της Κατερίνας Γραμματικού
θα σας μιλήσω για την Άχνα. Μα πριν θα σας αφηγηθώ την ιστορία για τον άνθρωπο που με έκανε να γράψω γι αυτή.
Το σύμπαν συνωμοτεί για να δικαιώσει τον Κοέλιο ή αυτούς που πιστεύουν πολύ σε κάτι, κάπου;
Δεν χρειάστηκε να ταξιδέψω μέχρι τη Βοστώνη για να τον συναντήσω, όπως είχα φανταστεί, αφού ο μαθητής επιλέγει το δάσκαλό του. Και ο δάσκαλός μου είχε έρθει να με βρει. Να βρει, μαζί και όλους εκείνους που τον είχαν προσκαλέσει για να τους διδάξει. Ο Στρατής Χαβιαράς (1935-2020) είχε επιστρέψει πλέον στη χώρα του γαλάζιου του ουρανού και του βαθύ μπλε της θάλασσας, “στον τόπο”, όπως έχει γράψει ο ίδιος, “που είδε για πρώτη φορά το φως και το σκοτάδι”.
Ήταν αργά το απόγευμα όταν μου συστήθηκε, αν και τον ήξερα ήδη.
“ Its happy hour”, μου είπε με χαμόγελο. Αυτό σήμαινε ότι η μέρα περνούσε και τη δουλειά αντικαθιστούσε ένα χαλαρωτικό ποτό. Συνήθειες της Αμερικής όπως μου είπε. Πάρε κι εσύ ένα. Πήρα κι εγώ το ίδιο. Μαύρο ρούμι κοκα κόλα. Θα μάθαινα έκτοτε να πίνω κι εγώ ρούμι.
Είχα επιλεγεί, μαζί με άλλους 10 νεοσύλλεκτους, να καταταγώ στους δόκιμους του λόχου του στο εργαστήρι πεζού λόγου που οργάνωνε το παράρτημα ελληνικού πολιτισμού του πανεπιστημίου του Harvard στην Ελλάδα, στο Ναύπλιο.
Έτσι κάπως άρχισε και η λογοτεχνική διαδρομή γνωριμίας με τον άνθρωπο πρωτίστως και συγγραφέα που παρότι διέπρεψε επαγγελματικά και συγγραφικά στις ΗΠΑ η πατρίδα ήταν πάντα μέσα στην καρδιά του, να την συλλογίζεται κι αυτή να τον ανταμείψει κάποια στιγμή με περηφάνια.
Ο Στρατής γράφει για το παντοδύναμο παρελθόν και την αφέντρα νοσταλγία, για τα δύσκολα χρόνια, την ορφάνια΄ αυτά αφηγείται ο Χαβιαράς σε κάθε του γραπτό, ποίημα ή πεζό. Δεν είναι άλλωστε ασήμαντη, μια σχετική δήλωση του Εγγονόπουλου, όταν έλεγε “εγώ θα τσακίσω την νοσταλγία μου”. Αλήθεια, μεγαλώνει ή μικραίνει ποτέ η νοσταλγία;
Κάθε του πόνημα κρύβει λίγο από το σκοτωμένο αίμα, του εμφύλιου σπαραγμού, τα δάκρυα του ξενιτεμού, τους αναστεναγμούς που φεύγουν κι έρχονται με το πέρασμα της εφηβείας και μια εμμονή στη θύμηση. Δεν παραφέρεται ωστόσο σε δακρύβρεχτες νοσταλγικές περιγραφές προκειμένου να εξαναγκάσει το συναίσθημα του αναγνώστη. Ούτε υποτροπιάζει σε λανθάνοντες συναισθηματισμούς. Στην γραφή του, όπως έχει αναφέρει ο Fred Marcellino (αναφερόμενος στο βιβλίο When the tree sings στους N.Y. Times) διακρίνει εκτός από ειρωνεία, ντομπροσύνη και βάναυση ειλικρίνεια. Μια ανυπόκριτη, χωρίς περιστροφές, απροσποίητη και άδολη γραφή.
Άχνα· το βιβλίο που γράφτηκε για πρώτη φορά απευθείας στη μητρική του γλώσσα, την ελληνική, σε προσπάθεια να ενωθεί ξανά με τη γαία γη ή “δίνοντάς το ως αντίδωρο στη μητέρα πατρίδα”, όπως ο ίδιος έχει πει και.
Παλεύει και στην Άχνα με τις σημαίνουσες μνήμες, τις χαραγμένες στο σκληρό πρόσωπο της… Είναι αυτές είναι που αξίζουν την ενθύμηση, αντί των άλλων, που αφήνεις να σβήσουν ως λιγότερο σημαντικές και αξίζουν τη λησμονιά.
Πριν την Άχνα έχουν παρέλθει άλλα βιβλία, τα Ηρωικά χρόνια, το πορφυρό και μαύρο νήμα, Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, ποιητικές συλλογές, κριτικές και μια λαμπρή καριέρα στο τμήμα της Ποίησης του Πανεπιστημίου της Βοστώνης με την συνεργασία του με την Αγγλική και Αμερικάνικη λογοτεχνία και ποίηση.
Ο δάσκαλος Στρατής αυτοβιογραφείται σε όλα τα βιβλία του. Βέβαια στην Άχνα είναι πια καταξιωμένος και μπορεί να αφήσει, ή να επιτρέψει, όπως έχουν κάνει τόσοι σπουδαίοι ζωγράφοι, λογοτέχνες, ποιητές, τελειοποιώντας την νατουραλιστική αναπαράσταση, τον κανόνα του μέτρου, της πειθαρχίας για να υιοθετήσουν την αινιγματική φόρμα, το μη λελογισμένο, το ανορθόδοξο. Υιοθετεί ένα αντάρτικο στους περιορισμούς της Αριστοτελικής δομής που υποβάλλει αρχή, μέση και τέλος, δίχως σημεία στίξης, αλλά με συνδέσμους και υπαινιγμούς, περνώντας με θάρρος και φρόνηση στην υπέρβαση και στον υπερρεαλισμό ή στο μαγικό ρεαλισμό, σε έναν υπερβάλλοντα συντελεσμένο ρομαντισμό που μια πρωτοπορία μόνο μπορεί να γεννήσει.
Η λυρική Άχνα κάνει αφηγηματικά βήματα ανάποδα, στοχεύοντας να ξαναμαζέψει το κουβάρι της μνήμης. Ο συγγραφέας επιλέγει να την (ανα)συντάξει ως ένα κείμενο παλίμψηστο, κειμήλιο της αναφορικότητας, κολλάει με την τεχνική Kintsugi των ιαπώνων, τεμαχισμένα κομμάτια για να αποκτήσει πάλι το ίδιο σχήμα και χρήση το αντικείμενο όπως όταν δημιουργήθηκε, στη λογική ενός ατέρμονου αγώνα αυτογνωσίας που διακαώς επιθυμεί ο καθένας να ενώσει. Φτιάχνει-κολλάει-, ένα δικό του Ευαγγέλιο, μια δική του Τορρά, αριθμημένη σε εδάφια χρηστικά και αναφορικά. Ένα Κώδικα που προσφέρεται προς ερμήνευση και απόκτηση γνώσης. Επιθυμεί κι όλας με την Άχνα, πέραν της κυρίαρχης ανάμνησης να αναδείξει μια φιγούρα σημαντική ίσως για τον ίδιο. Είναι το είδωλο της Άχνας, αυτό που το κάνει καθρέπτη για να αποτυπώσει τα πάθη της παιδικής- εφηβικής ηλικίας, εγγίζοντας το παρόν.
Γυρίζει και ξαναγυρίζει, περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα σαν να είναι χώρα, πατρίδα δίχως σύνορα, που φεύγει κι επιστρέφει έχοντας ελευθέρας. Θέλοντας να ερωτευτεί ξανά το ίδιο ονειρικό πρόσωπο, όσο αδύνατο κι αν φαντάζει κάτι τέτοιο, είναι επιθυμία, μα στο όνειρο όλα μπορούν να πραγματοποιηθούν. Όπως άλλωστε έχει πει ο Μαρσέλ Μαρσό “χωρίς τα όνειρα δεν θα υπήρχε πραγματικότητα”.
~417. ”Ζεις τον έρωτα που αξίζεις και χίλια πράγματα ζουν χάρη σ εσένα για χάρη σου”.
~485. Προσωπικά “βιωματικά σπαράγματα”, όπως τα έχουν ονομάσει βιβλιοκριτικοί, περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο. Όλα αποτελούν ένα μεταμοντέρνο αποτύπωμα της σύγχρονης πεζογραφίας, μια ανατροπή της τέχνης της αφήγησης, που δίχως να έχει ανάγκη από σημεία στίξης, απελευθερώνει τον συγγραφέα, ή μήπως αφήνει τον αναγνώστη να πάρει την ανάσα που θέλει, να βρει το ρυθμό που γυρεύει, δίχως να του υποβάλλει ο συγγραφέας, αλλά να βρίσκει μόνος του μέτρο, αντί να του ορίζει το μέτρο .
“Μάθε όχι μέτρημα αλλά μέτρο και θα δεις ότι τα βάρη, τα μεγέθη και οι συχνότητες θα μάθουν κι εκείνα”.
Μια συνεχής ροή σκέψεων, διαθέσεων και αναμνήσεων, ανακύπτουν από το βιβλίο, τουβλάκια lego, συναισθηματικά σκιρτήματα, συγκαλούν αναγνώστη και συγγραφέα να ενώσουν το σπασμένο Λακανικό καθρέπτη της ψυχικής συνιστώσας εμπρός στη μακρόπνοη προσπάθεια αναζήτησης και εξεύρεσης του Εγώ.
Πως θα την περιέγραφα λοιπόν την Άχνα;
Άχνα, βασίλισσα της σιωπής.
Σημάδι ζωής πάνω στον καθρέπτη.
Κυρία της ευγένειας.
Πρέσβειρα αφωνίας, μαρτυράει δίχως να πει,
Μεγαλουργεί εν τη απουσία ήχου…
Άχνα, τίτλος βιβλίου.
Γραμμένο σε άτακτη γραφή, δηλώνει τη μάχη επικράτησης της γλώσσας πρωτίστως που, μετρική γίνεται αποκλειστικά ποιητική, όταν γίνει λυρική ανήκει και στον πεζό λόγο. Μα είναι κοινή για όλα τα είδη τέχνης σαν είναι να μιλήσει για τον εαυτό της.
Η ανάκληση ιστοριών είναι η αποθησαύριση, είναι τα καλά φυλαγμένα κουμπιά στο κουτί που μετρούν τον χρόνο, την ηλικία, που βαστούν τη μνήμη από το κομμάτι του ρούχου που πάνω τους υπήρξαν κάποτε.
“Τα ρούχα τα αλλάζουμε τα πετάμε τα κουμπιά τα κρατάμε”.
Συμβολικά κουμπιά κουμπώνουν τα μυθιστορήματά του κι αυτά αποκαλύπτουν τον ονειροπόλο Στρατή που σαν να ονειρεύεται τις ιστορίες και πιάνει και τις καταγράφει αυτόματα, να μην τις χάσει θέλει, ή να ξεχάσει, δεν θέλει. Άλλωστε, “κάθε ιστορία”, όπως έχει πει ο Μπόρχες, “ατομική ή συλλογική, μπορεί κανείς να την ανακαλέσει μέσα από την ονείρευση”. Έπειτα τις διανθίζει με το χάρισμα της γραφής και της τέχνης του λόγου που τον διακατέχει.
Θα ήθελα να τον είχα γνωρίσει πιο πριν, εκεί, στις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του ΄60, τότε που συνομιλούσε με τον αρχιτέκτονα Γκρόπιους, τον θεατρικό συγγραφέα Μίλερ και φιλούσε γλυκά το μάγουλο της Μέριλυν, τότε που τα κοινωνικά κινήματα φώναζαν το ανεκπλήρωτο μήπως μπορέσει να εκπληρωθεί, να γίνει ο κόσμος καλύτερος κι αυτός ας μην γινόταν.
Η Άχνα παίρνει μορφή, ζει και αναπνέει, έχει πεθάνει ήδη, αφού δεν έχει σημασία ο χρόνος, το αιώνιο παραμένει αιώνιο. Η Άχνα απορεί, αμφισβητεί ίσως και για αυτά που έζησε, αμφιβάλλει.
Η Άχνα μιλάει με τις σιωπές του έρωτα, με το στόμα της γυναίκας, το αντικείμενο του πόθου, που δίχως να της μιλάς, αγαπάς, την παντοτινή γυναίκα, Εύα το όνομά της, αυτήν που λάτρεψες και θα λατρεύεις για πάντα, θα τιμάς, ιέρεια αρχέγονης τελετουργίας.
Αναγνωρίσιμη η Άχνα όταν μιλάει στη γλώσσα της καρδιάς, την κοινή γλώσσα των ανθρώπων, καταρρίπτοντας χιλιάδες Βαβέλ, λαμβάνει οικουμενική απήχηση.
Η Άχνα που και που μιλά με αποφθέγματα και μύθους, πάθη και πόθους, που δεν καταλαγιάζουν εύκολα αφού “έρωτας και πόλεμος το ίδιο”, μας έλεγε συνεχώς. Δεν τελειώνουν οι μάχες ούτε σε αυτό το έργο όσο ο έρωτας παίρνει κι άλλη παράταση μες στους αιώνες.
485 Φραγκμέντα που αφού υφάνει πλέκει, αναδημιουργεί με υλικά του χθες, το επιφανές τώρα. Δεν το φτιασιδώνει, δεν το γεμίζει πλουμίδια , άλλωστε το αναφέραμε, προσομοιάζει στον χαρακτήρα του δημιουργού του η γραφή του.
Ανασυνθέτει θραύσματα μέσα από μνήμες ή μνήμες από τα θραύσματα; Μήπως η Άχνα είναι η φασματική μορφή της μνήμης, το άπιαστο όνειρο που, κι όταν ακόμη το έχεις πιάσει δεν θέλεις να το πιστέψεις;
~411 . “Έτρεχε αλλά δε σε άφηνε να πάψεις να τρέχεις ξοπίσω της. Όταν καμιά φορά την έφτανες δεν ήταν Άχνα-μπα” αναφέρει ο συγγραφέας
Ο αφηγηματικός ρυθμός της Άχνας αν ποιητική πρόζα με έντονα λυριά στοιχεία.
Ο χρόνος βρίσκεται στην αλληλοδιαδοχή των περιστατικών και στιγμιότυπων, προσδίδοντας κίνηση.
H φωνή του αφηγητή, άλλοτε ταυτίζεται κι άλλοτε όχι με το γραμματικό ΕΓΩ -τριτοπρόσωπη γραφή -που εξομολογείται πραγματικά γεγονότα σε πραγματικούς τόπους: Κίος, Αρβανιτιά, Ακροναυπλία, αρχαίο λιμάνι Άργους, Ίναχος ποταμός. Αλήθεια, πόσο δύσκολο είναι αυτό καμιά φορά. Τι γενναιοδωρία πρέπει να δείξεις όταν είναι να διαφωτίσεις και τα άσχημα γεγονότα του παρελθόντος; γιατί στα όμορφα και ευχάριστα γίνεσαι και σπάταλος με τις αφηγήσεις σου .
~ 484. Η ψυχή σου γανιασμένη σαν άνυδρη μόνο ακρίδα και χαρουπόμελο η ψυχή σου ένα πείσμα ατρύγητο.
Και λίγο πιο κάτω λέει,
Η ψυχή σου ένα σάλτο ένα πήδημα 1+1=Τι;
Είχε κι αυτός τη δική του συγγραφική χίμαιρα, όπως κάθε αναγνώστης έχει καθώς προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις.
“Να μπορούσα να μην διαβάζω δημιουργικά, να μην κρατάω σημειώσεις, να μην σκέφτομαι πως το έγραψε ετούτο ή εκείνο ο τάδε ή η δείνα συγγραφέας”, μας είχε πει κάποια στιγμή στις συναντήσεις μας ο αδηφάγος βιβλιοαναγνώστης Χαβιαράς. Είναι κουραστικό όσο και ευχάριστο, αλήθεια είναι, να πηγαίνεις πίσω από τις γραμμές.
Ο ίδιος έχει αναφέρει (~220): “Μάθε παρεμβαίνει η Άχνα δεν είναι τόσο η γραφή που φυσάει την πνοή της ζωής στο χαρτί ή στην πέτρα. Η ανάγνωση είναι”.
Το συγκεκριμένο βιβλίο ζητά την ξεχωριστή ανάγνωση και ο αναγνώστης μπορεί να δώσει το τέλος που θέλει.
~485. ΤΕΛΟΣ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ.
Τέλος, τι κι αν τόσες προσωπικές ήττες και κακουχίες επέβαλλαν εξωγενείς δυνάμεις: ορφάνια, πόλεμοι, φτώχεια, σκληρή εργασία σε μικρή ηλικία. Μέσα του έγιναν μήτρες, γέννησαν λέξεις, ιδέες, καλοσύνη, εκφραστικά είπαν ιστορίες, ποιήματα, έγιναν τέχνη, για να συγκολλήσουν τη φαντασία και τους μύθους με την αλήθεια γύρω του, μέσα του, μέσα του έκαναν πράξη το να μιλάς για πράγματα που σου έχουν μιλήσει πρώτα στη ψυχή κι ας σε πόνεσαν τόσο, όταν γνωρίζεις τον τρόπο και έχεις ανάγκη να τα εκφράζεις ή προσδοκάς απλά την ενσυναίσθηση.
Αυτή είναι η Άχνα του δικού μου δάσκαλου Στρατή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου