30.3.24

Γιώργος Μπλάνας, Ποιήματα


ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑΞΕ ΕΞΩ: ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
Οι νεκροί κοιτάζουν τους ζωντανούς πίσω από τζάµι θολό·
θλιμμένοι, σφίγγοντας στα βουρκωμένα χέρια τους ό,τι
πρόλαβαν να πάρουν µαζί τους. Κάπου-κάπου, κάποιον
αναγνωρίζουν κι η καρδιά τους χτυπά. Ανοίγουν το χέρι και
ψάχνουν: µια χάντρα κόκκινη, ένα φτηνό σταυρουδάκι, µια
πολύχρωµη κλωστή. Κοιτάζουν λίγο τα δάχτυλά τους –πώς
έγιναν τρυφερά µε τον χρόνο– κι ύστερα γυρίζουν και χάνονται,
σφίγγοντας στα βουρκωμένα χέρια τους ό,τι ακριβότερο
πρόλαβαν να πάρουν µαζί τους.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΠΟΥΓΑ∆Α ΑΠΛΩΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑ∆ΕΙΣΟΥ
Οι ποιητές κοιμούνται σαν πουλιά μέσα στην αίσια γαλήνη των
δασών. Το χιόνι απλώνει τα µαλιά του στα ξύλινα µάτια τους,
η βροχή μουλιάζει την καρδιά τους κι ο ήλιος στεγνώνει τις
σκέψεις τους στα ξέφωτα. Αργούτσικα το απόγευμα, ένας
γαλάζιος παππούλης μαζεύει στίχους, διπλώνοντάς τους, σαν
κατάλευκα σεντόνια.

ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΕΙΝΑΙ: ΕΓΩ
Θα είναι εκεί. Κι όταν τα θρύψαλα της λιγοστής ζωής µου
ηχήσουν σαν κρύσταλλα κιτρινισμένα σε χαμένες αίθουσες
παράταιρων ονείρων —πέφτοντας στα καθαρά πλακάκια του
λουτρού εγώ, µε την απελπισία της δύσκαμπτης σάρκας— θα µε
κοιτάζει βουρκωμένος.

Θα είναι εκεί. Κι όταν ο άνεμος της δυστυχίας θα σαρώνει ό,τι
απέμεινε από µένα: οι γκρίνιες µου, τα όνειρά µου τ’ ανέκδοτα,
κουσούρικα ποιήματά µου —µπλεγμένος σ’ έναν δαίδαλο
χοντρών νοσοκόμων, σωλήνων, καθετήρων, εγώ, µε το θράσος
µιας παράλογης κατάφασης για την ζωή— θα µε κοιτάζει
δακρυσμένος.

Θα είναι εκεί. Κι όταν πια δεν θα μείνει απ’ την ασήμαντη
ζωή µου παρά δυο στάλες ιδρώτας στα μέτωπα των τελευταίων
συνοδών µου —βαρύς, σχεδόν ασήκωτος όπως πάντα εγώ,
γεμίζοντας το στεγνό µου στόμα µε το χώμα που γέμισε τα
στόματα χιλιάδων άλλων πριν από µένα, το ίδιο ξερό, ασήμαντο
χώμα— θα µε κοιτάζει µε φρίκη.

Θα είναι εκεί. Μα ούτ’ ένας να του πιάσει το χέρι ούτ’ ένας να
σκεφτεί πόσο αφόρητα µοιάζει σ’ εκείνη την παλιά
φωτογραφία, όπου ο νεκρός πατέρας µου κρατά απ’ το χέρι τον
µικρό του γιο.

Σε φοβάμαι! Πού να στηρίξω τη δύναμή σου; Αν
μπορούσα να κοιτάξω το πρόσωπό σου, όπως
κοιτάζω την αναπόφευκτη παρουσία ενός βουνού:
γαλήνιος, παραδομένος σ’ ό,τι σώζει το βλέμμα
µου απ’ την πείνα των αποστάσεων, θα μπορούσα
να φοβηθώ τον θάνατο, θα μπορούσα να πονέσω:
βέβαιος για το πάθος ζωής που µε κοιτάζει τώρα,
γλείφοντας τ’ αρπακτικά του χείλη.

EIS AIONA TUI SUM O MEA VITA
Ό,τι έχει το χρώμα της θάλασσας σου μοιάζει.
Ακολουθούν: τα νησιά,
με το πράσινο τρίχωμα των βράχων να σαλεύει στο βυθό,
οι ακρογιαλιές, πιο πέρα τα δέντρα βουβά
στις ποδιές των βουνών
κι ακόμα μακρύτερα οι πόλεις
ξαπλωμένες σαν γιγάντια γατιά στις απλωσιές:
δρόμοι, πλατείες, σπίτια, δωμάτια, κρεβάτια, εσύ
να κοιμάσαι μέσα σε θύελλες σεντονιών
κι ο ύπνος σου: διάφανο βότσαλο στο δέρμα των νερών.

Δεν υπάρχουν σχόλια: