Στην ποιητική συλλογή Τα ευρισκόμενα του Διονυσίου Καλιντέρη μας εισάγει ένα ποίημα τυποτεχνικά διαχωρισμένο από το σώμα της συλλογής, με πρόθεση προφανώς να πιστέψουμε ότι θα μας δώσει στίγμα όλου του έργου. Το ποίημα αυτό, με τον δαντικό τίτλο Selva Oscura, δεν έχει, βεβαίως, καμιά σχέση με το ομότιτλο ποίημα του Σεφέρη, αλλά και η σχέση του με το δαντικό πρότυπο είναι επίσης προβληματική: ούτε αυτοπροσδιορίζεται ως ποιητής το υποκείμενο εδώ, ούτε φαίνεται να πηγαίνει κάπου για να συναντήσει κάποιον, ούτε καν στην κόλαση. Στη selva oscura όπου ευρέθη ο ποιητής, δηλώνεται απερίφραστα ότι στίγμα δεν υπάρχει, προσανατολισμός δεν υπάρχει, προορισμός δεν υπάρχει: «η περιπλάνηση καταπονεί / δίχως την πλάνη / του προορισμού». Το μόνο που μένει είναι «μόνο μια γνώση / ότι είναι αργά / και δεν θα γίνω / δεν θα είμαι». Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται, εξ αρχής ματαιωμένο, εξ αρχής μετέωρο μεταξύ του οὐκέτι και του οὔπω. Και αυτός ακριβώς φαίνεται πως είναι ο βασικός θεματικός άξονας της συλλογής, ο οποίος αποκαλύπτεται ήδη από τον τίτλο Τα Ευρισκόμενα, καθώς δεν πρόκειται εδώ για κατάλοιπα συγγραφέως που έχει αποδημήσει, αλλά για την πρώτη εμφάνιση ποιητή που, τη στιγμή της δημοσίευσης, βρίσκεται σε ένα απροσδιόριστο σημείο όπου τα δημοσιευθέντα ποιήματα σαφώς δεν είναι πρωτόλεια, αλλά μάλλον τεκμήρια μιας πορείας η οποία έχει ώς τώρα διαγραφεί ερήμην των αναγνωστών και είναι άγνωστο πού θα οδηγήσει – και αν θα οδηγήσει κάπου. Πρόκειται για μια μπεκετικά εφιαλτική μελέτη του χαμένου χρόνου και της χαμένης ελπίδας. Στο έργο του Καλιντέρη, χρόνος δεν υπάρχει, ή δεν υπάρχει πια. Κατά μία έννοια, μοιάζει σαν τα ποιήματα αυτά να μην γράφτηκαν, όπως είθισται για ευρισκόμενα, από έναν ποιητή που έχει πλέον αποδημήσει, αλλά μάλλον να γράφτηκαν μετά την αποδημία του. Το παρόν είναι αενάως στάσιμο. Το ποιητικό υποκείμενο προσπαθεί να ισορροπήσει, ρημαγμένο από νόσους και απώλειες, σε ένα δυστοπικό παρόν που το ορίζουν από τη μια τα εξίτηλα ίχνη του παρελθόντος και από την άλλη η ανυπαρξία του μέλλοντος (τίποτε πια δεν / κλίνεται / σε χρόνο μέλλοντα). Στο πρώτο ποίημα του σώματος της συλλογής («σιωπητήριο») ήδη οι προσδοκίες σέρνονται «σα χτυπημένο πόδι»˙ στην «πηγή φωτός» πληροφορούμαστε πως δεν επρόκειτο ούτε καν για «προσδοκία ακριβώς – μια ανάμνησή της / μάλλον που συγκρατείται για να μη σβηστεί»˙ ενώ στα «παροράματα» μια πένθιμη, όσο και πικρά ειρωνική, διαπίστωση αποκαλύπτει τη μοίρα του ένδοξου (δηλαδή, μη εξιδανικευμένου, ερωτικού, σωματικού) παρελθόντος του σώματος: «ό,τι παρέπεμπε στη δόξα των σωμάτων / στέκει μακρά στήλη παροραμάτων». Η απώλεια περί της οποίας πρόκειται είναι σαφώς μια απώλεια ερωτικής φύσεως, όχι όμως με όρους ερωτικής απογοήτευσης, αλλά μάλλον με όρους δυνατοτήτων (ή αδυνατοτήτων, κατά το «περί φύσεως») που υπήρξαν, αλλά ίσως και όχι, και που πάντως δεν ευοδώθηκαν. Το ερωτικό παιχνίδι έχει παιχθεί στο επίπεδο των βλεμμάτων κυρίως (όπως στο εξαίσιο Liebestod της «πυκνής ροής») ή των ενυπνίων (όπως στο σκωπτικότατο «κοσμίως»: «ιδού και πάλι / θα γύρεις θα ενυπνιασθείς / άθικτα κάλλη») και, πάντως, με χλευασμό πλέον ανακαλείται: «όμως ακόμη ανακαλείς, κρυφίως, / τη μνήμη άτοπων προσδοκιών / από ένα αστείο παρελθόν / οπότε πόζαρες νυμφίος». Και αν στην καβαφική «Μισὴ Ὥρα», στην οποία ευθέως παραπέμπει το «είναι, δεν λέγω, λύπη», ήσαν απαραίτητα κάποια ερεθίσματα για να αναπλασθεί φαντασιακά το αντικείμενο του έρωτα («μ’ ὅλην τὴν φαντασία, καὶ μὲ τὸ μάγο οἰνόπνευμα,/ χρειάζονταν νὰ βλέπω καὶ τὰ χείλη σου,/ χρειάζονταν νἀ ’ναι τὸ σῶμα σου κοντά»), στον Καλιντέρη χρειάζεται μόνο η «ανάμνηση κάθε φοράς / που ο πόθος διχοτόμησε τον κόσμο / γιατί ασφαλώς είναι αληθές / μόνο ό,τι θέλησε ο νους». Αυτή η κυριαρχία του νοητού (ή νοήσιμου) επί του πραγματικού, η παραίτηση από τις τέρψεις του βίου για χάρη των περιπετειών του νου, δεν παρουσιάζεται στα Ευρισκόμενα ως επιστέγασμα ή κατάληξη μιας πορείας, αλλά ως ένα δεδομένο, μια παληά ιστορία. Μπορεί σε ποιήματα όπως «ο πρότερος βίος» να αποδίδονται στο παρελθόν «τόσα θαύματα» και «τόσα ρίγη» (την ακριβή φύση των οποίων δεν πληροφορούμαστε βεβαίως, αλλά μπορούμε να την υποθέσουμε εφόσον η όψη του παρελθόντος βίου χαρακτηρίζεται «σκανδαλώδης»), στη συνέχεια όμως αμφισβητείται ευθέως η πραγματικότητα των εμπειριών αυτών, που ενδέχεται να είναι απλώς «μια παρωδία κβαντική / ξυστά από το θαύμα» («περί φύσεως»)˙ η πιθανότητα όλα αυτά να μην είναι παρά «εξιστόρηση de bello gallico» επισημαίνεται στο ποίημα «ούτε καν σονέτο» (που είναι, όμως, ένα τέλειο, μετασαικσπηρικό σονέτο, το οποίο μόνο ο τίτλος υπονομεύει)˙ ακόμη και η πιθανότητα, εξάλλου, μιας ερωτικής προσέγγισης φαίνεται να αποκλείεται, καθώς επιστρατεύεται ώς και το ζηνωνικό παράδοξο του Αχιλλέα και της χελώνας για να υποστηριχθεί πως τα ρίγη και τα θαύματα δεν θα μπορούσαν παρά να είναι ψευδαίσθηση: «ανανταπόδοτο θρηνεί το βλέμμα / το σώμα εμβρόντητο επιβεβαιώνει // κάποιο αρχαίο επιχείρημα αθανασίας / που σκαρφιστήκαμε εγώ και η χελώνη» («παράδοξο»). Φυσικά, η κυνική αυτή και επίμονη άρνηση του έρωτα, δηλαδή της πραγματικότητας, δεν έρχεται χωρίς κόστος. Συχνά το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται σαν να λυπάται για κάποιο οριστικά χαμένο ενδεχόμενο, όπως στο «affair», όπου διαπιστώνεται πως «δεν μας αντιστοιχεί κανένα δράμα / όλα είναι απλώς υπόθεση γεωμετρίας» ή στο «των ελασσόνων» όπου ομολογείται ότι «εμπνεόμαστε ακόμα / απ᾽ ό,τι υποστατό θυμίζει σώμα». Αλλά παρά τις μικρές αυτές ρωγμές από τις οποίες αφήνει ο ποιητής να περάσει κάποιο ψήγμα νοσταλγίας για τις προσδοκίες που διαψεύσθηκαν, και παρά την ενίοτε προδοτική επιμονή του να χλευάζει τόσο την επιθυμία όσο και την ανάμνησή της (π.χ. στα έξοχα «πάρεση» και «παροράματα») στην πραγματικότητα δεν φαίνεται να έχει αμφιβολίες ότι νόημα δεν υπάρχει στον βίο. Εντούτοις, διαβάζοντας κανείς πιο προσεκτικά τα Ευρισκόμενα, παρατηρεί ότι κάποιου είδους νόημα παρεισφρέει μερικές φορές εκεί που δεν το περιμένει. Αναφέρομαι σε «κάποιου είδους νόημα» διότι ασφαλώς δεν πρόκειται για το νόημα της ζωής, δεν πρόκειται για τίποτε μεγαλεπήβολο που θα μπορούσε να δικαιώσει την ύπαρξη˙ ελλείψει, όμως, ακόμη και του ενδεχομένου της δικαίωσης, αναζητεί κανείς μικροπράγματα που θα μπορούσαν να κάνουν τον βίο υποφερτό: κάποιο «βίωμα θερινό και φευγαλέο», όπως η αύρα που σαλεύει τις φυλλωσιές ανάμεσα στις οποίες «έπαιζε η πασιφαής / κι άπλωνε στα νερά τα μαύρα / τρέμοντας, η αίγλη της, ολονυχτίς» («πασιφαής») ή οι «ευτελείς χαρές» της καθημερινότητας («πηγή φωτός») ή οι μνήμες ακυρωμένων ερωτικών ενδεχομένων («είναι, δεν λέγω, λύπη»). Κυρίως, όμως, την όποια υπόνοια νοήματος ο Καλιντέρης φαίνεται να την αναζητεί, με επίγνωση ασφαλώς της ματαιότητας της αναζήτησης, στην ομιλία (και επομένως στην γραφή), ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν. Οι όροι, εντούτοις, αυτής της αναζήτησης τίθενται με χαρακτηριστικά καλιντέρειο τρόπο, αυτοδιαψευστικά, στην «πηγή φωτός»: «και πάντως όχι νόημα – μόνο βόμβος / όπως εντόμου με κινήσεις κυκλικές / παραδομένου στου φωτός την παγίδα». Δεν υπάρχει λοιπόν πραγματικά σωτηρία, δεν υπάρχει νόημα. Και η ίδια η γλώσσα παρουσιάζεται ως κληροδοτημένη κατάρα, που δέχεται κανείς «εκ μητρός / στανικώς στο στόμα» σαν τα εφιαλτικά φιλιά που δέχεται ο σολωμικός Λάμπρος. Εντούτοις, η αναζήτηση συνεχίζεται, με τρόπο μπεκετικά κωμικό, δηλαδή τραγικό: όσο και αν προτρέπει εαυτόν να πάψει το θόρυβο («σιωπητήριο»), το ποιητικό υποκείμενο εν συνεχείᾳ πότε προσθέτει διαδοχικά υστερόγραφα για να καθυστερήσει «το έργο της σιωπής», μοιάζοντας «σαν θεατρώνης σαλεμένος που ανεβάζει / και κατεβάζει την αυλαία εκατό φορές / ώρα πολλή αφότου αναχωρήσαν / και οι τελευταίοι του έργου θεατές» («εκτός χρόνου»), πότε απαγγέλλει «σε απόνερα γλυφά απελπισίας / μια μοχθηρή αλφάβητο» («περί μεθόδου»), πότε αγωνιά «οι λέξεις μη ραγίσουν / μη φανεί» η ανυπαρξία («ασκήσεις ακριβείας»), ενώ στον «απόλογο» παιγνιωδώς (δηλαδή μετωνυμικώς) αποκαλύπτεται τόσο η εξιδανικευτική φύση της ομιλίας («η διάβρωση του αισθήματος / ανέδειξε των λέξεων / την ορυκτή ουσία») όσο και η ματαιότητα του εγχειρήματος αυτού (αλλά και οποιουδήποτε άλλου): «κι ούτε μια γούρνα τόση δα / λίγο χορτάρι». Άλλωστε, στο καλιντέρειο σολιψιστικό Καθαρτήριο, όλα έχουν τελειώσει πριν ακόμη αρχίσουν: η κατακλείδα των πάντων ίσα που προφταίνει να γραφτεί καθώς ο ποιητής παρατηρεί την «αίγλη της συντέλειας» (στο μετακαρυωτακικό «τέτοια μια δύση θριαμβική»), ενώ και η ίδια η αρχή του κόσμου ταυτίζεται με την αποδημία του υποκειμένου (στο «δια της αφής»). Τα ευρισκόμενα του Διονυσίου Καλιντέρη, που κυκλοφόρησαν τον Νοέμβριο του 2022 σε ένα καλαίσθητο τομίδιο από τις εκδόσεις Sestina, δεν είναι τα ποιήματα που κατάφερε κάποιος μελετητής να συλλέξει και να εκδώσει μετά τον θάνατο του ποιητή, αλλά μάλλον ποιήματα που επέλεξε να περισώσει και να εκδώσει ο ίδιος ο ποιητής, σε αντίθεση προφανώς με άλλα, που δεν μας κοινοποιούνται, εντείνοντας την εντύπωση ότι βρισκόμαστε κάπου στη μέση μιας πορείας με άγνωστη αφετηρία και άγνωστο προορισμό. Η επιλογή θα πρέπει να ήταν αυστηρή, όχι μόνο επειδή η συλλογή αποτελείται από μόλις τριάντα ένα ολιγόστιχα ποιήματα, αλλά και επειδή δεν υπάρχει στο βιβλίο αυτό καθόλου λίπος: δεν περισσεύει ούτε ένας στίχος˙ και ούτε ένα από τα ποιήματα της συλλογής δεν αισθάνεται κανείς ότι θα μπορούσε να λείπει. Με άλλα λόγια, δεν ξεχωρίζουν στο σώμα των ευρισκομένων του Καλιντέρη ποιήματα περισσότερο ή λιγότερο δυνατά. Και όπως γνωρίζουμε όλοι όσοι διαβάζουμε ποίηση η απουσία λίπους είναι εξαιρετικά σπάνια φαινόμενο, τόσο στα βιβλία έστω και οψίμως πρωτοεμφανιζόμενων όσο και σε έργα ποιητών που διαπρέπουν στο λογοτεχνικό πεδίο επί δεκαετίες.
Διονυσίου Καλιντέρη, Τα ευρισκόμενα , Sestina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου