Εντυπωσιακή η ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, με έμφαση στα πρωτότυπα και ακαθόριστα συμβολικά και μεταφορικά στοιχεία, με ασαφείς ανοιχτές αναγνώσεις, επιβεβαιώνεται και σε αυτή την πολύ καλή συλλογή. Η ποιήτρια αρέσκεται σε απρόσμενες εικόνες και συνεχείς έντονες μεταφορές, που μας εντυπώνονται, χαλαρής μεταξύ τους σύνδεσης. Ο αναγνώστης καλείται να αφεθεί στη σειρά αυτή των εικόνων και στα συναισθήματα που δημιουργούν, που έχουν χαλαρή σύνδεση με τον τίτλο και το θέμα του ποιήματος, που είναι ασαφές και δύσκολα διακρίνεται. Θα ήταν ίσως καλύτερα να μιλήσουμε για συναισθηματικές ενότητες που ενοποιούνται σε μια κεντρική ιδέα παρά για θεματολογία. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Αυτοάνοσο» (σ. 18) σκιαγραφούνται τα συναισθήματα μιας μεταφορικής εσωτερικής ασθένειας μέσα από τον καταιγισμό μεταφορικών φράσεων. Τίποτα ή σχεδόν τίποτα σαφές δεν υπάρχει. Θα ήταν νομίζω άτοπο και σε μεγάλο βαθμό ριψοκίνδυνο να προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε αυτά τα ποιήματα, τα οποία, όπως ξαναείπα, είναι ανοιχτά σε ελεύθερες αναγνώσεις, χωρίς όμως να στερούνται λογικής συνάφειας. Αρκούμαστε σε συναισθηματικές αύρες. Έτσι το «Χριστούγεννα χωρίς…» (σ. 36) (προσέξτε τα αποσιωπητικά) αρκούμαστε να πούμε ότι εκφράζει ένα τέλος και μια πνοή προς κάτι καινούργιο, στο «Tableau vivant μέχρι νεωτέρας» (σ. 20) μόνο σκόρπιες λέξεις μας δίνουν την αίσθηση του θέματος: «ακινησία», «καταστροφή», «οδύνη», «μετέωροι», συντριβή». Το αφηρημένο είναι μέσα στην ψυχική έκφραση της ποιήτριας. Το χαρακτηριστικό της ποιητικής της Λουκίδου είναι οι φαινομενικά παράδοξοι συνδυασμοί εννοιών, οι οποίοι αποτελούν πηγή μεταφορών: «Των βλεπόντων η αφή» (σ. 28), «τροχοφόρα που αντιμιλούν στην άνοιξη» (σ. 28), «ρακοσυλλέκτες της φήμης μας» (σ. 17), «μετρά ο ωρολογοποιός/ με τη μεζούρα του ράφτη τον χρόνο» (σ. 9) και πολλά άλλα. Το ίδιο ισχύει και για τον τίτλο της συλλογής Ο θυρωρός των ημερών όπως και της προηγούμενής της Αφόρετα θαύματα. Η αισθητική ερμηνεία των μεταφορών αυτών μπορεί να γίνει με βάση τις ιδιότητες των όντων που περιέχουν. Για παράδειγμα, ο θυρωρός των ημερών είναι αυτός που ελέγχει και φυλάει τα πράγματα του χρόνου και της μνήμης, μάλλον το ποιητικό υποκείμενο. Οι φαινομενικά παράλογοι αυτοί συνδυασμοί εντείνουν τη σημασία του λόγου στα όριά του, φλερτάροντας με το παράλογο, και με εκκεντρικό τρόπο καλούν τον αναγνώστη να διατηρήσει τον μίτο της σημασίας. Ο άνεμος κατεδαφίζεται αντί να κατεδαφίζει (σ.56), «Άσαρκα και ενάντια/ συνωθούνται στη θλιβερή ασκητική/ συμπιεσμένου σκότους/ αφτέρουγα φτερουγίζουν» («Ωδή στη βαλίτσα», σ. 24, αποχώρηση ή ταξίδι;), «Προτείνω, λοιπόν, να παίξουμε/ το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι./ Θα είσαι η γάτα και θα ’μαι το παιχνίδι» (σ. 33). Σε πολλές περιπτώσεις τα ποιήματά της ξαφνιάζουν μέσω του εκ πρώτης όψεως παράδοξου, ως ασκήσεις προσαρμογής στο ασυνήθιστο, ανοίγοντας νέους εκφραστικούς δρόμους. Γενικότερα, η Λουκίδου αρνείται το κοινότυπο, φέρνοντας την πραγματικότητα στα άκρα του φανταστικού, στα όρια της διάλυσης του νοήματος, ακροβατώντας επιτυχώς ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, στηριζόμενη και στα συναισθήματα που γεννιούνται. Θυμίζει τα απρόσμενα νοηματικά γυρίσματα της Κικής Δημουλά, συχνά επ’ αφορμή των λέξεων, σε ένα λεκτικό παιχνίδι. Στην ποίηση αυτή καλείσαι να αφεθείς. Δεν μπορείς να τη διαβάσεις σφιγμένος και αγκιστρωμένος στη λογική. Μόνο έτσι μπορείς να την απολαύσεις. Μια ακόμα χαρακτηριστική καινοτομία της συλλογής είναι οι «φωνές», που εισέρχονται με πλάγια γράμματα, σε ακαθόριστο μονόλογο ή διάλογο και αποτελούν την υποκειμενική έκφραση των ομιλούντων προσώπων, με ευθύ και έντονο τρόπο, που προσθέτει στο ποίημα ζωντάνια και κάποτε δραματική ένταση. Είναι φωνές της συνείδησης, των θέλω, των αντίλογων και των ενδόμυχων όντων, υψηλής συναισθηματικής έντασης, σε μια διαρκή εναλλαγή με το τρίτο πρόσωπο του ποιήματος, αποδίδοντας συναισθηματικές διακυμάνσεις. Κάποτε, προς το τέλος της συλλογής, παίρνουν τη σκυτάλη οι «ρητορικοί διάλογοι», καθώς οι ερωτήσεις είναι αφορμές για να ειπωθούν πράγματα. Στο τέλος του βιβλίου πρέπει να επισημανθεί μια ομάδα ποιημάτων «ποιητικής». Η συγκεκριμενοποίηση του θέματος βοηθάει στο να γίνονται πιο κατανοητά. Έτσι βοηθιόμαστε στην καλύτερη κατανόηση των τεχνικών της ποιήτριας, απορρίπτοντας πλήρως τη σουρεαλιστική ελευθερία. Για του λόγου το αληθές παραθέτω μερικούς στίχους από το ποίημα «Μάταιη αναμέτρηση» (σ. 84): «[…] γιατί η ποίηση είναι κατακλυσμός/ –δεν είναι κιβωτός, καλέ μου Νώε–/ ένα ασημένιο κουταλάκι να μεταλάβεις/ όσα αντέχουν στη φωτιά./ […]/ ν’ ακινητοποιήσεις τις νευρώσεις/ να καταλάβεις την υπόθεση/ από ένα δυο πλάνα μόνο/ κλεφτά απ’ την ταράτσα/ […]/ κι είναι κατάμεστη η πλατεία/ από καρναβαλιστές και άρματα/ κι εσύ πεταλούδα που καίγεται/ κάτω απ’ τους προβολείς». Αν και στο ποίημα υπάρχουν αρκετές διαφορές στον τρόπο γραφής από άλλα, εντούτοις μας δείχνει τις αισθητικές θέσεις της συλλογής.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου