Ω, αν μόνο κάποτε έρθει ο καιρός,
η μόνωση πλησίον μιας παραλίας μακρινής
να πληροί όλα τα φοβερά κενά της ζωής
και των νυχτών της, όλους τους αγώνες
με το Aγνωστο και το Μαύρο, – τούτο μόνο
θ’ αρκούσε, όλα να ’ταν λυμένα
τα μυστήρια τ’ αγωνιώδη.
Αν μόνο η θέα ολοσκέπαστου ουρανού
του φθινοπώρου, που δίνει νέα διαφάνεια
στα βότσαλα της θαλάσσης,
(εκείνη την ανοιχτή πράσινη των ματιών της Νεράιδας)
έφθανε να καλύψει τη ζωή στο σύνολό της,
– ετούτο μόνο, θα ’ταν κιόλας ευτυχία.
Όταν μια σου στιγμή,
άνθρωπε, που ’χεις ξεφύγει το πλέγμα των θορύβων,
αισθανθείς άυλος πια και κατασταλαγμένος,
– τούτο, αν ήσουν βέβαιος πως θα ’ταν και το διαρκές.
πώς σε μιαν ώρα μέσα, στο πλευρό σου
δεν θα βρισκόταν η Σειρήνα, να σου ταράξει
τη διαφάνεια των βοτσάλων, – και τούτο μόνο
θα ’ταν κιόλας η ευτυχία.
Αλλά έρχεται ήδη η φωνή της, από Βορρά, από Νότου,
από Ανατολικά κι από Δυσμών. Βουάνε
όλοι οι ορίζοντες από δαύτη. Έρχεται ολούθε
με την ουσία της βροχής ή των ανέμων. Με τους αφρούς
των κυμάτων. Το σύμπαν, κι η ψυχή του ανθρώπου,
είναι γεμάτα απ’ αυτή τη φωνή. Ας έρθει. Δεν είναι ακόμη
ερχόμενος ο καιρός του Θανάτου.
(περ. “Πρωτοπορία“, τ. 1, χρ. Β΄, Ιαν. 1930)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου