«Το χέρι μιλά, ακόμα και χωρίς στόμα. Μιλά διαρκώς. Και λέει ιστορίες. Λέει όλη την ιστορία του ανθρώπου. Γιατί η ιστορία του ανθρώπου είναι ιστορία των χεριών του και του τι έμαθαν να κάνουν. Οι κινήσεις τους είναι μνήμες του είδους, αποθηκευμένες στους τένοντες, στα νεύρα, στις φάλαγγες. Γι’ αυτό, τα χέρια γεννιούνται ήδη γερασμένα, με τρεις βασικές ρυτίδες χαραγμένες στις παλάμες τους. Είναι πιο αρχαία απ’ αυτόν ή αυτή που τα φέρει: θυμούνται ήδη την καταγωγή του είδους σε μια πλαστική ικανότητα που απαντάται μόνο στους άμεσους προγόνους και συγγενείς του, στα Πρωτεύοντα θηλαστικά.
Και το χέρι γράφει, όχι μόνο γιατί συσσωρεύει μια μνήμη πέρα απ’ τον εαυτό, αλλά και γιατί είναι το ίδιο γραμμένο, με γραμμές της ζωής, με όρη, με γεωγραφίες ατομικές και μ’ άγνωστα πεπρωμένα, με τη σφραγίδα του μοναδικού στο δακτυλικό αποτύπωμα.
Το χέρι οριοθετεί το ανθρώπινο. Με επισφάλεια, γιατί το χέρι οριοθετεί επίσης και το μη ανθρώπινο, και το απάνθρωπο, που είναι βέβαια μια δυνατότητα του ανθρώπου.
Το Βιβλίο των χεριών είναι το βιβλίο του ανθρώπου, του ανθρώπου που τον φτιάχνουν τα χέρια του, του ανθρώπου που γλιστρά μέσα απ’ τα χέρια του τα ίδια. Μπορεί αυτά που έγραψαν εδώ ανθρώπινα χέρια να ψηλαφίζουν την κλειστή πύλη του ανθρώπου, ψάχνοντας ένα πέρασμα. Μπορεί και να τον αποχαιρετούν, οικεία και αδέκαστα, όπως του πρέπει.»
*
Δείγμα γραφής:
Αυτό που είσαι
Αυτό που είσαι για το χέρι
που σ’ επιθυμεί!
Ένα χωράφι στάρι εσύ
κι αυτό η πυρκαγιά.
Η πέτρα η κωφάλαλη
της στέρνας είσαι,
κι αυτό το σύνταγμα
και η δομή της μνήμης
του νερού.
Της θάλασσας
το μάταιο κύμα μπρος στο σκοπό
της πλώρης, κι αντίστροφα,
της πλώρης ο θρυμματισμός
στου κύματος την κόψη.
Αυτό που είσαι!
Ανάμεσα στα δάχτυλα,
καθώς ανοίγουν
για να σε κλείσουν μέσα
σ’ αυτό το μέγιστο κι ελάχιστο,
είσαι η διαφάνεια του αιθέρα,
πιο διαφανής. Κι είσαι το απόγευμα
τ’ ατέλειωτο, η περιεκτικότητα
σε χρόνο μιας επιδερμίδας.
Πώς χώρεσαν απάνω της
τόσες αναμονές!
Πώς χώρεσαν, στο χέρι
που σ’ αγγίζει, πέντε άστρα
να φανούν ανάμεσα στις γρίλιες!
Θα τ’ άφηνες, το χέρι αυτό,
να κρύψει όλο τον ήλιο.
Θα τ’ άφηνες δύο φεγγάρια
να κλείσει σφαλιστά
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου
για να χορεύουνε νερά
χωρίς εσύ να βλέπεις.
Και τι είσαι όταν φεύγει
το χέρι αυτό, που σ’ έναν
παρανομαστή
τέμνει τις διαιρέσεις σου;
Δεν είσαι.
Τη μέρα
σπρώχνεις τα κόκκαλά σου
ν’ ανέβουν το βουνό·
φτιάχνεις ένα είδωλο
υπέρογκο κι αχρείο
από τις υποθέσεις σου.
Τη νύχτα
σαν πουλόβερ
που απρόσεχτα το έπλυναν
μαζεύεις
μες στον ύπνο.
Link: https://bit.ly/3UqDiSw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου