25.9.22

Τραγωδία και κωμωδία την ίδια στιγμή


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ 

ROBERTO BOLANO – A.G. PORTA

 Συμβουλές από έναν μαθητή του Μόρρισον σε έναν φανατικό του Τζόυς – Ημερολόγιο μπαρ µτφρ.: Κρίτων Ηλιόπουλος σελ. 240, εκδ. Αγρα 

 Εδώ που βρίσκοµαι δεν έχω τα βιβλία του Μπολάνιο, τα οποία καταλαμβάνουν ένα ράφι στη βιβλιοθήκη μου. Εχω διαβάσει ό,τι έχει εκδοθεί έως τώρα, που σημαίνει πως ακόμα κι αν δεν θυμάμαι πολλά, πέρα από επουσιώδεις λεπτομέρειες που έχουν αγκιστρωθεί στη μνήμη μου, ζω με τη διαρκή αντανάκλαση των γραπτών του, όπως ο ίδιος έγραφε με την ανάμνηση της Πόλης του Μεξικού, όπου πέρασε τη νεότητά του αλητεύοντας. Πέθανε πριν από δεκαεννιά χρόνια και καμιά φορά αναρωτιέμαι τι θα συνέβαινε αν δεν είχε φύγει τόσο πρόωρα. Με τους εξαντλητικούς ρυθμούς που εργαζόταν, καταφέρνοντας να αναπτύξει τον βασικό όγκο του μυθιστορηματικού του έργου σε μόλις μία δεκαετία, θα ήμασταν αναγκασμένοι να διαβάζουμε μόνο τον Χιλιανό συγγραφέα, χάνοντας κάθε επαφή με τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, μια διόλου άσχημη προοπτική. 

 Ο Μπολάνιο έβλεπε τη λογοτεχνία σαν ένα κλειδί αποκρυπτογράφησης ενός κόσμου που είναι εκ φύσεως παράλογος. 

 Ο μύθος λέει πως αποφάσισε να παρατήσει την ποίηση και να γράψει πρόζα προκειμένου να συντηρήσει την οικογένειά του, πως ξεχνούσε να πάει στους γιατρούς μέσα στην αγωνία του να ολοκληρώσει το αριστουργηματικό «2666», πως στο τέλος ζούσε απομονωμένος σε ένα άδειο διαμέρισμα με λευκούς τοίχους και μια τηλεόραση, περιμένοντας τον θάνατο, περισσότερο προβληματισμένος παρά τρομαγμένος. Δεν ξέρω τι είναι αλήθεια από τα παραπάνω. Αυτό που γνωρίζω είναι πως το αναγνωστικό κοινό είχε μεγάλη ανάγκη να βρει έναν συγγραφέα που θα ερχόταν σε ρήξη με το μοντέλο των καλλιτεχνών το οποίο λανσάρεται κάμποσο καιρό: εγωπαθείς επιχειρηματίες που πιστεύουν πως θα αποφύγουν τη χρεοκοπία με μια σειρά εκπτώσεων. Ο Μπολάνιο αποστρεφόταν τον αριβισμό, έβλεπε τη λογοτεχνία σαν ένα κλειδί αποκρυπτογράφησης ενός κόσμου που είναι εκ φύσεως παράλογος και πάντα μιλούσε για τους αγαπημένους του συγγραφείς λες και ήταν αδέλφια του: Νικανόρ Πάρα, Μάριο Σαντιάγκο, Σοφί Ποντόλσκι, Τζον Κένεντι Τουλ. Ιδού μερικά αδέλφια, διάσημα ή περιπλανώμενα στην αφάνεια, που είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε στις σελίδες του. Στην πραγματικότητα τούτος ο ήδη κλασικός συγγραφέας έχει ένα σπάνιο χάρισμα. Είναι ένα μαγικό κατώφλι. Μπαίνεις στην επικράτειά του από την πρώτη αράδα, σαν να γλιστράς σε ένα κομμάτι πάγου, και δεν θέλεις να βγεις. Ή δεν μπορείς να βγεις. Επειδή δεν ξέρεις πατινάζ, επειδή ο πάγος λιώνει ξαφνικά κάτω από τα πέδιλά σου, επειδή δεν είναι πάγος, αλλά έρημος. Τραγωδία και κωμωδία την ίδια στιγμή Και οι «Συμβουλές» ή το «Ημερολόγιο μπαρ», που πλησιάζουν στη ρίζα του καταλόγου του –παρέα με την «Αμβέρσα», γραμμένη το 1980–, έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Αρκεί να διαβάσεις μισή σελίδα για να παγιδευθείς σε έναν ιστό γραφής που είναι κωμωδία και τραγωδία ταυτόχρονα. Σαν να ανεβάζεις Ευριπίδη με τον Χάρπο Μαρξ. Φτάνοντας κανείς στο ένατο κεφάλαιο, ίσως καταλάβει τι εννοώ. Ο Ανχελ και η Αννα είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος. Ο Ανχελ είναι συγγραφέας. Ακούει Doors. Θαυμάζει τον Τζόυς. Η Αννα είναι αχαλίνωτη, ανεξέλεγκτη. Πρόκειται για μια βίαιη κόπια του ζευγαριού από το φιλμ «Με κομμένη την ανάσα», την πρώτη μεγάλου μήκους του Γκοντάρ. Μια λιγότερο αφελής εκδοχή των Σέιλορ και Λούλα από την «Ατίθαση καρδιά» του Λιντς. Εισβάλλουν σε ένα μοντέρνο διαμέρισμα της Βαρκελώνης. Κρατάνε ομήρους άντρα, γυναίκα, την υπηρέτρια από τις Φιλιππίνες. Ψάχνουν τιμαλφή. Προτού τα πράγματα στραβώσουν, ο Ανχελ ξεμοναχιάζει τη Μοντσεράρ, τη σύζυγο. Με προτεταμένο το όπλο, μιλάνε για ποίηση. Επειτα την αναγκάζει σε πεολειχία (πόσο κακόφωνη ακούγεται η ελληνική γλώσσα, ενίοτε). Είναι μια σκηνή που σε κάνει να νιώθεις ένοχα επειδή γελάς, γελοίος επειδή αισθάνεσαι ενοχή. «Το ποίημα που είναι πιστό είδωλο όσων θέλεις να εκφράσεις είναι σχεδόν μια χίμαιρα», λέει η Μοντσεράρ. «Γιατί σχεδόν;» ρωτάει ο Ανχελ. «Γιατί μερικές φορές μπορούμε να μιμηθούμε με άψογο τρόπο την κίνηση ενός αντικατοπτρισμού». Το συγκεκριμένο κεφάλαιο, μία από τις κορυφαίες στιγμές στη βιβλιογραφία του Μπολάνιο, δίνει ένα επιπλέον στοιχείο. Πως τα πρώιμα κείμενά του δεν είναι καθόλου άγουρα. Πιθανότατα φέρει το στίγμα του Κάφκα, το πλεονέκτημα: η γραφή του δεν εξελίχθηκε, δεν προχώρησε επίπεδο, καθώς είχε φτάσει στον ύψιστο βαθμό από το πρωταρχικό κιόλας απόσπασμα που μουντζούρωσε. Κάπως έτσι. Δεν χρειάζεται να πω κάτι παραπάνω για την υπόθεση αυτού του τόμου που ο Μπολάνιο συνέγραψε με τον φίλο του Α. Γκ. Πόρτα. Να αναμασάς την πλοκή ενός βιβλίου σε ένα κριτικό σημείωμα, μου φαινόταν πάντα υπονομευτικό για τον συγγραφέα που παρουσιάζεις. Αφού το γράψιμό σου δεν θα προσεγγίσει ποτέ το ιδιαίτερο ύφος του. Ή θα είναι καλύτερο ή χειρότερο. Κι αν το ύφος δεν είναι το περιεχόμενο, όπως ισχυρίζονται οι ειδήμονες, τουλάχιστον είναι η επέκτασή του. Λίγο πριν εγκαταλείψω το άρθρο, κατεβαίνω στην πλατεία και επισκέπτομαι τη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης. Περιφέρομαι στους διαδρόμους ώσπου πέφτω πάνω σε ένα ράφι γεμάτο Μπολάνιο. Από το «Παγοδρόμιο» και το «Πνεύμα της επιστημονικής φαντασίας» μέχρι τις «Πουτάνες φόνισσες» και το «Λούμπεν μυθιστορηματάκι». Κοιτάζω τις ταλαιπωρημένες ράχες τους με την κολλημένη ετικέτα ταξινόμησης BOL, έπειτα βγαίνω έξω στην πλατεία, για να διαπιστώσω, κάτω από τον καυτό ήλιο, πως έχω πάρει το ράφι μαζί μου. 

https://www.kathimerini.gr/culture/books/562006636/tragodia-kai-komodia-tin-idia-stigmi/?fbclid=IwAR228wdqa4D-yiSraucB4Raea37uTC9RhH1icgIl03Aw-sSZr7FNXq5eymc 

Δεν υπάρχουν σχόλια: