Ο Μίκης λάτρευε τα ποιήματά του
Το ασυνήθιστο είναι πως ενώ τα ποιήματα του Γιάννη Θεοδωράκη μελοποιήθηκαν από τον αδερφό του το διάστημα 1952-54, κυκλοφόρησαν σε βιβλίο το 1959, μόλις ένα χρόνο προτού βγουν και τα τραγούδια του Μίκη. Η ιστορία λέει πως ο Μίκης μίλησε στον Γιάννη Γουδέλη των εκδόσεων Δίφρος, με τον οποίο συνυπηρέτησαν στο Κέντρο Διερχομένων στην Αθήνα για να εξέδιδε την ποιητική συλλογή του αδερφού του. Οπως κι έγινε. Είναι πολύ κρίμα που δεν ζει ο Μίκης για να έπιανε στα χέρια του την επανέκδοση των ποιημάτων του Γιάννη, που ξέρω ότι λάτρευε, από τον «Μετρονόμο» του ακάματου Θανάση Συλιβού. Για τον Γιάννη Θεοδωράκη ο Μίκης μού είχε μιλήσει σε συνέντευξή του το 2017, αναφερόμενος στα νεανικά τους χρόνια: «Αγαπούσε πολύ τον Μπομπ Ντίλαν ο αδερφός μου κι επειδή ήμασταν και οι δύο ψηλά παιδιά, ντρεπόμασταν να χορέψουμε τους μοντέρνους χορούς. Διαβάζω τώρα ένα βιβλίο του που βγάζει η γυναίκα του και που δεν μου είχε δώσει ποτέ ο ίδιος». Ποιο να είναι αυτό το βιβλίο που έλεγε από τότε ο Μίκης Θεοδωράκης; Στη διαπίστωσή μου, ωστόσο, πως ο Γιάννης δεν ήταν ιδιαίτερα αναγνωρισμένος ως ποιητής, ο Μίκης συμφώνησε απόλυτα: «Εχετε δίκιο, δεν είναι τόσο αναγνωρισμένος όσο θα ’πρεπε. Και σας λέω κι αυτό: επειδή ήταν και δημοσιογράφος ο Γιάννης και το Κομμουνιστικό Κόμμα τον είχε σε υπηρεσίες παρακολούθησης, ήξερε τρομερά πράγματα, τα οποία θα βγουν τώρα για πρώτη φορά. Να το θυμηθείτε, θα γίνει μπεστ σέλερ το βιβλίο αυτό». Ας ελπίσουμε λοιπόν να βγει πράγματι κάποια στιγμή το εν λόγω άγνωστο βιβλίο, αλλά ας ξαναπάμε στους «Λιποτάχτες» τώρα. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για τον τίτλο που δόθηκε τόσο στην ποιητική συλλογή όσο και στον κύκλο τραγουδιών: σύμφωνα με τον Μίκη, όντας σε νεαρή ηλικία ο Γιάννης όταν έγραψε τα ποιήματα, η ανεμελιά του ισοδυναμούσε με «λιποταξία» απ’ τη σκληρότητα της ζωής, ίσως και από τους αγώνες.
Το πνιγηρό περιβάλλον της επαρχίας Χανίων
Σύμφωνα, όμως, με το σημείωμα στο εξώφυλλο του δίσκου 45 στροφών, οι «Λιποτάχτες» αναφέρονταν στο πνιγηρό περιβάλλον μιας επαρχίας, των Χανίων συγκεκριμένα, με το νεκρό λιμάνι και τα μικρά σοκάκια, που δεν πρόσφερε καμία διέξοδο στον Νεοέλληνα. Υπάρχει κι η άποψη του Αραβανή που μελέτησε διεξοδικά το έργο του Γιάννη Θεοδωράκη και μεταξύ άλλων υποστηρίζει πως επρόκειτο στην ουσία για έναν κύκλο ποιημάτων βαθιά αντιπολεμικό, αντιφασιστικό και, στο τέλος, ελπιδοφόρο στα όρια του δοξαστικού: επικαλείται ο Αραβανής τους στίχους «Προχώρα, καημένε/ σε λίγο ο κόσμος θα ’ναι δικός μας» και, βέβαια, το γνωστό στιχούργημα από την «Ομορφη πόλη»: «Θα γίνεις δικιά μου/ πριν έρθει η νύχτα».
Ας κλείσουμε μ’ ένα απ’ τα ποιήματα της συλλογής του Γιάννη Θεοδωράκη που δεν ευτύχησε να μελοποιηθεί από τον αδερφό του και ως εκ τούτου παρέμεινε άγνωστο. Φέρει τον τίτλο «II» από την ενότητα «Υδροκέφαλος»: «Στα ενεχυροδανειστήρια τελειώνει ο κόσμος. Μπαλωμένα ρούχα πεταμένα στα σκουπίδια, χρεόγραφα και ναφθαλίνη – ο Μηνάς χτύπησε τη γυναίκα του – μπαλωμένα πρόσωπα πεταμένα στα σκουπίδια λογαριασμοί και ντενεκέδες». Και το ποίημα «X» απ’ την ίδια ενότητα: «Ειρήνη είχα και μια γκόμενα ήτανε παχιά κι ήτανε πλύστρα/ ύστερα κέρδισε το λαχείο, με παράτησε και παντρεύτηκε κάποιον ηλεκτρολόγο. Κόψε μια φέτα ψωμί, ύστερα άλλη μισή/ κι ένα κομματάκι ακόμα ν’ αστράψω τ’ αλουμίνιο/ ρώγα ζάχαρη αηδόνα της φωτιάς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου