Ευσταθία Δήμου / Αναγνώσεις / Αυγή 21-06-2023
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΕΛΙΟΠΟΥΛΟΣ, Αλιρρόη. Το μηδέν στον καθρέφτη, εκδόσεις ΑΩ, σελ. 72
Θέτοντας στο κέντρο της έμπνευσης και της δημιουργικής του πράξης μια γυναικεία φιγούρα, ο Γιώργος Δελιόπουλος συστήνει τη νέα του ποιητική συλλογή, Αλιρρόη, με την οποία επιχειρεί ουσιαστικά μια καταβύθιση στα άδυτα του γυναικείου λόγου, ενός λόγου που συνυφαίνει τον εσωτερικό (ανα)στοχασμό και το ανεξίτηλο βίωμα.
Πρόκειται, βασικά, για μια σειρά εξομολογητικών ποιημάτων που πλάθονται και, ταυτόχρονα, πλάθουν και τεχνουργούν τη γυναικεία αυτή φυσιογνωμία της Αλιρρόης η οποία καταλήγει τελικά να γίνει το προσωπείο του ποιητή, του αναγνώστη και κάθε ανθρώπου, συνιστώντας στην πραγματικότητα το μέτρο και το σημείο αναφοράς της ίδιας της ζήσης που σφραγίζεται από την πραγματικότητα της φυλάκισης, της δέσμευσης, του περιορισμού και την επιθυμία της απελευθέρωσης και της φυγής. Θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για μια ποίηση που κλίνει προς το θέατρο, που υιοθετεί και μετέρχεται μέσα και τρόπους της δραματικής τέχνης και τεχνικής προκειμένου όχι μόνο να συνθέσει το κεντρικό πρόσωπο, την ηρωίδα που αναλαμβάνει να θέσει σε κίνηση και να γίνει φορέας της δράσης, αλλά και το ίδιο το έργο ως πορεία και διαδρομή που εκκινεί από μια πρώτη αρχή, την «είσοδο» εν προκειμένω, για να καταλήξει σε μια «έξοδο», όπως τιτλοφορείται η τελευταία υποενότητα, που προσφέρει τελικά και τη λύση του δράματος, τη φυγή προς έναν ορίζοντα ελευθερίας και εσωτερικής πια ζωής.
Ως ενδιάμεσα στάδια τίθενται οι εποχές της άρνησης, της οργής, του μηδενός, της θλίψης και η εποχή στον καθρέφτη που συνιστούν και συστήνουν ουσιαστικά μια περιήγηση στο θυμικό και σε κάποιες από τις βασικότερες εκφάνσεις του για να χαραχθεί ουσιαστικά ένας δρόμος με τελικό προορισμό την κατάκτηση της αυτογνωσίας και της αυτοσυνειδησίας σε στενή συνάρτηση και σχέση με το ενιαίο σύνολο που αποτελούν το αίσθημα και η σκέψη μαζί.
Ο λόγος της Αλιρρόης είναι βαθύς και αγωνιώδης, είναι ειλικρινής και καθάριος, διαθέτει στέρεο πάτημα παρά τη συντριβή και το λύγισμα της ηρωίδας. Αυτή η ακροβασία και η ισορρόπηση είναι που αυξάνει κατακόρυφα το ενδιαφέρον, εντείνει το σασπένς και εισάγει τον αναγνώστη σε μια περιοχή όπου η ζωή και η τέχνη έχουν σταθεί η μια απέναντι στην άλλη σαν μέσα σε καθρέφτη, έτσι που να μην ξέρει πια κανείς με βεβαιότητα ποια από τις δύο μορφοποιεί και ποια μορφοποιείται, ποια δίνει το ερέθισμα και ποια το μεταπλάθει.
Κοντά στην εντύπωση αυτή στέκει ακόμα μια, ισχυρότερη και σπαρακτικότερη. Είναι η εντύπωση που διαμορφώνει κανείς ότι παρακολουθεί ένα μαρτύριο, μια μαρτυρική πορεία και ταυτόχρονα την κατάθεσή της, ένα βίωμα επώδυνο που η ανθρώπινη ύπαρξη καλείται να αναπαράγει λεκτικά και, μάλιστα, με τους όρους της τέχνης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας που, αυτή τη φορά, θέτει ως στόχο την δραματο-ποίηση, την δια της ποιητικής έκφρασης επένδυση της τραγικότητας από την οποία είναι ποτισμένη η ύπαρξη όταν πολιορκείται και βάλλεται από τις δυνάμεις εκείνες που επιδιώκουν να συνθλίψουν και να εγκλωβίσουν, να εξαφανίσουν και να εκμηδενίσουν κάθε διάθεση και κάθε προσπάθεια ανύψωσης του ανθρώπου στα επίπεδα εκείνα όπου η απόλυτη ελευθερία και η δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού θα αποτελούν τις κεντρικές, κατευθυντήριες γραμμές.
Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι ο ποιητικός λόγος αρθρώνεται από μια γυναίκα και ακόμη μεγαλύτερη σημασία ότι η γυναίκα αυτή αποτελεί το προσωπείο ενός άντρα δημιουργού. Κι αυτό διότι μέσα από τη συνάντηση και τη σύζευξη αυτή σχηματοποιείται και διατυπώνεται μια πρόταση για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να λειτουργεί και να εκδηλώνεται η ενσυναίσθηση, η εισχώρηση δηλαδή μέσα στον εσωτερικό χωροχρόνο μιας άλλης ύπαρξης και η εγκατοίκηση εκεί, η ταύτιση με τον άλλο, τον έτερο, τον αλλότριο, τον διαφορετικό ή, έστω, η δοκιμή και η δοκιμασία της εκφοράς ενός λόγου για τον άλλον και από τον άλλον. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για ένα είδος ποιητικής ηθο-ποιίας, αλλά για μια αληθινή μετάθεση, μια μετακύληση μέσα σε μια συνθήκη όπου τα όρια και οι διαχωριστικές γραμμές υφίστανται για να ενώνουν και όχι για να χωρίζουν, να διακρίνουν, να απομονώνουν.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι συνθέσεις της συλλογής, διατηρώντας στο ακέραιο τον ποιητικό τους χαρακτήρα, την ποιητική έξαρση και διακύμανση, εκτρέπονται συχνά προς ένα είδος εξομολογητικής ή παραληρηματικής προσευχής, προς μια λεκτική εκφορά που μορφοποιείται στα μύχια της ύπαρξης και αναπέμπεται προς μια περιοχή όπου πάλλεται και ζει η ελπίδα, όπου έχει την έδρα της η τέχν
Πώς γίνεται να τραγουδώ βαριά/ στη γλώσσα των μετάλλων/ για πράγματα που δε σηκώνουν ζύγι// και αντίθετα στο ρεύμα ν’ ανεβαίνει/ της καμπάνας σκαλοπάτια σ’ όποια νύχτα/ η φωνή μου με τακούνια γιορτινά. («μυστήριο»)
*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου