10.8.23

Χρήστος Οικονόμου «Πες της», εκδόσεις Πόλις, 2023


Τιτίκα Δημητρούλια  

Μια ανώνυμη κούριερ διατρέχει απ’ άκρου εις άκρον έναν κόσμο μετέωρο, που κρατά την ανάσα του. Συστήνεται ως κούριερ κι όχι ταχυμεταφορέας, γιατί είναι μεγάλη λέξη και προφέροντάς την θα έχανε χρόνο από τις παραδόσεις και τα αφεντικά της λεφτά από τις τσέπες τους. Είναι γυναίκα, μια κι όχι ένα κούριερ, ούτε κουριέρα, ούτε κουριερίνα ή κουριερού, γιατί η γλώσσα διαλέγει κι υπερασπίζεται τις λέξεις της. Παίρνει και δίνει δέματα, δώρα πτερόεντα της αγίας κατανάλωσης, που της ανοίγουν όλες

τις πόρτες. Αφουγκράζεται τον δρόμο, γίνεται δρόμος, κρατάει σημειώσεις στον νου και το χαρτί για τα ορατά και τ’ αόρατα γύρω της. Δυο προτάσεις δίνουν τον ρυθμό στο βήμα και τις σκέψεις της: «πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω». Αινιγματικές ως λίγο πριν από το τέλος της αφήγησης. Λόγια μιας πονεμένης μικρής σε μια ακόμη πιο πονεμένη γιαγιά στο κατώφλι του θανάτου. Αλλά η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, ακόμα και μέσα στο βαθύτερο σκότος, και αντιμετωπίζει, μόνη αυτή, στα ίσα τον πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων. Η κούριερ είναι μια πονεμένη γυναίκα με αγάπη στην καρδιά της, όπως κι αν κοιτάζει τους ανθρώπους αντίκρυ της κι όπως κι αν την κοιτάζουν. Χωρομετρεί τον κόσμο τον οποίο περιέρχεται και ετάζει καρδίας και νεφρούς, της φανερώνονται σε μια ματιά, μια κουβέντα, μια κίνηση και την έλλειψή της. Της γριάς που δέχεται ασμένως να είναι δεμένη στην καρέκλα, για να μη φεύγει κι εκθέτει, λόγω άνοιας, τα παιδιά της. Του φιλόσοφου τρελοκαπελά και του αλουμινοπόδαρου που τρώει της χρονιάς του, ενώ κάνει ερωτική εξομολόγηση στην καλή του. Του ηλικιωμένου ζευγαριού που διπλώνει χορευτικά σεντόνια και του πατέρα που βάζει κάμερα στον τάφο του σκοτωμένου γιου του γιατί τον βανδαλίζουν, των μαύρων που παίζουν με έναν κόκορα που καταλήγει στο κεφάλι της, του νεαρού που στέλνει δώρα στην κορεάτισσα γειτόνισσά του, το δροσερό κρινάκι πλάι στον ωκεανό, του άλλου που ακούει το Stumbleine και του κάνει παρέα, μία, δύο φορές, κι ύστερα τον βλέπει στον ύπνο της. Πλάσματα άχρωμα, τρομακτικά, αστεία, δυστυχισμένα, φοβισμένα, μοναξιασμένα, τρελαμένα, καρτερικά, που κλαίνε, ουρλιάζουν, την βρίζουν ή την φιλεύουν, της ζητούν όλα τα πιθανά και τα απίθανα, σωπαίνουν ή της διηγούνται ιστορίες για τόπους κοντινούς και μακρινούς, όνειρα κι εφιάλτες. Κι εκείνη τις λέει στη Λένα, την κομμώτρια με τα μαγικά χέρια, τη φίλη της, και κοιτάζουν μαζί το φεγγάρι τις νύχτες, που δεν μοιάζει με κουραμπιέ. Και σκαν στα γέλια, με συνωμοτικότητα αλλά και τρυφεράδα, για όλους αυτούς που οι ιστορίες της κούριερ φέρνουν στο πλάι τους. Κι ύστερα πάλι ο δρόμος, από την αρχή, τα βλέμματα, οι κουβέντες, οι σιωπές, τα κοτσύφια και οι τσαλαπετεινοί, η θάλασσα αρυτίδωτη, το γαλανόλευκο χιόνι, οι σκέψεις για τον πόνο και τις δοκιμές της νάρκης του κι αυτό που είναι κι αξίζει να είναι ο άνθρωπος. Τα ονόματα των δρόμων και των ανθρώπων που χωρίζουν σε κομμάτια το παζλ της ιστορίας, η επωδός που επικαλείται το θαύμα, η μουσική του λόγου και η άλλη που ξεπηδάει κι ενώνεται μαζί της. Και η μεγάλη χωρομέτρης, χωρίς πρόσωπο, σχεδιασμένη με σκέψεις και λόγια, δικά της και των άλλων, και βλέμματα κυρίως και χειρονομίες, πλάι στην Λένα, μαζί με την Λένα, γιατί δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τη μοναξιά, με ή χωρίς βατραχοπέδιλα, να επιμένει να κουβαλάει τα πτερόεντα δώρα της, ακόμη κι αυτά του θανάτου, σ’ αυτόν τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα. 

Θραύσματα και μικροαφηγήσεις

 Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, «Η γυναίκα στα κάγκελα», δοκιμάζοντας τη μεγαλύτερη φόρμα, ο Χρήστος Οικονόμου αξιοποιεί το θραύσμα, τις μικροαφηγήσεις, για να μιλήσει για το όλον, τη σύγχρονη ελληνική (και όχι μόνο) συνθήκη, τη φτώχεια, τη μοναξιά, την ψευδαίσθηση και την παραίσθηση, τα χαμένα όνειρα, τις μικρές και τις μεγάλες προδοσίες, τις ματαιώσεις και τους λεονταρισμούς, τις καταρρεύσεις και τις μικρές καθημερινές αναστάσεις. Μιλάει και πάλι για τον σημερινό, καθημερινό άνθρωπο, την απελπισία και τις διαψεύσεις του, τους πόθους και τη συντριβή του, για τη ζωή που είναι μαζί τραγική κι αστεία, πολύ αστεία. Οι δυο της όψεις ορίζουν το μεγαλείο της και το μεγαλείο αυτό χωράει τα φυσικά και τα μεταφυσικά, τα υπαρκτά και τα ανύπαρκτα, αλλά όχι τα ανυπόστατα, όπως το κακό. Μιλάει για το σύμπαν και τον άνθρωπο μες στη μέση του, για όσα τον ορίζουν κι όσα τον ξεπερνάνε. Απέναντι στον κόσμο, η γραφή που τον (ανα)δημιουργεί. Η κούριερ γράφει τον κόσμο, αποφασίζει τι θα πουν και τι θα κρύψουν οι ιστορίες της. Είναι βλέμμα, λοξό, ειρωνικό, ερωτηματικό, συμπονετικό, παρηγορητικό. Είναι φωνή, λόγος ορμητικός προς εαυτόν και προς τους οικείους, μετρημένος, συγκρατημένος προς τους άλλους, που όμως δεν είναι ποτέ ξένοι. Είναι σιωπή, της έκπληξης, του μυστικού, του δέους. Η ιστορία της είναι μια ιστορία δρόμου, που φλερτάρει με την κινηματογραφική εικόνα και με το θεατρικό μονόπρακτο. Εκδιπλώνεται σαν παζλ και σαν μαγικό ξόρκι, σαν τραγούδι με σολαρίσματα και ριφάκια και σαν προσευχή. Τεντώνουν τα σκοινιά του ρεαλισμού, τρίζουν, πάνε να σπάσουν, μετά λασκάρουν, και πάλι από την αρχή, έως ότου ακούγεται τελικά το απειλητικό και σωτήριο κρακ κι όλα ξαναρχίζουν, ίδια και διαφορετικά. 

Ρεαλισμός μπολιασμένος 

Ο ρεαλισμός αυτός είναι ποιητικός, έρρυθμος, μπολιασμένος όχι απλώς με τα τερτίπια αλλά με τη ματιά του μοντερνισμού, που δέχεται την ύπαρξη του κόσμου και την αδυναμία μας να τον διαβάσουμε ολόκληρο. Ένας ρεαλισμός που δέχεται τα κάτοπτρα και τις αντανακλάσεις αλλά και την εικόνα που παραμένει· που ενσωματώνει, του χιούμορ συνεπικουρούντος, τη θέρμη του αισθήματος σε θερμοκρασίες που αποκλείουν την αισθηματολογία· που πατάει γερά σε μια γλώσσα ακονισμένη, λεπτοδουλεμένη για κάθε πρόσωπο και κάθε ιστορία, για κάθε σκέψη και κάθε περιγραφή ξεχωριστά. Όλα αυτά δεν τα σκεφτόμουν φυσικά όταν πρωτοδιάβασα μονορούφι το κείμενο, ήρθαν μετά. Σκεφτόμουν όμως τα Φτερά του έρωτα του Βιμ Βέντερς, ίσως γιατί απ’ την αρχή φαντάστηκα το αερικό αυτό, όπως χαρακτηρίζεται στο αυτί του βιβλίου, ως άγγελο, έναν αλλόκοτο εξάγγελο - προστάτη σε μιαν εξίσου αλλόκοτη εποχή. Σκεφτόμουν επίσης πόσο μεγάλος συγγραφέας είναι ο Οικονόμου και πόσα ακόμη έχει να μας πει για τον κόσμο μας. Κι ένιωθα μια πίστη να με κατακλύζει. Σαν αυτή που αναβλύζει μυστικά μες από τις σελίδες της νουβέλας του. 

https://www.epohi.gr/article/46508/ena-aeriko-se-enan-kosmo-meteoro 

Δεν υπάρχουν σχόλια: