6.4.23

Στο τέλος υπάρχει μια αρχή


Έλσα Κορνέτη 

 «Στο τέλος υπάρχει μια αρχή, γιατί αλλιώς τι τέλος θα ήταν» 

 ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΚΙΑΘΑΣ, Κατασκοπεία του Χρόνου, εκδόσεις ΑΩ, σελ. 82 

 Είναι μια αίσθηση σαν μια ζωή στην ύψιστη υπερβολή. Όταν βιώνεις τη ζωή υπερβολικά με την ποιητική της διάσταση και τα παράγωγά της, νιώθεις ότι πρέπει να την περιγράψεις στην ύψιστη

υπερβολή της, όπως αυτή διαμορφώνεται και μέσα από τη μεταφυσική καταγωγή του ανθρώπου που ζει έντονα μέσα στις αναμνήσεις και στα όνειρα, στους μύθους, τους θρύλους και τις δοξασίες, μετατρέποντας συχνά παλιές ιστορίες σε ποιητικά ημερολόγια, φτιάχνοντας μια άλλη ιστορία μέσα στην ιστορία του. Ο ποιητής αγαπά τον κόσμο έστω κι αν ο κόσμος δεν τον αγαπάει, εξελίσσεσαι σμιλεύοντας το άγαλμά του, τον χαρακτήρα, την ανθρωπιά του. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ο μικρός του προσωπικός, μυστικός θησαυρός, ό,τι κρύβει στην καρδιά του για τον κόσμο. Έτσι όπως η κάθε μέρα οφείλει να βρει την όμορφη εικόνα της ο ποιητής με το βαθύ ερευνητικό του βλέμμα βρίσκει το ποίημά του σε μια υπέρβαση κόσμου και εαυτού. Το πνεύμα, ο μύθος, η σοφία, το υπαρξιακό θάρρος, ο ήρωας, τα τοπία της ψυχής, η ανάγκη αναδρομής και αναψηλάφησης του παρελθόντος, ανασύστασης της μνήμης και μιας προσωπικής μεταμόρφωσης συνθέτουν με δόσεις μελαγχολικές, αλλά και αισιόδοξες, τη γιορτή της ζωής που προς το τέλος της αρχίζει με την απαραίτητη αποδοχή, την τρυφεράδα και τον στοχασμό. Η βαθιά κρίση αυτογνωσίας μέσω της ποιητικής άσκησης, ξεδιπλώνει μια πλούσια γκάμα αποχρώσεων, όπως τις έχει ταξινομήσει η μνήμη σε μια αδιάσπαστη ενότητα που με τη σειρά της χωρίζεται στα τρία μέρη του βιβλίου που περιλαμβάνουν τον Χρόνο, την Κατασκοπεία και τις Εμμονές, Ιστορίες για την γενέθλια πόλη. Ο ποιητικός λόγος του Αντώνη Σκιαθά, σαν νοητική τέχνη, διέπεται από μια δομή σκέψης που ξεκλειδώνει την ψυχή, φωτίζει σκοτεινές πτυχές, ψυχικά τοπία, πρόσωπα, τόπους απώλειας και γεγονότα, μυστήρια και κρυμμένα μυστικά της υπαρξιακής ταυτότητας του ατόμου, έτσι ώστε να βοηθηθεί ν’ ανακαλύψει ποιος πραγματικά είναι σε σχέση με το παρελθόν, αλλά και την ένδοξη ιστορία της οικογένειάς του. «Ο παππούς μου ετούτος στάθηκε ο πρώτος που μ’ έκαμε να μη θέλω να πεθάνω για να μην πεθάνουν οι πεθαμένοι μου. Από τότε πολλοί αγαπημένοι μου πέθαναν κατέβηκαν όχι στο χώμα παρά μέσα στη θύμησή μου, και ξέρω πια πως όσο ζω θα ζούνε. Ποτέ δεν ένιωσα τόσο βαθιά πως οι πεθαμένοι μας δεν έχουν πεθάνει, και στις κρίσιμες στιγμές σέρνουν φωνή, πετιούνται επάνω και κάνουν κατοχή στα μάτια και στα χέρια μας και στο μυαλό μας» γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης στην Αναφορά στον Γκρέκο. Στην ταιριαστή περίπτωση του Αντώνη Σκιαθά η συνειδητοποίηση του ποιητή ότι το σώμα του περιέχει όλους τους προγόνους και τις μελλοντικές γενιές απελευθερώνει ορμητικές δημιουργικές δυνάμεις που συλλέγουν και συμπληρώνουν δεξιοτεχνικά με κτερίσματα βίου, τα κομμάτια ενός παζλ -όπου αυτά λείπουν- σ’ ένα αποτέλεσμα που πέρα από τη διάσωση των στοιχείων, παρέχει και την ολοκλήρωση των πορτρέτων των προγόνων του. Η μαθηματική επικράτεια, μια ακατάπαυστη συμμετρία, η ισορροπία ανάμεσα στα δύο άκρα, της υπερβολής και της έλλειψης, ανάμεσα στο τώρα και στο πριν, η δημιουργία της πραγματικότητας μέσα από τη δυνατότητα, οργανώνουν μια διαδικασία που αγγίζει το παρελθόν χωρίς πρόθεση βεβήλωσης και ιεροσυλίας, αλλά ενδυναμώνουν στον ποιητή την αίσθηση της αφοβίας. Ο χωροχρόνος έχει την τάση να καμπυλώνει μέσα στα ποιήματα της συλλογής ξεδιπλώνοντας τα ακροβατικά του. Ο ποιητής αντί να σβήνει τα κομμάτια του εαυτού του, τα κομμάτια του παρελθόντος, τα ανασυνθέτει, τα ανασυντάσσει, τα ανασυστήνει δημιουργικά μέσα στο χωροχρονικό πλαίσιο όπου αφού κατασκοπεύσει καλά καλά τον χρόνο του, τον ανακαλεί για ένα είδος αναμέτρησης με τη μνήμη. «Η προβιά του χρόνου ζεσταίνει τη μνήμη όπως η κλώσα τα μικρά της». Σαν επιδέξιος ωρολογοποιός ο ποιητής «ζεσταίνει τη μνήμη» κουρδίζοντας τον χρόνο και τις ημέρες του, και τα ρολόγια του παραμένουν συντονισμένα και κουρδισμένα για να μη σταματήσει ο χρόνος, για να μην παγώσει η ζωή, άλλα να συνεχίσει να κινείται και να παίζει ένα παιχνίδι σαν ζωή και μια ζωή σαν παιχνίδι, σε μια εμπειρία εμβύθισης, όπου η αντίληψη της πραγματικότητας μπορεί να γίνει πιο αληθινή από την ίδια την πραγματικότητα που τρέχει κατά πάνω του ανεξέλεγκτα κι ορμητικά αψηφώντας «το μέγεθος του μηδενός» τη «γεωμετρία των λέξεων» και «τον θάνατο που θρυμματίζεται στις στάχτες της αιωνιότητας». […] «Ο θάνατος είναι άσκηση για τη ζωή». Η ιερή γεωμετρία της ζωής, η τάξη των πραγμάτων, το χάος των συναισθημάτων και των σκέψεων, η οδοιπορία στο μη φως, αλλά και στο δέος και στο θάμβος της ζωής, οι φωτοσκιάσεις της μοναξιάς, η επιλογή της σιωπής, όλα συντονίζονται σε μια περιστροφή: πρώτα ο χώρος και μετά το σώμα, στο τέλος μιας αρχής, στην αχρονία του χρόνου, στον εξορισμό του φόβου, στην περιγραφή του αιώνιου στο εφήμερο και του εφήμερου στο αιώνιο, ώσπου να γίνει ο ποιητής «ένα σημείο στον χώρο, άχρωμος, άφωνος, αδύναμος, αβαρής εκεί σε μια άλλη διάσταση όπου όλα αλλάζουν σχήμα». «Το τέλος του κόσμου είμαι εγώ ο ίδιος που όρισα κάποτε τον κόσμο ως μνήμη ζωής, ως μνήμη εικόνων για το επέκεινα». […] Πάντα, μα πάντα υπάρχει μια Σταύρωση και σίγουρα μια Ανάσταση. Στο τέλος υπάρχει μια αρχή, γιατί αλλιώς τι τέλος θα ήταν».

 *Η Έλσα Κορνέτη είναι συγγραφέας 

https://www.avgi.gr/entheta/anagnoseis/441916_sto-telos-yparhei-mia-arhi 

Δεν υπάρχουν σχόλια: