21.7.23

Διήγημα, Λεωνίδας Καζάσης

 


Εξαπίνης διαπίστωση - ομολογία

Ξεκίνησα από το πανδοχείο, όπου διέμενα έξω από την, Μονεμβασία, την συνηθισμένη ( μετά την κολύμβηση στη θάλασσα ), πεζοπορία, προς, την Μονεμβασία, προς ανεύρεσιν τροφής και, κατόπιν,την ανάβαση προς το κάστρο.

Η Μονεμβασία, με την άγρια, ατίθαση, μα γητευτική αρμονία της, παντεπόπτης καιρών, εποχών, διακυμάνσεων αλός αλαλαγμών, εθώπευε ιδιόρρυθμα την πλάση! Της θεάσεως ερωμένη αναντικατάστατη! Κι εγώ φιλόδοξος, υποψήφιος εραστής της, προσπαθούσα, με όλη την δύναμη των αισθήσεών μου, που, την νόηση δελέαζαν, να εισχωρήσω μέσα της, αφομοιώνοντας, μα τι λέω ; Αφομοιωνόμενος, αφομοιωμένος από αυτήν.

Καθώς αγνάντευα, πεζοπορώντας, ατενίζοντας ορίζοντες ουράνιους, θαλάσσιους, ορεσίβιους, μα ορεογράφους, απογειονώμενος από την ευτελή - αβίωτη του άστεως πραγματικότητα, από απόλαυση φτερουγίζοντας!  Φθάνοντας στα πρώτα σπίτια, τής Μονεμβασίας, αντικρίζω ένα νεογέννητο γαλής χρώματος καφετή, αποχρώσεως ανοιχτής, ματωμένο στο πρόσωπο, να σπαρταρά στην μέση του ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Συγκλονισμένος από το θέαμα τής ζωής που σπαρταρούσε, προσπαθώντας, από κάπου να κρατηθεί  - αλλά, πάντα, θωρακισμένος, όπως ευθύς θα αποδειχθεί από την άστοργη - ανήλεη υπεροψία προς το ζωϊκό βασίλειο, με την οποίαν οι πολιτισμένοι γαλουχούνται - περπάτησα προς την μέση του δρόμου, ζυγώνοντας το ματωμένο νεογνό που ψυχορραγούσε. Έτσι, βλέποντας εμένα αποσβολωμένο, οι οδηγοί τών διερχομένων αυτοκινήτων ελάττωναν ταχύτητα, για να δουν τι είχε συμβεί, φεύγοντας αμέσως, με της λυπημένης περιέργειας την συγκαλυμμένη αδιαφορία.

Με μία δεύτερη σκέψη, και, παρατηρώντας την υπέρμετρη ταχύτητα των οδηγών, αντελείφθην, ότι, εάν παρέμενε το ψυχορραγούν γατάκι στην μέση του δρόμου, θα το αποτελείωναν οι οδηγοί των  αυτοκινήτων που έτρεχαν  - ελπίζοντας στης ταχύτητος τον ίλιγγο, για να βγουν στην έξοδο τής αδιέξοδης πραγματικότητος, που, επέλεξαν να ζουν -  σβήνοντας και τις ελάχιστες ελπίδες ζωής, που, το νεογέννητο γατάκι είχε.

Πιάνοντάς το λοιπόν από την ουρά  - η πρώτη απόδειξη τής σκληρής, απόμακρης διαθέσεώς μου,  ενώ θα μπορούσα, να το πιάσω ζεστά από την ραχοκοκαλιά του μικρού σώματός του -  σήκωσα της γαλής την γέννα, μεταφέροντάς την, από την μέση του ασφαλτόδρομου, στην γειτονική, χωμάτινη γη, και, αναίσχυντα ευφησυχασμένος, συνέχισα την πεζή πορεία μου, προς, την Μονεμβασία, επικοινωνώντας διά της περιττής, επιβλαβούς κινητής τηλεφωνίας με την εξαδέλφη μου, συνδιαλεγόμενος αρκετή ώρα μαζί της. Κατόπιν, ίσως, ασύνειδα, λόγω εντάσεως της συνδιαλέξεως με την εξαδέλφη μου, αλλά, και λόγω της συναισθηματικής φορτίσεως, τής εκπορευομένης τού προ ολίγης ώρας δραματικού συμβάντος, του οποίου μάρτυρας αυτόπτης υπήρξα, άλλαξα το πρόγραμμά μου, κατευθυνόμενος προς το κάστρο, διανύοντας μία διαδρομή συναισθηματικής - πνευματικής εγρηγόρσεως, όπως η ανάβασις έως την είσοδο του κάστρου την καθιστά.

Φθάνοντας στην είσοδο, την διέβην. Μπαίνοντας στο κάστρο, και, ατενίζοντας από τα διάφορα σημεία του τους εμπνευστές ορίζοντες, βγήκα από αυτό, κατηφορίζοντας, προς την νεώτερη Μονεμβασία, προς αναζήτησιν τροφής και κορεσμού της πείνας μου.

Καθώς κατέβαινα, σκέψεις οχληρές, αιχμηρές άρχισαν, να κεντρίζουν την συνείδησή μου: << Εάν το νεογέννητο αυτό πλάσμα προερχόταν από ανθρώπινο θηλυκό, θα το εγκατέλειπες, μεταφέροντάς το στο χώμα, αφήνοντάς το, αιμόφυρτο να ψυχορραγεί; Σε ερωτώ, θα το εγκατέλειπες; Ασφαλώς όχι! Θα έτρεχες σαν τρελός, παίρνοντάς το στην αγκαλιά σου, και, θα ζητούσες, επίμονα, και, εάν χρειαζόταν, αγρίως, απειλητικώς, βοήθεια.

Όμως, αυτό το πλάσμα προέρχεται από μία γαλή και όχι από άνθρωπο, γι' αυτό, πολύ του είναι, που, το τράβηξες από τον βέβαιο θάνατο του ασφαλτόδρομου, ρίχνοντάς το στο χώμα, αφήνοντάς το!

Ο υπεροπτικός, εγκληματικός ρατσισμός μου σε όλο το μεγαλείο του!

Άλλο ο άνθρωπος, άλλο το ζώο! Η ανθρώπινη ζωή αξίζει πολύ περισσότερο από την ζωή ενός ζώου, γι' αυτό άλλωστε με κοιτούν, απορώντας - εάν όχι μειδιώντας μέσα τους - όταν λέγω, ότι εδώ και ένα χρόνο διατρέφομαι αναίμακτα, δίχως αίμα και πόνο ζώων >>.

Δυστυχώς, αυτή η σκέψη υποτιμήσεως της ζωής και της παρουσίας των συνοίκων μας - μελών του ζωϊκού βασιλείου στον πλανήτη που, σε ιδεολογία έχει αναχθεί, με κατηύθυνε ακόμη, και, όταν η συνείδησή μου επενέβη, ώστε να αποφασίσω, να επιστρέψω στο γατάκι, διακομίζοντάς το.

Θα επέστρεφα στο γατάκι, αφού πρώτα απολάμβανα το φαγητό, και τα εύγευστα παγωτά ζαχαροπλαστείου στο κέντρο τής εκτός κάστρου Μονεμβασίας, και, αφού, θα είχαν περάσει, τουλάχιστον, τρεις ώρες από την στιγμή που βρήκα το γατάκι ετοιμοθάνατο.

Η εγκληματική - ρατσιστική ολιγωρία τής ανθρωπιάς μου!

Είχα βέβαια τής αντιφάσεως το θράσος, αφού έφθασα στο κέντρο τής Μονεμβασίας, πριν καθίσω να φάω, να ρωτώ στα φαρμακεία και τους περαστικούς, εάν υπάρχουν προϋποθέσεις ιατρικής περιθάλψεώς του, στην Μονεμβασία.

Όταν εγεύθην τα παγωτά, εξιστορώντας το περιστατικό στην εργαζόμενη στο ζαχαροπλαστείο, της εζήτησα μία χάρτινη σακούλα, μέσα στην οποία θα έβαζα το γατάκι   - εάν το εύρισκα και, εφ' όσον  παρέμενε ζωντανό -   την ρώτησα επίσης, εάν μπορούσε και, εάν ήξερε, να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Εκείνη μου είπε, ότι θα προσπαθούσε, να βρει κάποιον που να ξέρει, να το φροντίσει, ότι λυπόταν πολύ το γατάκι, αλλά δεν ήταν έτοιμη η ίδια, ώστε να σταθεί κοντά του, φροντίζοντάς το.

Έτσι παίρνοντας την χάρτινη σακούλα και έχοντας, για την καθημερινή, νυχτερινή πεζοπορία επιστροφής στο πανδοχείο, πάντα, φακό μαζί μου, ξεκίνησα για το σημείο, όπου το απόγευμα, είχα αφήσει το πληγωμένο, αιμόφυρτο, ψυχορραγούν γατάκι.

Η ένοχη ολιγωρία μου τώρα ανησυχούσε, τρόμαζε εμπρός στο αμείλικτο ερώτημα, εάν, και σε ποιά κατάσταση θα εύρισκα το γατάκι.

Μετά από αργό, ανιχνευτικό μέσα στη νύχτα περπάτημα μισής ώρας, βρήκα το γατάκι να ψυχορραγεί, όπως το είχα αφήσει.

Άφωνος από χαράς συγκίνηση ένοχη, το έβαλα στην χάρτινη του ζαχαροπλαστείου σακούλα και, κοιτώντας επίμονα στον σκοτεινό ουρανό, άρχισα, να βαδίζω προς το ζαχαροπλαστείο. Όταν έφθασα, είπα στην ζαχαροπλάστησα ζωηρά: << Το βρήκα ζωντανό ευτυχώς! Μήπως υπάρχει κάποιος που μπορεί, να το βοηθήσει; >> Η εργαζόμενη μου έδειξε μία κυρία που καθόταν στις εξωτερικές καρέκλες του ζαχαροπλαστείου,συνομιλώντας με δύο γνωστούς της, λέγοντάς μου: << Αυτή η κυρία έχει για κατοικίδιο, γάτα, και, ασφαλώς, μπορεί, να βοηθήσει >> .

Πλησίασα την κυρία, και της είπα, όσα συνέβησαν, δίνοντάς της την σακούλα, όπου είχα βάλει το ψυχορραγούν γατάκι.

<< Σας φαίνομαι αστείος, που κλαίω για ένα γατάκι >>, αποκρίθηκα, όταν ο ένας από τους δύο ομοτράπεζους τής κυρίας έκρυψε το πρόσωπό του, γελώντας με την φωνή μου, που, από τις εντάσεις, τής ενοχής μου από την μία, και της λύτρωσης την χαρά που βρήκα το γατάκι ζωντανό από την άλλη, έχασε την πεποίθησή της και, αδύναμη παρέπαιε. Την ίδια στιγμή, η κυρία Νίκη, ψηλαφώντας το κεφάλι του νεογνού, είπε ότι είχε υποστεί κρανιοεγκεφαλική κάκωση, και, πιθανόν, σε μερικές μέρες να κατέληγε. Προθυμοποιήθηκε, να το κρατήσει λίγες μέρες, παράσχοντας σε αυτό τις πρώτες βοήθειες, και, έπειτα, να το έστελνε στον κτηνίατρο, που είχε την έδρα του, στην γειτονική Νεάπολη.

Την ευχαρίστησα, και, μείναμε σύμφωνοι, να πάω την άλλη μέρα, να το δω. Την επομένη πήγα στον εργασιακό χώρο, της κυρίας Νίκης, και είδα το γατάκι, καθαρισμένο από τα αίματα, μέσα σε ένα χάρτινο << υποστατικό >>, όπου εντός του υπήρχαν κούπες με νερό και τροφή. Η κυρία Νίκη, καθάρισε με οξυζενέ το πρόσωπο του νεογνού από τα αίματα, του έδωσε υγρή αντιβίωση, νερό διά σύριγγος, πολτοποιημένη τροφή και κορτιζόνη, για να μην πονά. Μου είπε δε, ότι θα κρατούσε το γατάκι στον εργασιακό χώρο της, αφού, πρώτα θα το εξέταζε ο κτηνίατρος.

Μετά από δύο μέρες μετέφερε το γατάκι, στην Νεάπολη, όπου ασκούσε το λειτούργημά του ο κτηνίατρος. Ο κτηνίατρος συμφώνησε με την εξ' αγάπης φροντίδα προς τα ζώα, πείρας γνωμάτευση, της κυρίας Νίκης, περί κρανιοεγκεφαλικής κακώσεως, η οποία αιμάτωμα προκάλεσε. Έδωσε στο γατάκι και αυτός αντιβίωση, αφού του έβαλε ορό ενδοφλεβίως, αλλά το γατάκι κλυδωνιζόταν εκ νέου από υποθερμία'  ήταν ημερών, ζήτημα, εάν είχε κλείσει μήνα σε αυτή την ζωή, που δεν την άντεξε.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: