Αντώνης Ν. Φράγκος
Στις αρχές Ιουλίου είχαμε τη χαρά να συναντήσουμε τον βάσκο συγγραφέα Μπερνάρντο Ατσάγα, με αφορμή το επιτυχημένο 1ο Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων, στο οποίο συμμετείχε, και την πρόσφατη έκδοση στα ελληνικά του νέου βιβλίου του, «Σπίτια και τάφοι» (μτφ. Κώστας Αθανασίου). Γεννημένος στο Αστεάσου της Γκιπούθκοα, το 1951, ο πιο σημαντικός σύγχρονος λογοτέχνης της πατρίδας του έγινε παγκοσμίως γνωστός το 1988, με το μυθιστόρημά του «Ομπαμπακόακ» που απέσπασε το
Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας της Ισπανίας. Μεταφρασμένος σε 32 γλώσσες και με πολλές βραβεύσεις, τιμήθηκε πριν από τρία χρόνια με το Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων. Στα ελληνικά κυκλοφορούν, πέρα από το «Ομπαμπακόακ» και το «Σπίτια και τάφοι», τα βιβλία του «Ένας άνθρωπος μόνος», «Εκείνοι οι ουρανοί» και «Ο γιός του ακορντεονίστα», όλα απ’ τις εκδόσεις Εκκρεμές, σε μετάφραση Στράτου Ιωαννίδη. Το τελευταίο μυθιστόρημά του, όπως το περιγράφει ο ίδιος ο Ατσάγα, αποτελείται από ένα συνεχές ζιγκ-ζαγκ: με αφετηρία το 1970 και φτάνοντας μέχρι το 2017 και με «στάσεις» σε διάφορες σημαδιακές χρονιές για την ιστορία της Ισπανίας και της Χώρας των Βάσκων, ο συγγραφέας δουλεύει σπαράγματα μνήμης και μέσα από αυτά δημιουργεί ιστορίες με βάση τα δικά του βιώματα. Κυριολεκτικά δεν υπάρχει αρχή, μέση ή τέλος και όμως η πλοκή εξελίσσεται με διαλείμματα όπου αναφύονται άλλες ιστορίες – μέσα σε προσωπικές πορείες και ζωές που πέφτουν η μία πάνω στην άλλη για να χαθούν μετά και να ξανασυναντηθούν πολύ αργότερα, καθώς φιλίες και χωρισμοί κλονίζουν συναισθηματικά τους ήρωες, ενώ όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα σε μια φύση που σημαδεύει τα νιάτα τους και όλη τους τη ζωή. Με τον τρόπο αυτό ο Ατσάγα αποτυπώνει πενήντα χρόνια διαδρομής σε μια περιοχή της Χώρας των Βάσκων, που συμπυκνώνεται στο φανταστικό χωριό ονόματι Ουγκάρτε το οποίο, σε αντίθεση με την εξίσου επινοημένη Ομπάμπα (του Ομπαμπακόακ), εκπροσωπεί τον «ρεαλιστικό» κόσμο που έχει διαμορφωθεί με την εμφάνιση της τηλεόρασης. Ακριβώς αυτή τη μετάβαση περιγράφει ο Ατσάγα: το Ουγκάρτε, ένας τόπος στο μεταίχμιο, στο όριο ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο σύμπαν, σε αντίθεση με την Ομπάμπα που ανήκει πλήρως στο παλιό, στο μυθικό. Το αρτοποιείο του Ουγκάρτε, ένα παιδί που έχει χάσει τη λαλιά του, ένα αγριογούρουνο που σώζεται από πνιγμό μέσα σ’ ένα κανάλι που κατεβαίνει απ’ το βουνό. Ο θάνατος του Φράνκο. Μια παρέα φαντάρων που περιμένει να απολυθεί ενώ μια τραγωδία αλλάζει τη ζωή τους. Οι απεργίες στα ορυχεία του Ουγκάρτε, η ένταξη στους μαοϊκούς. Το τηλεοπτικό ριάλιτι αδυνατίσματος της Ντέζι. Όλα τούτα συνδέονται αριστοτεχνικά από την πένα του Μπερνάρντο Ατσάγα σε έναν ενιαίο κόσμο καθώς τα όρια επικοινωνίας αποκτούν πλανητικές διαστάσεις.Ο παλιός και ο νέος κόσμος
Του ζητάμε να σκιαγραφήσει με αδρές γραμμές το πώς αρθρώνεται το μυθιστόρημά του «Σπίτια και τάφοι». Το βιβλίο, μας λέει, ξεκίνησε από μια ιδέα που έχει κανείς μόνο όταν κλείσει τα 60 του χρόνια: «Η ιδέα ήταν να ξανασκεφτώ όλα αυτά που έχω ζήσει, τα βιώματα και τα βιβλία μου, να περάσουν πάλι όλα από το μυαλό μου και να τα συνθέσω σε ένα έργο. Παράδειγμα, η εφηβεία σε αυτό το χωριό με το κανάλι ενδιάμεσα, με την άγρια ζωή γύρω του, με τα αγριογούρουνα και με την άφιξη της τηλεόρασης. Ένιωσα ότι η μετάβαση από τα πραγματικά αγριογούρουνα της παιδικής μου ηλικίας σε εκείνα που βλέπαμε στην τηλεόραση ήταν το τέλος μια μυθικής σκέψης. Στην παιδική μου ηλικία τα αγριογούρουνα είχαν όντως μυθική διάσταση. Και αυτό χάθηκε. Μια στιγμή του βιβλίου είναι αυτή. Υπάρχει μια άλλη στιγμή σε ένα στρατόπεδο στο οποίο εγώ ο ίδιος πέρασα ενάμιση χρόνο κλεισμένος σαν απλός στρατιώτης. Σε μια άλλη στιγμή της ζωής μου ήρθα αντιμέτωπος με την αστυνομία, τη σύγκρουση, τις βόμβες. Και μια άλλη στιγμή, πολύ έντονη, ήταν εκείνη στο νοσοκομείο, με μια έφηβη κόρη σε κρίσιμη κατάσταση. Αυτές ήταν, λοιπόν, διάφορες σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Σκέφτηκα πως, με όλα αυτά τα πράγματα στο μυαλό μου, αν γράψω ένα συμβατικό μυθιστόρημα, θα γράψω περίπου 2.000 σελίδες. Και λέω αυτό είναι αδύνατο. Έγραψα λοιπόν αυτές τις διαφορετικές ιστορίες και μέσα από αυτές προσπαθώ να δώσω μια εικόνα της ολότητας. Στην πρώτη ιστορία του βιβλίου εμφανίζεται η τηλεόραση, στην τελευταία ο υπολογιστής. Προσπαθώ μέσα από τις σκόρπιες αυτές ιστορίες να δώσω μια συνολική αφήγηση». Στον επίλογο του βιβλίου γράφει πως το Ουγκάρτε είναι ένας τόπος που βρίσκεται στο όριο ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο σύμπαν, σε αντίθεση με την Ομπάμπα που ανήκε πλήρως στο παλιό. Η κρίσιμη διαφορά γι’ αυτή τη μετάβαση είναι η άφιξη της τηλεόρασης: «Η εμφάνισή της χωρίζει τους δύο κόσμους. Την Ομπάμπα, που ήταν πριν, στο παρελθόν, και το Ουγκάρτε, στο οποίο είμαστε τώρα. Ο κόσμος της Ομπάμπα, ο αγροτικός κόσμος, είναι ένας κόσμος που δεν έχει στη γλώσσα του, στο λεξιλόγιό του, τον Καρλ Μαρξ και τον Φρόιντ, ούτε την πολιτική ορολογία και την ψυχανάλυση. Σε αυτόν τον παλιό κόσμο, όλη η έκφραση περνά μέσα από φαντάσματα, μέσα από μυθικά ζώα, μέσα από τον Πάνα που εξέφραζε τον φόβο όλων των ανθρώπων. Ήταν ένας κόσμος με δικιά του γλώσσα που δεν είχε σχέση με τη σημερινή. Στον παλιό κόσμο πριν από την τηλεόραση οι άνθρωποι μετακινούνταν σε μια έκταση δέκα τετραγωνικών χιλιομέτρων, περπατούσαν, βάδιζαν, είχαν άλλη γλώσσα. Ξαφνικά με την έλευση της τηλεόρασης αλλάζει η οπτική για τον κόσμο, ο οποίος αρχίζει να μεγαλώνει. Έξαφνα οι άνθρωποι στο Ουγκάρτε βλέπουν τους Ολυμπιακούς του Μονάχου, τις επιθέσεις στους αθλητές, βγαίνουν ψυχολόγοι και μιλάνε για όλα αυτά τα πράγματα, ο κόσμος αλλάζει. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι το Σπίτια και τάφοι αρχίζει εκεί που τελειώνει η Ομπάμπα του Ομπαμπακόακ».
Η αλήθεια της μνήμης και της μυθοπλασίας
Ο Ατσάγα έχει πει πως εμπιστεύεται τη μνήμη και όχι τις αναμνήσεις του. Μας ζητά να μη συγχέουμε αυτά τα δύο πράγματα. Τη μνήμη με τις αναμνήσεις: «Οι αναμνήσεις βγαίνουν από τη μνήμη, είναι συγκεκριμένες καταστάσεις που μπορείς να τις περιγράψεις με λόγια. Όμως, η μνήμη είναι κάτι γενικότερο. Όταν κάθεσαι να γράψεις, την ώρα της γραφής εμφανίζεται μια ιδέα η οποία σε εκπλήσσει και αναρωτιέσαι από πού βγήκε αυτή. Η συγγραφή λειτουργεί λίγο σαν τη μαιευτική του Σωκράτη. Εκεί που γράφεις σου βγάζει κάτι που δεν μπορούσες να φανταστείς ότι υπήρχε στο μυαλό σου. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στη βιογραφία και στη μυθοπλασία. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι η μυθοπλασία είναι πιο αληθινή. Η βιογραφία είναι τα γεγονότα, λες τι έχει συμβεί. Στη μυθοπλασία βγαίνει μια μεγάλη αλήθεια που έχεις μέσα σου, τις περισσότερες φορές θαμμένη, ξεχασμένη. Γι’ αυτό και πολλές φορές, η γραφή, άρα η μνήμη, σε οδηγεί σε δρόμους που δεν φανταζόσουν ποτέ ότι θα έφθανες. Ένας αυτοσχεδιασμός την ίδια τη στιγμή που γράφεις, όπως η εικόνα της καρακάξας από τη δεύτερη ιστορία η οποία δεν ακολουθεί τον δικό σου δρόμο αλλά τον δικό της. Πάει δεξιά, πάει αριστερά και μερικές φορές αναγκάζεσαι εσύ να την ακολουθήσεις και όχι αυτή εσένα».
Η βασκική γλώσσα και η μετάφραση
Τον ρωτάμε γιατί γράφει πάντοτε στα βασκικά (βιβλία που κατόπιν συν-μεταφράζει στα καστιλιάνικα). Αναφέρει «μια καταγραφή του Κάφκα στο ημερολόγιο του, στις 25 Δεκεμβρίου του 1911, όπου δηλώνει πως ζηλεύει τους φίλους του που γράφουν στα γίντις γιατί οτιδήποτε γράφουν αποκτά αμέσως μια πολιτική αξία, με την έννοια ότι αυτά που έγραφαν είχαν την προοπτική να διαδοθούν σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό επίπεδο, να γράψουν γι’ αυτά οι εφημερίδες, να τα διδάξουν στα σχολεία, να τα παίξουν στο θέατρο. Αυτό που έγραφε ο Κάφκα ήταν αλήθεια. Αλλάζει όμως η πολιτική κατάσταση, έρχονται οι ναζί και εξοντώνεται όποιος χρησιμοποιούσε τα γίντις. Άρα, τα γίντις χάνονται, χάνεται η γλώσσα, επειδή χάνονται οι άνθρωποι που γράφουν σε αυτή τη γλώσσα. Είναι κρίσιμο λοιπόν να βλέπουμε το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Πριν μερικά χρόνια το να γράφει κανείς στα βασκικά ήταν πάρα πολύ δύσκολο – υπήρχε η δικτατορία και δεν είχες τη δυνατότητα να εκφραστείς στη γλώσσα αυτή. Μάλιστα πολλοί συγγραφείς αναγκάστηκαν να περάσουν στα καστιλιάνικα για να μιλήσουν. Μετά το 1975 και τον θάνατο του Φράνκο τα πράγματα αλλάζουν και τότε η βασκική γλώσσα αποκτά ένα πολιτικό πρόσημο πάρα πολύ ισχυρό. Ήταν προτιμότερο να γράφεις σε μια μειονοτική γλώσσα όπως τα βασκικά γιατί υπήρχε κοινωνική ανάγκη, ζήτηση. Εγώ μπόρεσα να αφήσω τη δουλειά μου ως καθηγητής και ως οικονομολόγος γιατί υπήρξε η δυνατότητα να γράφω για το ραδιόφωνο και παιδική λογοτεχνία στη γλώσσα μου και αυτό αποδείχθηκε καλύτερο, πέρα από το ιδεολογικό, και στο πρακτικό επίπεδο. Εδώ ταιριάζει η σκηνή όπου ο Ελίας βρίσκει ξανά τη φωνή του τη στιγμή που κινδυνεύει το αγριογούρουνο, διότι το αγριογούρουνο είναι η γλώσσα, η κουλτούρα των Βάσκων. Σήμερα οι συγγραφείς που γράφουν στα βασκικά μπορεί να πουλάνε 1.500 αντίτυπα αλλά μπορεί να φτάνουν και τις 20.000. Με άλλα λόγια, πουλάνε κάποια βιβλία και μερικοί μάλιστα ζουν από τα γραψίματά τους. Είναι κρίσιμο το αποτύπωμα που αφήνει κάποιος συγγραφέας σε τοπικό επίπεδο. Έχω διαβάσει πολλή ελληνική ποίηση. Υπάρχουν πολλοί καλοί Έλληνες ποιητές, όπως υπάρχουν καλοί ποιητές και σε πολλές άλλες χώρες. Αν όμως δεν έχουν στη χώρα τους 1.000 αναγνώστες τότε δεν θα έχουν πουθενά στον κόσμο. Σήμερα το πρόβλημα των μειονοτικών γλωσσών δεν είναι πλέον στην ουσία πρόβλημα διότι υπάρχει το διαστημόπλοιο που λέγεται μετάφραση που μπορεί να σε πάρει από τον έναν πλανήτη, που είναι η βασκική γλώσσα, και να σε πάει σε κάποιον άλλο, που είναι η ελληνική ή η αγγλική ή η γαλλική. Συμφωνώ απολύτως με αυτό που έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο πως η γλώσσα της Ευρώπης είναι η μετάφραση».
Εξωτισμός και στερεότυπα
Υπάρχει άραγε ο κίνδυνος συγγραφείς από τόπους όπως η Χώρα των Βάσκων να εγκλωβίζονται σε στερεότυπα ή σε εξωτικά πρότυπα που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς; Τα στερεότυπα είναι η γοργόνα, μάς τονίζει. Το μεγάλο τέρας: «Ο συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να δημιουργεί ενάντια στα στερεότυπα και τις αντίστοιχες ιδέες, αυτό δείχνει και η ιστορία της λογοτεχνίας. Για παράδειγμα υπάρχουν όντως στερεότυπα για τους ανθρώπους στη χώρα μας. Ο Βάσκος από τα βουνά, ο αγρότης, ο άξεστος ορεσίβιος, ή, από την άλλη, ο καλόκαρδος άνθρωπος, ο καλόψυχος. Όλα αυτά τα έβρισκα πάντα απωθητικά γιατί καμιά φορά έπαιρναν και υλική μορφή. Για παράδειγμα στο σχολείο ο καθηγητής της Γυμναστικής με φώναζε και έλεγε, έλα εσύ που είσαι από τα βουνά και είσαι δυνατός, κάνε εκατό κάμψεις! Υπήρχε, επίσης, το ρομαντικό στερεότυπο όπου ο αγρότης των βουνών ήταν ο ευγενικός άγριος. Από την αρχή της συγγραφικής μου πορείας έβαλα στόχο να σπάσω αυτά τα στερεότυπα. Και πιστεύω πια ότι υπάρχουν πλέον άνθρωποι που κατανοούν τον αγροτικό κόσμο της Χώρας των Βάσκων μέσα από την Ομπάμπα. Αυτά τα στερεότυπα προκύπτουν επειδή πολλοί συγχέουν την ουσία με την ιστορία. Αυτό οδηγεί σε αφαιρέσεις και σε γενικεύσεις που λένε ότι “οι Έλληνες είναι έτσι”, “οι Γάλλοι είναι αλλιώς”. Τα πράγματα καθορίζονται από την ιστορία και τις κοινωνικές συνθήκες. Έλεγαν για πολλά χρόνια πως οι Βάσκοι είναι ένας λαός που δεν γράφει, δεν έχει γραπτή γλώσσα. Με συγχωρείτε πάρα πολύ, δεν είναι έτσι. Δεν έγραφαν και δεν είχαν γραπτή γλώσσα γιατί δεν είχαν σχολεία για να την μάθουν. Επίσης, η αποτύπωση μόνο της καλής πλευράς είναι χαρακτηριστική: μιλάνε π.χ. οι Γάλλοι για την εποποιία του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, και εκεί ο Πετέν εξαφανίζεται. Συμβαίνει με όλους τους λαούς». Έτσι, η συζήτηση με τον Μπερνάρντο Ατσάγα φθάνει σιγά σιγά στο τέλος της και εμείς φεύγουμε λίγο σοφότεροι και σαφώς γνωρίζοντας περισσότερα για την κουλτούρα και εν μέρει για την ιστορία της Χώρας των Βάσκων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου