Από το Δημήτρη Δασκαλόπουλο γνωρίζουμε κυρίως τα σημαντικότατα βιβλιογραφικά και ερευνητικά του πονήματα επειδή ως έχουν υπάρξει για πολλές/ούς από εμάς εμβληματικό έργο υποδομής. Φαίνεται λοιπόν ότι τείνουμε να λησμονήσουμε την άλλη πλευρά του, την ποιητική. Κι όμως εννέα ποιητικές συλλογές, ολόκληρο το ποιητικό του έργο, περιλαμβάνονται στη δεύτερη συγκεντρωτική του έκδοση (η πρώτη Σκοτεινή Πανσέληνος. Ποιήματα 1963-1993, με τίτλο από το τελευταίο ποίημα της συλλογής Κλειδούχος Μοίρα του 1993, εκδόθηκε το 1999 ) που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Τα χρόνια που θα ‘ρθουν. Ποιήματα 1963-2018. Το 1963 ο Δασκαλόπουλος κυκλοφορεί την πρώτη του συλλογή, Απόπλους,[1] ένας απόπλους στο μακρύ ταξίδι της ποίησης, σε ηλικία 24 ετών υπό την επίδραση που ως νεαρός δέχεται από τις αναγνώσεις του και βέβαια από το πολιτικό κλίμα της εποχής. Για την διαμορφωτική εκείνη για την ποίησή του περίοδο, όπως και για άλλες φάσεις της ζωής του, διαβάζουμε στο παλαμικού τίτλου αυτοβιογραφικό βιβλίο Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου που, κατά την άποψή μου, θα μπορούσε να διαβαστεί αν όχι παράλληλα, τουλάχιστον, ως κάποιο βαθμό συνδυαστικά, με τα ποιήματα αυτής της συγκεντρωτικής έκδοσης. Έχει έτσι ιδιαίτερο ενδιαφέρον η καλειδοσκοπική ματιά στη σκέψη και το έργο του Δασκαλόπουλου. Την πρώτη εκείνη νεανική ποιητική έξοδο του 1963 ακολούθησαν άλλες οκτώ, έως τα Υστερόγραφα του 2018. Για έναν συστηματικό, διεισδυτικό και επίμονο μελετητή κυρίως του Σεφέρη και του Καβάφη η συγκρότηση της προσωπικής ποιητικής φωνής αποτελεί έναν άθλο, μια διαρκή αναμέτρηση με τα ποιητικά μεγαθήρια ώστε να μην υπάρχει απλή μίμηση, ούτε άνισος διφωνικός λόγος. Χωρίς την κατά Bloom ενοχή για την αργοπορία του στην ποίηση μετά από τους μεγάλους προγόνους αλλά αναγνωρίζοντας την οφειλή, αντί να αφανιστεί από το άγχος της επίδρασης ο Δασκαλόπουλος διαπλέκει το διαλογικό νήμα με αυτούς, και με όλο το λογοτεχνικό παρελθόν, χαράσσοντας τη δική του πορεία. Από αυτό το σημείο ξεκινά και αφού έχει συστήσει το ποιητικό του σύμπαν με τη δική του ιδιοσυστασία, καταθέτει τη θέση του στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «προσπάθησα να συνομιλήσω με το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν της ελληνικής ποίησης». Το σεφερικό διακείμενο και τη σταδιακή στροφή προς τον Καβάφη χαρτογραφεί αναλυτικά με ευστοχία και εμβρίθεια, σε εκτενές άρθρο της, η Κατερίνα Κωστίου επισημαίνοντας και σχολιάζοντας τις βασικές ορίζουσες του ποιητικού έργου του Δασκαλόπουλου μέχρι και τη συλλογή Υπαινιγμοί (2007).[2] Σεφερικές επιρροές στην οπτική και τα σύμβολα, καβαφικός τόνος στην ειρωνεία και, αργότερα, στην αποστασιοποιημένη οπτική, πολιτική συνείδηση, λυρικό στοιχείο και αργότερα πυκνωμένη αφηγηματικότητα χωρίς ποιήματα μεγάλης έκτασης, τιθασευμένος ελεγειακός τόνος, μορφικοί πειραματισμοί χαρακτηρίζουν την πορεία του Δασκαλόπουλου, στοιχεία που συστηματοποιεί το άρθρο της Κωστίου. Ο σταθερός τόνος που διακρίνει τα δοκίμια του Δασκαλόπουλου, απότοκο στοχασμού επεξεργασίας και διορατικότητας, διατρέχει και τα ποιήματά του. Εσωτερικεύοντας το κλίμα της εποχής του, συναρμόζοντάς το με τα ιδιαίτερα προσωπικά του βιώματα εγγεγραμμένα σε μια μακρά περίοδο αναταραχών και αλλαγών, ο Δασκαλόπουλος παρακολουθεί στα δύσκολα χρόνια του μεταπολέμου, στη δικτατορία και στα μεταπολιτευτικά χρόνια, τα αδιέξοδα και τις αγωνίες που εγκλωβίζουν τα υποκείμενα ή και τα οδηγούν σε μια απορητική στάση μπροστά στη διαρκή ακύρωση. Το συνεχώς επανερχόμενο ερώτημα για την αδυναμία της ποίησης και της γλώσσας να υπερισχύσει ενός τέτοιου κλίματος, ακόμη και να το αποτυπώσει, θεματοποείται το 1981 στη συλλογή Γράμματα στον Ερμόλαο με υπότιτλο Δυσκολίες γραμματικού, όταν ενώ, φαινομενικά, η πολιτική κατάσταση εξομαλύνεται, αρχίζει μια νέα περίοδος κοινωνικών μεταβολών που επιφέρει μεγαλύτερη σύγχυση απ’ όση κοινωνική γαλήνη υπόσχεται, οδηγώντας στην αμφισβήτηση της ικανότητας του ποιητικού λόγου και του ρόλου του ποιητή ως εκφραστή του συλλογικού (εθνικού;) βιώματος. Αυτή την αίσθηση ενισχύουν και τα δύο παλαμικά μότο της συλλογής στα οποία ο ποιητής δεν είναι παρά γραμματικός, μια vita contemplativa. Και τότε ποια είναι η vita activa του ποιητή; Ποια δύναμη/δράση έχει η εργασία του;[3] Καίρια ζητήματα σε μια περίοδο που επανέρχεται στην ποίηση το ερώτημα για την ποιητική γλώσσα και τη δυναμική της. Η συλλογή μπορεί να θεωρηθεί όψιμη απάντηση στο (ήδη απαντημένο) ερώτημα του Αντόρνο περί ποίησης, αφού «Ξέρεις, απ’ όλα τα μέσα συγκοινωνίας/τα πιο σαράβαλα είναι οι λέξεις˙» (το πρώτο ποίημα της συλλογής, τώρα σ. 101). Με αυτούς τους στίχους μότο και στην επόμενη συλλογή, Κλειδούχος Μοίρα (1993) με πρώτη ενότητα τη συνέχεια των ανεπίδοτων προς Ερμόλαο επιστολών όπου «λέξεις αγαπημένες» είναι αντικείμενο προσκύνησης από τον ποιητή «έκθετο[ς] μαυροντυμένο[ς] καλόγερο[ς]» (σ. 121). Αν και η αμφιβολία δεν παύει, η κατάφαση έρχεται με την ενότητα «Σημειώσεις για μια ποιητική» της ίδιας συλλογής: «Η ποίηση είναι πορεία/σε ναρκοπέδιο./Οι τυχεροί θα επιζήσουνε//-κι οι γυμνασμένοι». Η Κλειδούχος Μοίρα επαναφέρει με ώριμο πλέον τρόπο τον ερωτισμό και με μια καβαφική οπτική σωματικότητας: η φθορά επιβάλλεται στο ερωτικό σώμα. Έτσι ο κύκλος της φθοράς, του πανδαμάτορα χρόνου, επιφέρει το συγκρατημένο ελεγειακό τόνο που θα φανεί και στις επόμενες συλλογές όπου είναι εμφανέστερη η σκέψη γύρω από το αναπόδραστο τέλος. Η Κλειδούχος Μοίρα αποτελεί τη συλλογή στην οποία, νομίζω, ο Δασκαλόπουλος ανοίγει πλήρως τη βεντάλια της θεματικής και της τονικότητάς του με τρόπο καθοριστικό. Αν και με σμιλευμένο πλέον το ιδίωμα, με γονιμοποιημένη την καβαφική στοχαστική απόσταση της ματιάς, ο Δασκαλόπουλος δε σταματά την επεξεργασία των τρόπων και εκδίδει δύο ακόμη συλλογές: Με δίχτυ τον άνεμο (2015) και στη συντομότατη (μόλις τρία ποιήματα) Υστερόγραφα (2018). Από εδώ αντλώ την κατάθεση ορισμένων ακόμη στοιχείων της ποιητικής του Δασκαλόπουλου. Αφηγηματικός χωρίς να πεζολογεί καθώς διατηρεί συστηματικά εμπρόθετα την αίσθηση του στίχου που το εύρος του δεν φορτώνεται και η παύση του σημαίνει. Πιστός στον ελεύθερο στίχο των μεταπολεμικών διατηρεί την κρυμμένη επεξεργασία του ρυθμού, αθέατη στην επιφάνεια, ορατή στην προσεκτική ανάγνωση, κατά την καβαφική στιχουργική λογική. Πολιτικός χωρίς αγκυλώσεις και αγκιστρώσεις, χωρίς την αγκύρωση στις χαμένες πολιτικές ευκαιρίες, διαχειρίζεται νηφάλια και αποστασιοποιημένα ό,τι αποκαλείται ήττα και, παρά τις αρνητικές εμπειρίες, καταφάσκει στη ζωή. Αν και «Νύχτα στην πόλη νύχτα στη χώρα/στη νύχτα χωνεμένος.//Από τότε.» («Δίπτυχο επιτύμβιο Ι» σ. 194 από τη συλλογή Με δίχτυ τον άνεμο) δεν θρηνολογεί σε συλλογικό ή ατομικό επίπεδο διότι έχει τη γνώση: «Κι όταν αρχίσει να χαμηλώνει το φως, κι όταν/θαμπώσουν οι αναμνήσεις, τα σιγανά ποτάμια/ξέρουν πώς να εγκαταλείψουν το πέλαγος/και να στραφούν προς τα μαύρα νερά του Αχέροντα.» (σ. 202 από τα Υστερόγραφα). Συνειρμικός χωρίς κρυπτικότητα, υποκειμενικός τόσο όσο απαιτεί το αίτημα συνάντησης με την/τον αναγνώστρια/ώστη. Η σάτιρα έχει υποχωρήσει ακόμη περισσότερο και έχει μετατραπεί σε ήρεμη ενατένιση εν είδει απολογισμού με στόχο την επίτευξη μιας γαλήνης με στωική βάση. Αντίθετα, ο χρόνος αποβαίνει και στις τελευταίες συλλογές στο κεντρική έννοια. Στο εξαιρετικό μάλιστα, κατά τη γνώμη μου, ποίημα «Τα ουσιώδη» (σ. 191) η διάκριση χρόνου/καιρού, ο τρόπος με τον οποίο ο πρώτος και ο δεύτερος συνομολογούν στο έργο της φθοράς αλλά υποχωρούν εμπρός στην αιωνιότητα των φυσικών στοιχείων, υπογειώνει το ερώτημα για την ατομική και ιδίως συλλογική ιστορική μνήμη. Το δεσμό του ατόμου με το χρόνο, την καθοριστική στιγμή της εισόδου στον κόσμο με «το πρώτο φως/στα τυφλά μάτια» δηλώνει και το, επίσης εξαίρετο, «Γενέθλιον ήμαρ», ένα «χρονικό»-αφήγηση που εξακτινώνεται στην Ιστορία, στο άμεσο κοινωνικό περιβάλλον, όπως αποτυπώνεται ως δημόσια μνήμη, στη χριστιανική μνήμη και στο πρώτο ξετύλιγμα μιας σύνδεσης με τη λογοτεχνία, ένα δίχτυ συγκυριών που σφραγίζει την είσοδο του κάθε όντος στον κόσμο. Ο τίτλος εξάλλου της συγκεντρωτικής έκδοσης Τα χρόνια που θα ‘ρθουν υποδεικνύει την κυριαρχία του χρόνου αλλά αφήνει ανοιχτό τον ίδιο τον ποιητικό λόγο να ταξιδεύει μεταφέροντας το δημιουργικό στίγμα του ποιητή. Ο χρόνος για τον ποιητή δεν είναι μόνο το παρελθόν/παρόν αλλά και η μελλοντική διάσταση όπως υπαινίσσεται ο τίτλος του βιβλίου ή όπως ισχύει για το ποίημα «Spleen (c. 2000 μ.Χ.)» όπου, σε ολότελα καρυωτακικό κλίμα, με υπερτονισμένη την καρυωτακική πικρή ειρωνεία, ενισχυμένη από το μέτρο και τη ρίμα, ένας ποιητής εξιστορεί τον μελλοντικό θάνατό του: «Υποσημείωση θα γίνω στριμωγμένη/ανάμεσα σ’ ονόματα λαμπρά/» (σ. 145) ενώ και το φερώνυμο του βιβλίου ποίημα κινείται πάνω στον άξονα των μελλοντικών χρόνων αν και: «Τα χρόνια/ που θα ‘ρθουν/ τα έχουμε κιόλας ζήσει σε βαθιά σιωπή./[…] Τα χρόνια/ που θα ‘ρθουν// έφτασαν.». Νομίζω ότι η γραμματολογική αυτό-τοποθέτηση του Δασκαλόπουλου στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, όπως αναφέρει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο αυτής της συγκεντρωτικής, και δεν έχουμε λόγο βάσει της ποιητικής του να το αρνηθούμε ή να το ανατρέψουμε, δε θα πρέπει να λειτουργεί περιοριστικά στην ανάγνωσή μας, παρόλα τα κοινά γνωρίσματα με τους λοιπούς εκπροσώπους αυτής της γενιάς. Ο Δασκαλόπουλος είναι ένας ποιητής (και) του σήμερα: σύγχρονος είναι ο τρόπος με τον οποίο συναιρεί το χρόνο, τον, όπως είπα, τεμαχισμένο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, και παράγει εικόνες και στοχασμούς διαφανείς. Σύγχρονη επίσης είναι και η βιωματική απαρχή, καθώς παράγεται ποίηση ενσυναίσθησης, ποίηση όπου περιορίζεται εμπρόθετα η εγωτική υποκειμενικότητα και προκρίνεται η αναγνωρισιμότητα του βιώματος ως κοινού, ποίηση δηλαδή που επιδιώκει την επικοινωνία. Αυτό, με άλλους όρους και αίτια βέβαια, αποτελεί ένα απόλυτα συγχρονικό αίτημα της σημερινής ποίησης.
[1] Όπως αναφέρει ο ποιητής στο οπισθόφυλλο από την εναρκτήρια αυτή συλλογή «προτίμησα να επιλέξω μερικά ποιήματα, ενδεικτικά του κλίματος μιας πρώιμης ποιητικής εκφοράς».
[2] Κ. Κωστίου, «Πολιτική δυσπραγία και ποιητική δυστοκία. Στα ίχνη της ποιητικής του Δημήτρη Δασκαλόπουλου», Κονδυλοφόρος τ. 10 (2011) σ. 185-210
[3] Στη Άρεντ που χρησιμοποιεί τους όρους υπάρχουν οι αναλογίες μεταξύ των δύο τύπων βίου: η δράση (action) είναι αντίστοιχη με τη σκέψη (thinking), η γνώση (knowing) με την εργασία (work) βλ. Χ. Άρεντ, Ανθρώπινη κατάσταση-vita activa μτφρ. Στ. Ροζάνης, Γνώση 2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου