«Η διαδρομή αυτού του βιβλίου είχε ξεκινήσει πριν καν συνειδητοποιήσω ότι θα το γράψω» σημειώνει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης στο εισαγωγικό μέρος της ωραίας δουλειάς του. «Η συνεργασία με τον κατακτητή ήταν διαρκώς παρούσα στις προηγούμενες μελέτες μου, χωρίς όμως να λάβει ποτέ την κεντρική θέση» συνεχίζει. Η αλήθεια είναι ότι για τους μελετητές της κατοχικής περιόδου η συνεργασία με τους κατακτητές είναι πάντα εκεί, σε κάθε έκφανση της κατοχικής ζωής.
Οι μεταπολεμικές και μετεμφυλιακές συνθήκες στην Ελλάδα συνέβαλαν ώστε το θέμα της συνεργασίας και του δωσιλογισμού να αποσιωπηθεί για πολλές δεκαετίες και να ανοίξει δειλά-δειλά από τη δεκαετία του 1980, τη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα δυναμικά την πρώτη και δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα.
Το ενδιαφέρον των ερευνητών είχε ξεκινήσει με τα δικαστήρια δωσίλογων και τη μη απονομή δικαιοσύνης αρχικά για τη Θεσσαλονίκη και την εβραϊκή της κοινότητα και στη συνέχεια ευρύτερα για την Ελλάδα. Συνεχίστηκε με τις φασιστικές οργανώσεις και τις συνέχειές τους, με τη μνήμη και την αποσιώπηση, με τον αντικομμουνισμό των ταγμάτων ασφαλείας, με τον οικονομικό δωσιλογισμό. Σταδιακά, άρχισε να γίνεται διάκριση ανάμεσα στο ευρύ φάσμα της συνεργασίας και σε αυτούς που καταδικάστηκαν για δωσιλογισμό, για να διαπιστωθεί ότι είναι οι πολύ λίγοι, ενώ άρχισε και η διάκριση σε διοικητικό, οικονομικό, ιδεολογικό και ένοπλο δωσιλογισμό. Ωστόσο, οι ελλείψεις και τα ερευνητικά κενά είναι ακόμη μεγάλα, ιδιαίτερα στις κατά τόπους περιοχές, την ιταλική και βουλγαρική ζώνη κατοχής, την Κρήτη κ.ά.
Το βιβλίο του Μενέλαου Χαραλαμπίδη συνομιλεί με όλες τις προηγούμενες δουλειές.
Παρακολουθεί, ωστόσο, το φαινόμενο συνολικά για την περιοχή της Αττικής και εμπλουτίζεται με συστηματική έρευνα σε πλούσιο αρχειακό υλικό που δεν είχε διερευνηθεί μέχρι τώρα· όπως είναι το κατοχικό αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών, για το οποίο όμως, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας ξαναέκλεισε η πρόσβαση από το 2019 και μετά, ή υλικό όπως είναι, οι αποφάσεις και το ανακριτικό υλικό των Ειδικών Δικαστηρίων της Αθήνας και του Πειραιά, τα βρετανικά αρχεία, τα ΦΕΚ 1941-1944 που περιλαμβάνουν το νομοθετικό έργο των κυβερνήσεων συνεργασίας και πολλά άλλα.
Ο συγγραφέας αναπτύσσει τη μελέτη του σε τρία μέρη, πολιτική συνεργασία, οικονομική και ένοπλη, με το τρίτο μέρος του βιβλίου, που αναδεικνύεται ίσως όχι τυχαία πρώτο στον τίτλο, να είναι το εκτενέστερο και το πιο τραυματικό. Κύριο χαρακτηριστικό σε όλες τις ενότητες οι συγκρίσεις με την υπόλοιπη Ευρώπη και η ένταξη της ελληνικής ιστορίας στην ευρωπαϊκή. Όσο βυθίζεται κανείς στις σελίδες του βιβλίου διαπιστώνει ότι ο παραπάνω διαχωρισμός είναι συμβατικός, για τη διευκόλυνση του αναγνώστη, και ότι στην πραγματικότητα, οι διάφορες μορφές συνεργασίας εμπλέκονται, και η μία εξυπηρετεί την άλλη.
Βασικό επιχείρημα του ιστορικού, το οποίο τεκμηριώνεται εξαντλητικά σε όλο το βιβλίο, είναι ότι τα δεινά που προκάλεσε η ξένη κατοχή σε συνδυασμό με την κάθε μορφής συνεργασία μετέτρεψαν την αντίσταση σε παλλαϊκό δυναμικό κίνημα μετά τον πρώτο 1,5 κατοχικό χρόνο και όχι το αντίστροφο, ότι δηλαδή η βία της ένοπλης αντίστασης προκάλεσε τη βία των κατακτητών και των συνεργατών τους. Ο ιστορικός με επιμέλεια αναδεικνύει τις διαφορετικές φάσεις διακυβέρνησης των κυβερνήσεων συνεργασίας. Ο Τσολάκογλου ως ανώτερος στρατιωτικός, από την πρώτη στιγμή διαψεύστηκε ως προς τους υποτιθέμενους λόγους για τους οποίους έπρεπε να αναλάβει τη διακυβέρνηση.
Η αποτροπή του διοικητικού κατακερματισμού της χώρας και η εξασφάλιση της εδαφικής της ακεραιότητας δεν επιτεύχθηκαν ποτέ. Οι δε εκκαθαρίσεις του προπολεμικού μεταξικού μηχανισμού με στόχο την υποτιθέμενη εξυγίανση της πολιτικής και οικονομικής ζωής, στην πραγματικότητα σήμαιναν «τη φίμωση του ελληνικού λαού και την κάμψη του αντιστασιακού πνεύματος. […] […] Μέσα από την ποινικοποίηση της πολιτικής ανυπακοής του ελληνικού λαού, οι κυβερνήσεις συνεργασίας πρόσφεραν πολύτιμες υπηρεσίες τους κατακτητές».
Η ανικανότητα του Τσολάκογλου και των υπουργών του να διαχειριστούν το τεράστιο πρόβλημα του επισιτισμού ήταν το μεγαλύτερο δεινό που προκάλεσε η πρώτη κατοχική κυβέρνηση στη χώρα. Μετά την κυβέρνηση στρατιωτικών του Τσολάκογλου, ανέλαβε ο Κων. Λογοθετόπουλος, σύζυγος της ανιψιάς του στρατάρχη Βίλχελμ Λιστ, με κυβέρνηση πολιτικών και τεχνοκρατών. Στη θητεία τους έπρεπε να διαχειριστούν τη μεγάλη κρίση που προκάλεσε η προσπάθεια για την επιβολή του μέτρου της πολιτικής επιστράτευσης. Σείστηκαν στην κυριολεξία τα αστικά κέντρα από τις διαδηλώσεις τέλος Φεβρουαρίου, αρχές Μαρτίου 1943. Οργισμένα πλήθη εφορμούσαν εναντίον των ιθυνόντων. Τα ελληνικά Σώματα Ασφαλείας διατάχθηκαν πρώτη φορά να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους κατά των διαδηλωτών.
Ο ανάπηρος του αλβανικού μετώπου Διονύσης Δημακόπουλος χτυπήθηκε στα πλευρά και στην κοιλιά και απεβίωσε τη επόμενη μέρα στον Ευαγγελισμό. Η κυβέρνηση Λογοθετόπουλου με το φόβο της γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής, απέσυρε το μέτρο. Η σημαντικότερη πολιτική νίκη του ελληνικού αντιστασιακού κινήματος ήταν γεγονός. Απέναντι στη συσπειρωμένη αντίσταση του ΕΑΜ, είχε έρθει η ώρα για εκείνο το πρόσωπο που θα ένωνε το αντικομμουνιστικό μέτωπο.
Ο Ράλλης διορίστηκε πρωθυπουργός στις 7 Απριλίου 1943. Ο αντικομμουνισμός αυτής της φάσης μετατράπηκε πια σε δολοφονική μανία, δεν στόχευε μόνο στην περιθωριοποίηση και τον αποκλεισμό των κομμουνιστών όπως προπολεμικά αλλά στη συστηματική εξόντωσή τους, όπως εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας.
Αν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι Γερμανοί στηρίχθηκαν και στους ντόπιους εθνικοσοσιαλιστές για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους, στην Ελλάδα στηρίχθηκαν σε πρόσωπα της κεντρικής προπολεμικής πολιτικής και στρατιωτικής ζωής με πολιτικό θεμέλιο της συνεργασίας τον αντικομμουνισμό, επισημαίνει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Θα έλεγε κανείς ωστόσο ότι οι άνθρωποι αυτοί υιοθέτησαν τη ναζιστική ιδεολογία και πολιτική πολύ εύκολα και χωρίς κανένα ενδοιασμό, τόσο στην αντικομουνιστική όσο και στη φυλετική της εκδοχή.
Το καθεστώς της «Ελληνικής πολιτείας» ήταν ένα καθεστώς που αποδεχόταν, επικροτούσε και υιοθετούσε τη ναζιστική νέα τάξη. Άλλωστε τα οικονομικά διακυβεύματα ήταν μεγάλα, όπως αποδεικνύεται στην ενότητα του βιβλίου για την οικονομική συνεργασία. Αναδύεται το πώς στις ειδικές συνθήκες της κατοχής, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού υπέφερε οικονομικά, πέθαινε από την πείνα και απαξίωνε την εργασία του, ενώ ένα άλλο πλήθος ανθρώπων αποκόμιζε κέρδος αξιοποιώντας τις νέες ανάγκες που είχαν δημιουργηθεί, σε συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής.
Εκείνοι που κερδοσκοπούσαν ήταν οι παραδοσιακές ελίτ, οι εκπρόσωποι των παραδοσιακών κλάδων της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή (αυτοί που δεν συνεργάστηκαν, φυτοζωούσαν ή καταστράφηκαν), πολιτικοί μηχανικοί και εργολάβοι που αναλάμβαναν έργα για τους κατακτητές αλλά και έμποροι που λειτούργησαν ως προμηθευτές του στρατού κατοχής. Δίπλα σε όλους αυτούς φτωχοδιάβολοι και περιθωριακοί, συνεργάζονταν, κερδοσκοπούσαν και ανελίσσονταν κοινωνικά. Την ίδια στιγμή που πέθαιναν εκατοντάδες χιλιάδες από την πείνα «η πώληση 350.000 ακινήτων αφορούσε και συνεπώς επηρέασε τις ζωές εκατοντάδων χιλιάδων οικογενειών ή περίπου ενάμιση εκατομμύριο ανθρώπων.
Σύμφωνα με εκτίμηση της εποχής, η έκταση των πωλήσεων δημιουργούσε τεράστιο κοινωνικό ζήτημα με πολύ ευρύτερες προεκτάσεις από τη στενή ερμηνεία που έδιναν οι δικαστές στο έγκλημα της οικονομικής συνεργασίας. Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τις πραγματικές αιτίες που δίχασαν την ελληνική κοινωνία και συγκρότησαν τα δύο κοινωνικά και πολιτικά στρατόπεδα που συγκρούστηκαν στους δρόμους της Αθήνας τον τελευταίο χρόνο της κατοχής και τον Δεκέμβριο του 1944 και στην ορεινή Ελλάδα στα χρόνια του Εμφυλίου πολέμου, τότε θα πρέπει να τις εντοπίσουμε στην άνιση και βίαιη ανακατανομή του πλούτου κυρίως των πρώτο ενάμιση χρόνο της κατοχής.
Η συνεργασία με τον κατακτητή είχε διχάσει την ελληνική κοινωνία πολύ προτού δημιουργηθούν τα τάγματα ασφαλείας». «Μέσα από τις μαζικές αγορές ακινήτων οι τεράστιες ανισότητες που δημιουργήθηκαν στα χρόνια της κατοχής παγιώθηκαν στον χρόνο. […] Μετά το τέλος της κατοχής και στην αυγή μιας καινούργιας αρχής, δεν ξεκίνησαν όλοι από την ίδια αφετηρία» επισημαίνει ο συγγραφέας.
Η καταστολή κάθε ανυπακοής και αντίστασης, κάθε διεκδίκησης επιβίωσης στην πραγματικότητα, απαιτούσε βία και θάνατο. Στην ενότητα για την ένοπλη συνεργασία ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης μας μυεί αρχικά στον κόσμο των κατασκοπικών δικτύων, των ελληνικών φασιστικών οργανώσεων, των Ελλήνων που συμμετείχαν στη Βέρμαχτ και στα SS, μας βυθίζει στον εφιαλτικό κόσμο των βασανιστηρίων της οδού Μέρλιν, φέρνει αντιμέτωπο τον αναγνώστη με τις διώξεις των Εβραίων της Αθήνας και τον υπόκοσμο των καζίνο, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησε ο Ανδρέας Βενιανάκης για τα καζίνο στη Θεσσαλονίκη.
Ο Βαγγέλης Βασιλάτος, φοιτητής της Νομικής και γραμματέας της ΕΠΟΝ Νέου Κόσμου τον Ιούνιο του 1944, συνελήφθη από Έλληνες χωροφύλακες της εθνικής Ασφάλειας και παραδόθηκε στα Ες Ες της οδού Μέρλιν. Βασανίστηκε από τον Ιάσονα Μανδηλάρη.
Αφηγείται για κάποια λίγα λεπτά ανάπαυλας από τα φρικτά βασανιστήρια: «Άκουγα την κίνηση του δρόμου, ένιωθα σαν να ακούγεται από μακριά κάποια γλυκιά μουσική και ένα σωρό απίθανες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου. Με κατέλαβε μια λύπη. Είμαι 17,5 χρονών σκέφτηκα […] είμαι κρεμασμένος, πονάω φοβερά, ίσως πεθάνω… Πάλι συνερχόμουνα. Όχι έλεγα, δεν πρέπει να πω τίποτε. Αν άνοιγα το στόμα μου, δεν ξέρω και εγώ πόσοι άνθρωποι θα μπορούσε να είχανε χάσει τη ζωή τους». Για την αντίπερα όχθη, ο Κώστας Καραχάλιος, δημοσιογράφος, σημείωνε: «οι χαρακτήρες ρευστοποιήθηκαν. Νερουλιάσανε.
Οι άνθρωποι που πατάνε σε πτώματα για να πλουτίσουν απεκαλύφθησαν. Συνεργάζονται με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς τη νύχτα και υποδεικνύουν σπίτια πατριωτών πιπιλίζοντας χάιλ Χίτλερ […]. Βασιλικότεροι του βασιλέως αποδείχθηκαν και οι άνδρες των ελληνικών σωμάτων ασφαλείας στην πλειοψηφία τους (όσοι διαφοροποιήθηκαν το πλήρωσαν με τη ζωή τους) και την ανατομία τους επιχειρεί ο συγγραφέας σε αυτήν την ίδια τρίτη ενότητα. Η Ελληνική Χωροφυλακή μετά την επίθεση ενάντια στους διαδηλωτές της πολιτικής επιστράτευσης το 1943 και μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών τον Σεπτέμβριο του 1943 και το πέρασμα της χώρας ολόκληρης στη γερμανική διοίκηση, μεταμορφώθηκε σε εξάρτημα του γερμανικού στρατού ταυτόχρονα με το Μηχανοκίνητο Τμήμα της Αστυνομίας Πόλεων, σε αντίθεση με το σύνολο της Αστυνομίας Πόλεων που δεν συμμετείχε στις διώξεις των κομμουνιστών. Οι 6.000 πολιτικοί κρατούμενοι αυτού του διαστήματος μόνο σε Αθήνα και Πειραιά, συγκριτικά με τους 2.000 της Μεταξικής δικτατορίας πανελλαδικά, αναδεικνύει το πρόβλημα. Χώροι, όπως το ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα ή το ξενοδοχείο «Κρυστάλ» και διάφοροι άλλοι, μετατράπηκαν σε απολύτως ακατάλληλους χώρους εγκλεισμού και βασανισμού, ενώ οι ειδικές ομάδες κρούσης του Γιαννάκου στον Πειραιά και του Παρθενίου στην Αθήνα σκορπούσαν τον τρόμο και τον θάνατο αδιακρίτως και χωρίς κανένα όριο.
Η ελληνική χωροφυλακή αρχικά τροφοδοτούσε τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα, στη συνέχεια τα ελληνικά εκτελεστικά αποσπάσματα. Συμπληρωματικά στα σώματα ασφαλείας δημιουργήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας ως περισσότερο αξιόπιστα και έμπιστα τον Γερμανών. «Στην περίπτωση της Αθήνας και της νότιας Ελλάδας γενικότερα, η συγκρότησή τους πραγματοποιήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση συνεργατών και συνδέθηκε με το μοναδικό τμήμα του ελληνικού στρατού που δεν είχε διαλυθεί, την τιμητική φρουρά του αγνώστου στρατιώτη. Η επίσημη ονομασία τους ήταν Ευζωνικά Τάγματα Ασφαλείας Αθηνών και έφεραν τη στολή του εύζωνα» εξηγεί ο Μ. Χαραλαμπίδης. Κατατάχθηκαν σε αυτά φτωχοί πολίτες, κοινοί εγκληματίες, αντικομμουνιστές και επιδόθηκαν μαζί με τους υπόλοιπους στο έργο τους.
Με αυτό το έργο τους κλείνει η ενότητα, με ένα λεπτομερές οδυνηρό οδοιπορικό στα μπλόκα στην Αττική. Αντιστασιακοί ανάπηροι του ελληνοϊταλικού πολέμου ήταν τα θύματα του πρώτου μπλόκου, Κοκκινιά, Καλογρέζα, Ταμπούρια, Δουργούτι, Δάφνη, Άνω Νέα Σμύρνη και πάλι Κοκκινιά. Η απονομή δικαιοσύνης μετά την Απελευθέρωση για όλα αυτά είναι ένα ζήτημα που διατρέχει όλο το βιβλίο. Εύγλωττα αναδεικνύεται ότι στο πλαίσιο της διασφάλισης της συνέχειας των προπολεμικών κρατικών μηχανισμών και της διαμόρφωσης ενός αντικομμουνιστικού μεταπολεμικού κόσμου, η Δικαιοσύνη «υποβάθμισε» σταδιακά το ηθικό στίγμα του δωσιλογισμού, «περιόρισε» τον αριθμό των δωσιλόγων και επιχείρησε τον συμψηφισμό των θυμάτων των κατακτητών και των συνεργατών τους με τα θύματα των «εξωδικαστικών» εκκαθαρίσεων του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και της αντεκδίκησης της Αντίστασης. Επιχείρησε, επίσης, την εξομοίωση της συνειδητής συνεργασίας με τον κατακτητή με τη συστράτευση και συμπόρευση Ελλήνων αντιστασιακών με επαναστάτες «παλαιών» εθνικών εχθρών απέναντι στο φασιστικό μέτωπο.
Στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου σημειώνει ο συγγραφέας «Πέρα από το κράτος, την πολιτική και την οικονομία, [τα οποία σημάδεψε μέχρι σήμερα, η συνεργασία με τον κατακτητή στα χρόνια του β΄ παγκοσμίου πολέμου], το βαθύτερο και πλέον επίμονο σημάδι […] έχει χαραχθεί στη μνήμη της ελληνικής κοινωνίας. Και αν το κοιτάξουμε καλά αυτό το σημάδι, θα διακρίνουμε πάνω του να σχηματίζεται η λέξη αδικία». Αυτήν ακριβώς την αδικία προσπαθεί να αποκαταστήσει με την ενδελεχή δουλειά του ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης και τον ευχαριστούμε πολύ για αυτό.
*Η Μαρία Καβάλα είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου