του για τη Μακεδονία με τα ζέοντα
θέματα των καιρών, πάμπολλα βιβλία για το όνειρο και την ενέργεια.
" Πέρασαν προχτές δυο εφοριακοί και μου είπε ο ένας: ως πωλητής δικών
σου προϊόντων δεν χρειάζεσαι άδεια. Καλού κακού όμως ζήτησα και πήρα έγγραφη
άδεια από τον δήμαρχο. Δες."
Πίσω ήταν το άλσος, αριστερά μια βρύση μπροστά ο κάμπος ως τη Θεσσαλονίκη.
Πήγαιναν φίλοι και τον έβλεπαν. Ο Κώστας ο ιστορικός, ο Χρήστος ο φυσικός, ο
Παναγιώτης ο οπτικός... Περνούσαν οι επισκέπτες της πόλης πλάι του για να
κατέβουν να δουν τον καταρράκτη. Κάποιοι έριχναν μια ματιά στα βιβλία. Μερικοί
αγόραζαν κιόλας. Έλληνες, Εβραίοι, Ρώσοι.
Τρία ή τέσσερα χρόνια, όταν το επέτρεπε ο καιρός πωλούσε τα βιβλία του
στους καταρράκτες, ώσπου έριξε το αυτοκίνητο πάνω σε μια κολόνα. Εξασθένισε η
όραση, του πήρε τα κλειδιά η Ελένη. Αυτό ήταν. Τέρμα.
Την άνοιξη της επόμενης χρονιάς μου ζήτησε να τον πάω με το αυτοκίνητό μου
στους καταρράκτες. Τον πήρα από το σπίτι, στο πάρκο, βαλίτσα, τραπέζι, δυο
καρέκλες. Παραγγείλαμε τσίπουρο. " Δεν νιώθω καλά, να με πας σπίτι."
Τον πήγα σπίτι όπου κλείστηκε και δεν ξαναβγήκε.
Με τον Σάκη δεν
μέναμε ποτέ στην ίδια πόλη. Αριδαία, Κοζάνη, Βέροια εγώ, σταθερά στην Έδεσσα
αυτός. Δεν φθάρθηκε η φιλία από τη συχνότητα των συναντήσεων, οι οποίες ήταν
αραιές και πάντα για κάποιο λόγο. Πάντα με φαγητό και συζήτηση. Τρεις, τέσσερις,
πέντε ώρες. Στην Εληά της Βέροιας, στον Θόδωρο και στον Άγιο Νικόλαο της
Νάουσας, στον ΦΟΕ, στους καταρράκτες, στον Ψηλό Βράχο, σε ταβερνάκι κοντά στα
ΚΤΕΛ της Έδεσσας κι αργότερα στο σπίτι του στον κήπο ή στο σαλόνι. Ένας
παράδεισος γινόταν όποιος κι αν ήταν ο τόπος.
Δεν ήταν φιλία ή μάλλον δεν ήταν μόνον φιλία. Μαθητεία ήταν. Ατομικό
φροντιστήριο τζάμπα σε θέματα λογοτεχνίας, ζωγραφικής, ψυχολογίας, φιλοσοφίας.
Ακόμα και για τα πιο ρευστά και νεφελώδη να μιλούσε, τα επιχειρήματά του ήταν
ακλόνητα. Ήταν σίγουρος.
- Πώς είσαι τόσο απόλυτος ρε Σάκη;
-Απολύτως
Κάθε Τρίτη βράδυ που τηλεφωνούσε να του δώσω υλικό για την εφημερίδα του
είχαμε γιορτή. Τα δέκα λεπτά γίνονταν δυο ώρες. Με αστεία και καλαμπούρια κι
από το ένα θέμα στο άλλο.
Τα μυστικά μου τα πήρε μαζί του φεύγοντας για πάντα.
Ωφελήθηκα πάρα πολύ από τη συντροφιά του και θα τον θυμάμαι, θέλω δεν θέλω,
όσο ο νους θα είναι στη θέση του. Ήταν ένας γερός διανοητής, μια αστείρευτη
στέρνα ιδεών, ένας αναζητητής της αλήθειας, ακούραστος εργάτης του ονείρου.
Είχε τεντώσει τη σκέψη σου ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο.
Γιώργος Σιώμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου