7.5.20

Το γαλάζιο πουλί

Κατερίνα Σημηντήρα
Δωμάτια, πάνω ,κάτω, κρυψώνες , υπόγεια, μυρουδιές υγρής ζύμης, ο ήχος του πάγου που έσπαζε κρυστάλλινος στα ουζοπότηρα τα καλοκαίρια. Ένας φεγγίτης με σάπιο κατωκάσι γεμάτο με ένα λεφούσι πράσινες γουστέρες επάνω από την δίφυλλη εξώπορτα σουλατσάριζε ανενόχλητο στους τοίχους και στη σκεπή σαν σκοτείνιαζε . Σανιδένια πατώματα έτριζαν και τρύπες από παλιούς ρόζους που ξεκόλλησαν κάποτε όλοι μαζί εκκωφαντικά όταν ο θεός τους επισκέφτηκε ένα απόβραδο με μια κραυγή. Τα θλιβερά δειλινά του Οκτώβρη γριές, τυλιγμένες στα μαύρα τους σάλια, μοιρολογούσαν
σιγανά σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα τα θαμμένα τους παιδιά. Μακριά μια βρεμένη θημωνιά* πέρα στον ορίζοντα ένα πανέμορφο γαλάζιο πουλί κελαηδούσε πρελούδια. Η μεγάλη σάλα αδειανή, οι τοίχοι γυμνοί. Τέσσερα παράθυρα στη σειρά, όλα κατά το νοτιά κι απέναντι κρεμασμένη, ολομόναχη, η ασπρόμαυρη προσωπογραφία της μικρής πεθαμένης. Το φως άπλετο, φυσικό, η θλίψη ακαθόριστη, όπως συμβαίνει πάντα με τα παλιά δωμάτια που εξακολουθούν να τα κατοικούν οι νεκροί. Έξω η πυκνή φυλλωσιά της αιωνόβιας ιτιάς έκρυβε το γαλάζιο πουλί που δεν κελαηδούσε τις φορές που θυμόταν πως δεν γνώρισε τις χαρές των πανηγυριών ,των γάμων , ούτε είχε ακούσει τους βαθιούς ήχους των ζουρνάδων και τον σαματά του νταουλιού που βαρούσε ακατάπαυστα ολάκερες βδομάδες. Μόνο τις βουβές ιστορίες των τρένων ήξερε που έτρεχαν πάντα μακριά από την ευτυχία των ανθρώπων . Ταξίδευαν βιαστικά μουγκρίζοντας, πέρα απ΄ τα Βοδενά, έφταναν στην Καρατζόβα κι από εκεί ως τη Λερίν με το πένθος τακτοποιημένο στις αποσκευές μην είναι ασήκωτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: