1.4.23

Τάκης Γκόντης, δύο ποιήματα



ΤΟ ΑΓΑΘΟ

 Μπορεί να το παράκανε με τις πολλές επάρκειες. Από απερισκεψία,  από έλλειψη σοφίας, μπορεί από αφέλεια, όχι μονάχα χρήσιμο δεν το έβρισκε το λίγο μα κι απευκταίο. Ξέρω, παραξενεύεστε. Μπορεί, αντίθετος με την… politically correct πως είμαι να σκεφτείτε. Όμως,  αυτός τουλάχιστον, την τελευταία έστω στιγμή,

κατάλαβε επιτέλους, ότι έτσι όπως βάδιζε ανασφάλιστος, χωρίς το δώρο της ζωής που λέγεται: «συναίσθηση ανεπάρκειας»,  αργά ή γρήγορα θα πέθαινε από πείνα, από δίψα. Από αμορφωσιά. Από αφόρητη πλήξη.

 

ΑΝ ΒΓΕΙΣ ΠΡΩΙ, ΠΟΛΥ ΠΡΩΙ

 Αν βγεις πρωί, πολύ πρωί, πριν σκάσει η μέρα την αυγή, και  μπρος στη πόρτα σου σταθείς την ανοικτή, κι αν μεσ’ τη μαύρη σιγαλιά ακούσεις  ήχο, ήχο παράξενο, βουβό, μην πλανηθείς, δεν θα είναι ο ήχος από κάποιο νυχτοπούλι -η μοναξιά που κρώζει, ούτε ο  άνεμος θα είναι ο γκαστρωμένος, που σεργιανά τις νύχτες, κουτάκια μπύρας αδειανά κλοτσοκτυπώντας, σαν νεκροθάφτης χαμερπής και μεθυσμένος.

Δεν θα είναι ο ήχος στρατιωτών δίχως ζωές, που ασώματοι γυρίζουν απ’ τη μάχη.

Δεν θα είναι  καραβάνι  που περνά κάτω  από κίτρινα πλατάνια αχαμνά, πλάι σε βράχων κορυφές μουντές και γκρίζες.

 

Δεν θα είναι τρόμου τρένο λυκαυγές, ή κάτι άλλο φορτωμένο με σκιές, που πιάστηκαν στης ιστορίας το μπλόκο.

Δεν θα είναι φίδι κολοβό που ξεπροβάλλει μέσα από τούνελ σκοτεινό και πίσω να παραφυλά, μεσ’ τη φωτιά και τον καπνό  καμπούρης λύκος.

Μην άδικα παιδεύεις το μυαλό σου.

Στοχάσου μόνο. 

Προσπάθησε πολύ να καταλάβεις, τι να ’ναι τάχα ο ήχος, σαν  λυγμός που σιγανά,

τρυπώνει μες στ’ αυτιά σου απ’ το σκοτάδι.

Ήχος παράξενος, βουβός, ήχος κρυμμένος πίσω από μελανιές ντροπής, πίσω από κάγκελα σιωπής, πίσω από τοίχους βλοσυρούς

κι από στεφάνια υποταγής φυλακισμένος.


ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Τάκη Γκόντη.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: