29.5.20

ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

O Oρέστης Aλεξάκης γεννήθηκε στις 2/10/ 1931 στην Kέρκυρα. Σπούδασε νομικά και άσκησε στην Aθήνα το επάγγελμα του δικηγόρου έως το 1992. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στη Δυτική Γερμανία. Μετά το 1992 έζησε στην Κέρκυρα και στη Θεσσαλονίκη ενώ μετά εγκαταστάθηκε και πάλι μόνιμα στην Αθήνα. Έγραψε κυρίως ποίηση, παράλληλα όμως ασχολήθηκε με φιλολογικά μελετήματα, δοκίμια και κριτική. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Ισπανικά και Σερβικά. Έχει τιμηθεί για την ποίησή του με το βραβείο Nικηφόρου Bρεττάκου. Ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά. Πέθανε στην Αθήνα στις 16 Μαΐου του 2015.

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
«Η Περσεφόνη των γυρισμών», 1974
«Οι κόνδορες και το αντιπρανές», 1982
«Η λάμψη», 1983
«Βυθός», 1985
«Ο ληξίαρχος», 1989
«Αγαθά παιχνίδια», 1994
«Νυχτοφιλία», 1995
«Υπήρξε» (επιλογή από όλες τις προηγούμενες συλλογές καθώς και από την ανέκδοτη συλλογή «Ο απόπλους»), εκδ. Απόστροφος, Κέρκυρα, 1999
«Μου γνέφουν» (έμμετρα ποιήματα) 2000
«Ο μεταμφιεσμένος χρόνος» (συλλεκτικό φυλλάδιο εκτός εμπορίου), 2005
«Θίασος στην εξέδρα», 2006
«Το άλμπουμ των αποκομμάτων», 2009
«Ποίηση 1960-2009», 2011
«Το ρόπτρο», 2014

1-ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ

ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΩΝ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ (2009)

Α’ Νεκροί στη πόλη

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Καλώς ήρθες Μαρία στην ερημιά μας
έφερες την αγάπη στην άγρια χώρα μας
όμως Εσύ
θα μπορέσεις να κρατήσεις στην αγκαλιά σου
τη βαριά σιωπή του δάσους όταν νυχτώνει;
Θα μπορέσεις να κρατήσεις το βάρος
Της μεγάλης αγάπης Μαρία;
«Μαρία της παιδικής εποχής»
Η Περσεφόνη των γυρισμών
Κι όμως, την ξαναβρήκα τη Μαρία
Χρόνια μετά την παιδική ηλικία
Σ’ ένα μπαράκι της οδού Διδότου
καθισμένη στο τρίποδο πνιγμένη
στους καπνούς σα μια σύγχρονη Πυθία
«Ω μα και βέβαια σε θυμάμαι» μου ’πε
«Κι εσένα κι όλα εκείνα που γιομίζαν
μ’ αφροντισιά την παιδική ζωή μας
Τίποτα δε λησμόνησα μα ωστόσο
τώρα είμαι εδώ και προσπαθώ να ζήσω
να κρατηθώ στην ώρα των πραγμάτων
Όχι δεν είμαι φάντασμα δεν είμαι
νεκρή ποτέ δεν πέθανα και τότε
που επέστρεφες απ’ το νεκροταφείο
τόσο σκοτεινιασμένος απ’ τη θλίψη
κάπως θαρρώ σου το ’χα ψιθυρίσει
πως είμαι ζωντανή
και πως μια μέρα
σίγουρα θα ξαναβρεθούμε κάπου
στου κόσμου το μεγάλο πανηγύρι
Όμως περνούν τα χρόνια κι έχω μάθει
μόνο σ’ αυτούς τους χώρους να κοιτάζω
που περιφέρω το φθαρτό μου σώμα
Και τι ωφελεί να βλέπεις παραπέρα;
Σκιά το παρελθόν μα και το μέλλον
ανύπαρκτο
φανταστικό
μια πάχνη
που η τύρβη και το φως τη διασκορπίζουν
Λοιπόν τι λες θα πιούμε κάτι ακόμα;»

Δεν υπάρχουν σχόλια: