17.8.23

Χαραγματιές σε σχετικά μεγάλο βάθος – γράφει η Μάνια Μεζίτη


Χαραγματιές σε σχετικά μεγάλο βάθος
–Μια προσωπική προσέγγιση–

Κώστας Θ. Ριζάκης – Γιώργος Δελιόπουλος, κατά ανεφίκτου γλυφές, 1. της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις, εκδ. ΑΩ, Θεσσαλονίκη 2022.

Πρόκειται για συλλογή τριάντα ποιημάτων γραμμένη από κοινού και συγχρόνως χωριστά από τον Κώστα Θ. Ριζάκη και τον Γιώργο Δελιόπουλο. Περιλαμβάνει συνολικά τριάντα ποιήματα: δεκαπέντε του ενός και δεκαπέντε του άλλου. Η πρώτη δεκαπεντάδα, αυτή του Κώστα Θ. Ριζάκη, τιτλοφορείται «στο τσακ των αμυγδάλων» και η δεύτερη, του Γιώργου Δελιόπουλου, «γυναίκα θάλασσα γυμνή».

Στον ενιαίο τίτλο της συλλογής κατά ανεφίκτου γλυφές, 1 / της γυναικός τριάντα παγιδεύσεις τα ποιήματα μετονομάζονται σε «παγιδεύσεις». Γιατί άραγε; Μήπως ο τίτλος υπαινίσσεται το «άπιαστο της γυναικός» και την προσπάθεια των ποιητών να την «παγιδεύσουν» μέσα στην ποίησή τους; Ας επιλέξουμε να προσδώσουμε θετικό πρόσημο στη λέξη «παγιδεύω», κάτι λιγότερο τρομαχτικό από το «αποκλείω κάποιον σε περιορισμένο χώρο». Ας υποθέσουμε πως οι ποιητές επιδιώκουν να τις παγιδεύσουν στον συλλογισμό τους, ώστε να τις διατηρήσουν στη μνήμη τους για πάντα. (Ακόμα κι έτσι, εμένα τρομαχτικό μού φαίνεται.)

Η απόπειρα της συγγραφής από κοινού αποτελεί ομολογουμένως δύσκολο εγχείρημα. Οπωσδήποτε χρειάζεται συνεννόηση, σίγουρα όχι συνένωση του ύφους και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, αλλά από κοινού προσπάθεια να βαδίσουν οι γράφοντες από διαφορετικά μονοπάτια ο καθένας σε έναν τόπο που να ανήκει και στους δύο. Δεν αρκεί μόνο το θέμα. Χρειάζεται και μια παραπάνω «ομοιότητα», βαθύτερη, πιο ψυχική, πιο εσωτερική. Χρειάζεται μια μεταξύ τους σύνδεση που μοιάζει να τη διαθέτουν και να την αποτυπώνουν στο χαρτί. Οι δύο ποιητές καταφέρνουν να συντονιστούν μέσα από τη διαφορετικότητά τους. Πολλές φορές τα ποιήματά τους συνδιαλέγονται άτυπα μεταξύ τους. Παραδείγματος χάρη, ο Ριζάκης στο ποίημα «η άγρυπνος μπομπονιέρα» γράφει: κτυπάς· σε βροντερόν ξεγύμνωμα νά πάλιν τσίτσιδη νοός / κ’ η γριά ηχώ χαράμι οι αλυσίδες χαλάλι τόσα κρεμαστά / λιλιά παλαιά φθορές λαιμού στοχεύουν; αμή τα περσικά / χαλιά; και η σούμα όσων πινάκων; στο φεγγερόν μεσο- / πολύφωτου την γύμνια ποιου θ’ αντανακλάς ποιου / πόνημα ο καθρέφτης; Και ο Δελιόπουλος στο ποίημα «άδεια η τσάντα»: μαύρη τρύπα, στην τσάντα ψάχνω τη φυγή // ήταν γεμάτη κάποτε κοσμήματα, κειμήλια της άνοιξης / των δεκαοχτώ μου χρόνων – και μ’ ένα κρύσταλλο / κορμί πριν θήκες το χαράξουν // […] // τώρα στο κρεβάτι πεταμένη, ούτε καθρεφτάκια έχει/ ούτε καλλωπιστικά – σκόρπιες μόνο αποδείξεις και / χαρτιά τσαλακωμένα. Τόσο ο ένας, όσο και ο άλλος προσεγγίζουν τη γυμνότητα της ύπαρξης μέσα από τον φθαρτό υλικό κόσμο, καθώς και μέσα από την αντανάκλαση του ειδώλου στον καθρέφτη, ένα ούτως ή άλλως αγαπημένο σημαίνον των ποιητών και των καλλιτεχνών εν γένει, που συνήθως συμβολίζει την προσπάθεια αναγνώρισης του πραγματικού, του βαθύτερου εαυτού. Αν πιστέψουμε τον Σέλλεϋ, που ισχυρίστηκε ότι οι ποιητές όλων των εποχών έλαβαν μέρος στη συγγραφή ενός Μεγάλου Ποιήματος αενάως και εν εξελίξει, τότε σίγουρα δεν θα προβληματιστούμε να εντοπίσουμε τη σύνδεση μεταξύ Δελιόπουλου – Ριζάκη. Είναι όμως έτσι; Όπως και να ’χει, έχουν και οι δύο φροντίσει με μεγάλη προσοχή τον ρυθμό στα ποιήματά τους, εκκινούν από το ίδιο θέμα, αποδεικνύονται και οι δύο ιδιαίτεροι παρατηρητές των γυναικών και συνδιαλέγονται νοερά ο ένας με τον άλλον. Το ύφος τους όμως διαφέρει με κραυγαλέο τρόπο. Ο Ριζάκης γράφει από τα βάθη της πίκρας, ο Δελιόπουλος από τα πέρατα της νοσταλγίας και της συναίνεσης. Ο Τσόμσκι ισχυρίζεται πως όταν κανείς μιλά μια γλώσσα γνωρίζει πολλά πράγματα που δεν τα έμαθε ποτέ. Οι ασυνείδητες διεργασίες που συμβαίνουν όταν γράφει κάποιος ποίηση μάλλον αποτυπώνονται σε αυτό που ο ίδιος ο ποιητής συνειδητά ή ασυνείδητα επιλέγει να φέρει στην επιφάνεια. Εγγράφονται σε αυτές ακριβώς τις «γλυφές» που, για να τις αποτυπώσει, έχει προηγουμένως σκαλίσει ο ίδιος μέσα του.

Εκτός από το ύφος, ο Δελιόπουλος με τον Ριζάκη διαφέρουν και ως προς τη γλώσσα. Η γλώσσα του Ριζάκη, χάρη στη χρήση του ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου, των εκθλίψεων, αλλά και των λαϊκότροπων λέξεων, συχνά με παραπέμπει στο δημοτικό τραγούδι. Ιδίως η χρήση του τελικού -ν- τη μια με στέλνει σε νανούρισμα την άλλη σε μοιρολόι. Στο ποίημα «επίγειος μαγγελάνος» ο Ριζάκης χρησιμοποιεί εξ ολοκλήρου τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Δεν διατηρεί το τελικό -ν- σε πολλούς στίχους, ωστόσο διατηρεί μια εξαιρετική παρήχηση του ένρινου αυτού συμφώνου συγχρόνως με τα υγρά -λ- και -ρ- επιτυγχάνοντας ένα αποτέλεσμα που εμένα προσωπικά μού θυμίζει λυγμό: να φύγεις θέλω; τι να πω; πάλι όμως θα το αντέξω; / νυχτώνει κάποτε ο καιρός μαύρα κρεμώντας κρόσσια / κι ένα προς έν’ αν τα τραβώ το δίλημμα απευθύνω. Το παραπάνω ποίημα περιγράφει μια εσωτερική σύγκρουση, την αναζήτηση του εαυτού μέσα από έναν εσωτερικό μονόλογο. Ο Ριζάκης στο πρώτο μονόστιχο και στην πρώτη στροφή χρησιμοποιεί κατά κόρον τα συριστικά -σ- και -τσ- πολλαπλασιάζοντας έτσι τη σκληρότητα, την ωμότητα του συναισθήματος που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο. Παραθέτω: – πώς παροπλίστηκε η θεά στα χώματα σε λάσπες; // ψέμμα τριανταέξ μηνών γκάστρωσες την γκορτσιά / αλλά τ’ αχλάδια όλα στυφά σκληρότατα διαβόλου / κέρατα τρισκατάρατα το πάθος σού αφαιρέσαν. Κι έτσι το υποκείμενο ξεκινάει θυμωμένο να εκφράζεται έντονα μέσα από τους συριγμούς του, και συνεχίζει μαλακότερο, αναποφάσιστο, θλιμμένο με τη χρήση των ένρινων, καταλήγοντας πάλι θυμωμένο στο τελευταίο συριστικό μονόστιχο: πένθους ριπάς καθέλκυσα· πού ξώφαλτση μι’ αλήθεια;

Η ποίηση του Ριζάκη είναι ιδιαίτερα πυκνή, συμπιεσμένη θα λέγαμε, ως προς τα νοήματα, πυκνή ως προς τη γλώσσα, ακόμη και φωνητικά πυκνή. Ο Ριζάκης «παραποιεί» τη γλώσσα μέσω της αλληλουχίας των λέξεων, δημιουργώντας κύματα ρυθμού και ήχου. Συχνά η ποιητική του διαθέτει υπερρεαλιστικά στοιχεία, αφού παρατάσσει άσχετες μεταξύ τους εικόνες ή ακολουθεί ελεύθερο συνειρμό, διατηρώντας ωστόσο πάντοτε μια κρυμμένη, σφιχτή αφηγηματική δομή στο εσωτερικό κάθε ποιήματος. Ο Ριζάκης ό,τι κάνει με την ποιητική γλώσσα, δεν μοιάζει να το κάνει τυχαία. Τεχνουργεί προμελετημένα διαθέτοντας εντελώς προσωπικό ύφος. Κάθε λέξη, κάθε απόστροφος, κάθε ήχος, κάθε στίχος έχει τη δική του θέση και τον δικό του λόγο ύπαρξης στο ποίημα. Επιπλέον, στην ποίησή του μαζί με το λαϊκότροπο στοιχείο συνυπάρχουν λέξεις και καταλήξεις της καθαρεύουσας, τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνει ένα παράδοξο πάντρεμα της παράδοσης με τη λογιοσύνη.

Από την άλλη, η ποιητική γλώσσα του Δελιόπουλου είναι πιο σύγχρονη, πιο καθημερινή και αποφεύγει καθετί λαϊκότροπο. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, ούτε αυτή στερείται ρυθμού. Ωστόσο, μας παρουσιάζεται πιο απλωμένη, πιο αφηγηματική, ίσως και πιο επεξηγηματική. Οι γυναίκες στα ποιήματα του Δελιόπουλου διατηρούν το μυστηριώδες μέσα στη φθαρτότητα του χρόνου. Συχνά αυτοτιμωρούνται, αλλά ο ίδιος δεν τις τιμωρεί. Γενικά, δεν μοιάζει να απειλείται από εκείνες, μάλλον συμπάσχει με τα δεινά τους και τις θαυμάζει. Πότε γράφει το ποίημα από τη δική τους σκοπιά, χρησιμοποιώντας τη φωνή τους, πότε από τη δική του ως ερωτευμένο υποκείμενο με νοσταλγική διάθεση.

Στην περίπτωση του ποιήματος «ετυμηγορία» του Δελιόπουλου αναπτύσσεται το θέμα της απόγνωσης, της απομόνωσης και της αποδοκιμασίας του εαυτού. Το υποκείμενο, που είναι γυναίκα, βρίσκεται σε μια εσωτερική μάχη, σε μια κατάσταση όπου νιώθει ότι θα κριθεί αρνητικά από τον εαυτό του αλλά και από το περιβάλλον του. Ο πρώτος στίχος λέει «θα με δικάσουν όλα μου τα κύτταρα», καθένα από τα στοιχεία του υποκειμένου, ακόμη και οι πιο βαθιές πτυχές του θα το υποβάλλουν σε αυστηρή κρίση. Η φράση «σκυμμένη θέληση» υποδεικνύει μια αίσθηση εξουθένωσης ή υποχωρητικότητας. Οι εικόνες των «μετέωρων καλωδίων» και των «δαγκωμένων εισιτηρίων» μεταφέρουν την αίσθηση της απόγνωσης. Η φράση του ποιήματος «καμένα λάδια μηχανής στα σωθικά» υπονοεί μια κατάσταση πόνου και απώλειας. Η εικόνα όπου το υποκείμενο αδειάζει τη βαλίτσα στο πατάρι υποδηλώνει την ανάγκη να απαλλαγεί από το παρελθόν ή να απομακρυνθεί από τις προσδοκίες των άλλων. «τα λιγοστά φωνήεντα που κράτησε» σημαίνουν την ελάχιστη αυθεντική φωνή που διατηρεί μέσα στην πίεση της κοινωνίας και της καθημερινότητας υποδυόμενη (;) τη σύζυγο και τη μητέρα. Το τελευταίο μέρος του ποιήματος αναφέρεται στην επιθυμία του υποκειμένου να απελευθερωθεί από τις προσδοκίες και τις ρυθμίσεις του περιβάλλοντός του. Επιθυμεί, καθώς λέει, να ουρλιάξει την ώρα που βουίζει ο απορροφητήρας, τότε που δεν θα ακουστούν οι κραυγές της και ίσως έτσι απελευθερωθεί από τις πιέσεις και τις προσδοκίες των άλλων.

Την ίδια διάθεση να συμμαχήσει με το γυναικείο φύλο επιδεικνύει ο Δελιόπουλος και στο ποίημα «ως έλαφος διψώσα» όπου περιγράφει μια γυναίκα, η οποία παρότι περιβάλλεται από υλικά αγαθά, νιώθει έγκλειστη και διψάει για ζωή. Είναι αξιοσημείωτη η ευαισθησία που επιδεικνύει ο ποιητής κατά την περιγραφή των συναισθημάτων, των φόβων και των εσωτερικών συγκρούσεων των γυναικών. Η ποιητική γλώσσα του Δελιόπουλου χρησιμοποιεί εικόνες και μεταφορές, οι στίχοι είναι συνήθως σύντομοι προσδίδοντας ρυθμό και κίνηση στο ποίημα, και καθώς αφηγείται παράλληλες καταστάσεις ενισχύει την ένταση των περιγραφόμενων συναισθημάτων.

Ο έρωτας δεν θα μπορούσε να λείπει από ένα τέτοιο βιβλίο. Είτε ο έρωτας των γυναικών προς άλλους, είτε ο έρωτας των ποιητών προς αυτές, είτε ο αμοιβαίος. Ο έρωτας τους «δαγκώνει» όλους ανεξαιρέτως. Γράφει ο Ριζάκης: λάτρευες τις καμπύλες τους λιμπίστηκαν το μήλο/ πρόλαβαν σε δαγκάσανε μεγάλως πια αιματώνεις και ο Δελιόπουλος: παντού δεμένη σε θηλιές / με σφίγγουν και μικραίνω / κάθε φιλί στα χείλη καίει / μυρίζουμε φωτιά / όταν ξαπλώνω πάνω σου / πέφτουν οι πόνοι ανάσκελα / κι όσο παλεύω να λυθώ / κρατάς το πέταγμά μου.

Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου, μάλλον εξαιτίας των δικών μου φόβων για δεσμεύσεις, ένιωσα παγιδευμένη. Παγιδευμένη στην ψυχή, αλλά κυρίως στη ματιά τους.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: ©Flor Garduño. Δείτε τα περιεχόμενα του ένατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=34864&fbclid=IwAR1-pwlSFpyBaOKXJQpnpe22iK-S0hCs6Xsa1lJPiCHesJQwM0kXIcRE7Mc

Δεν υπάρχουν σχόλια: