31.3.24

«Τα αγάλματα του νερού», της Φλερ Γιέγκυ


Αλέξανδρος Στεργιόπουλος 
Και θα δεις καθρέφτες να τρεμοπαίζουν. Μια φράση από το πουθενά, έτσι ξαφνικά, όπως τα καθημερινά ταξίδια δίχως πυξίδα. Εκεί που πατάς, πονάς. Το τσιμέντο, η άσφαλτος, το χώμα, δεν έχουν γλώσσα, μόνο άπληστα χέρια. Και σε τραβάνε, σε τραβάνε και τα σημάδια σου ζητάνε. Κάπου όμως υπάρχει μια χορδή που λυγίζει, ελίσσεται, πέφτει, σηκώνεται και κολυμπά στην ασημένια θάλασσα. Δεν είναι μόνη. Όταν ξεκουράζεται, το σώμα είναι ένα. Όταν δέχεται το φύσημα, τα αναρίθμητα μάτια τρεμουλιάζουν και το παγωμένο φως λιώνουν. Εκεί θέλουν τα πόδια να πάνε και δεν υπακούνε στο μυαλό και στην καρδιά. Η θέληση και το πείσμα επικρατούν. Το σώμα δεν ξεχνά το κέρμα και η βραδινή πορεία ξεκινά. Ο τερματισμός σταθερός και η αφετηρία αβέβαιη. Ο κορμός χαμηλώνει, ακουμπά το έδαφος και από το χέρι που σταυρώνει φεύγει το νόμισμα. Το ασήμι συναντά το ασήμι και τότε ο καθρέφτης γίνεται χίλια κομμάτια, δεν σπάει, απλά χαλαρώνει υπερβολικά και αφήνει τα νήματα να φανούν στο φως του φεγγαριού. Και τότε βλέπεις ότι τα νήματα είναι ελεύθερα μαλλιά, δάκρυα και ξεχασμένες ηλιακές ακτίνες. Τότε, το νερό γίνεται διάφανο πέρασμα για τους ξεχασμένους κήπους, για τις αποθήκες των συλλεκτών, αυτών που φροντίζουν «Τα αγάλματα του νερού» (Εκδόσεις Αγρα).
 Η Φλερ Γιέγκυ είναι σπουδαία. Ο ενθουσιασμός και το απόλυτο της κρίσης μας οφείλεται στον λόγο της. Διαβάζοντας το βιβλίο της νιώθεις το βάρος των λέξεων, τη ζωντάνια των εικόνων και το άναρχο πνεύμα που διαπερνά την αφήγηση. Το σουρεαλιστικό, λυρικό πνεύμα συναντά την εξπρεσιονιστική έκφραση. Κι αν θέλετε κάτι πιο άμεσα αναγνωρίσιμο, σκεφτείτε τη «Νοσταλγία» του Ταρκόφσκι. Φέρτε στο μυαλό σας τη σκηνή που ο ήρωας, o Αντρέι, μπαίνει σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι και το νερό, τα αποτυπώματά του, έχει διαμορφώσει, διαμορφώνει, τον χώρο. Εκεί θα μπορούσε να βρίσκεται και η Γιέγκυ. Οι λέξεις της εισχωρούν στην ιστορία του μυαλού με ηρεμία και με μια βουβή μανία την ίδια στιγμή. Και κάπως έτσι ανατρέπει τα πάντα. Ποιητικό αφήγημα, θεατρική πράξη, σύντομη ιστορία, μαγική νουβέλα… Δεν μπορείς να κατατάξεις αβασάνιστα τη συγγραφέα, τις προθέσεις και τις δημιουργίες της. Το ύφος τα λέει όλα και όλα τ’ αφήνει ελεύθερα. Εδώ λέει κάνεις αντίο στο καθετί, σε κάτι τέτοια μέρη θα λεγε κανείς πώς ό,τι μέλλει ακόμα στ’ αλήθεια να συμβεί είναι ήδη παρελθόν. Το Ομπερλαντ της Βέρνης χτυπάει στα μηνίγγια μου. […] Σε κάποιο σημείο της πλάσης υπάρχω, ίδιος μ’ αυτούς, καμιά φορά δεν διακρίνω πια το θυμό που με κυριεύει από την ειρήνη που έχω επιβάλει στον εαυτό μου. [σ. 91] 
 Το έργο αυτό ασχολείται με τους διάφορους συγγενείς, υπηρέτες και φίλους του Μπήκλαμ, ενός πλούσιου ερημίτη που διατηρεί αγάλματα στο πλημμυρισμένο υπόγειο της έπαυλης του, εκεί που οι αναμνήσεις τρεμοπαίζουν στο αμυδρό φως και τα νερά κυλούν στη θάλασσα. Η Γιέγκυ ακολουθεί τα κιτρινισμένα ίχνη του χρόνου, αυτά που μένουν, επιμένουν και πιάνονται από το σκουριασμένο τους «εγώ». Η Γιέγκυ ξέρει ότι υπάρχει ζωή πριν τη ζωή, σε καθετί, και επιστρέφει και συνεχίζει να εξερευνά. Στο οπισθόφυλλο της έκδοσης γίνεται λόγος για «αλήτικη φαντασία» και είναι αυτή που μένει άπιαστη και σίγουρη για το αλαζονικό της γέλιο. Αυτή είναι η γραφή της Γιέγκυ και είναι σπουδαία, σαγηνευτική. Ακόμα μια τελευταία φλόγα έπεσε και μια πνοή παγωμένου αέρα άνοιξε αργά την πόρτα, σαν να ήταν χέρι, αποκαλύπτοντας μιαν αυγή φωτερή και απαίσια. [σ.54]. Η ψύχραιμη και στο ύφος που πρέπει μετάφραση ανήκει στον Σταύρο Παπασταύρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: