του Γιάννη Ν. Μπασκόζου
Εκδόθηκαν πρόσφατα τρία βιβλία με επίκεντρο την Χάνα Άρεντ, που δίνουν τη δυνατότητα να «επισκεφθούμε» την πολιτική της σκέψη σε διαχρονικά δίπολα όπως η εξουσία και η βία, η δημοκρατία και τα δικαιώματα, η αλήθεια και η πολιτική, η επανάσταση και οι νεανικές διαμαρτυρίες. Πολλοί γνωρίζουν άκρες – μέσες τη διαμάχη που ξέσπασε με την «Κοινοτοπία του κακού», μελέτη της Χάνα Άρεντ που γράφτηκε σχετικά με τη δίκη του Άιχμαν αλλά πολύ λιγότερο γνωρίζουν τις θέσεις της σε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Το πρώτο βιβλίο είναι γραμμένο από τον
Ρίτσαρντ Μπερνστάιν, καθηγητή Φιλοσοφίας στο New School for Social Research της Νέας Υόρκης και είναι εισαγωγικό στη ζωή και τη σκέψη της. Τα άλλα δύο είναι δικά της, το Κρίσεις της Δημοκρατίας και το Περί Βίας, και τα δύο με επιμέλεια – μετάφραση των Δημήτρη Ψυχογιού, Άννα Δαμιανίδη. Όντας άπατρις γερμανο- εβραία η Άρεντ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το πόσο αναφαίρετα είναι τα «αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα» που χαρακτηρίζουν κυρίως το Γαλλικό και το Αμερικανικό Σύνταγμα, αφετηρίες και έμπνευση και για άλλα συντάγματα. Τονίζει ότι το δράμα των ανθρώπων χωρίς δικαιώματα, δεν είναι μόνον ότι στερήθηκαν ελευθερία, ελεύθερη κοινωνική ζωή, ελευθερία γνώμης ή ότι δεν είναι ίσοι απέναντι στο νόμο αλλά ότι δεν υπάρχει κανένας νόμος γι αυτούς. Οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζονται ως να είναι περιττοί. Για την Άρεντ το πιο μεγάλο δικαίωμα είναι να έχεις δικαιώματα. Σχετικά με τη σχέση αλήθεια και πολιτικής η φιλόσοφος αναρωτιέται «αν είναι στη φύση της αλήθειας να είναι αδύναμη και στη φύση της εξουσίας να εξαπατά;». Χαρακτηρίζει τον πολιτικό ψευδολόγο ως άνθρωπο της δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει τον κόσμο ώστε να εναρμονιστεί με το ψέμα του. Κι αν αυτό, λέει, ήταν χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων σήμερα γίνεται επικίνδυνο φαινόμενο καθώς ηγέτες μεγάλων δημοκρατικών χωρών να μετέρχονται τα ίδια μέσα. Και πώς να μη σκεφτείς κανείς την πολιτική και την επιχειρηματολογία του Τραμπ; Παρόλα αυτά η Άρεντ δεν πίστευε ότι η πολιτική είναι μια αρνητική, «βρώμικη» έννοια. Η ίδια εξάλλου είχε προτείνει πολλές φορές εποικοδομητικές προτάσεις. Για παράδειγμα υποστήριζε τη δημιουργία εβραϊκής πατρίδας στην Παλαιστίνη και όχι εβραϊκού έθνους – κράτους. Μιας εβραϊκής πατρίδας όπου θα άνθιζε ο εβραϊκός πολιτισμός και όπου θα μάθαιναν να συμβιώνουν αρμονικά εβραίοι και άραβες, όλοι με ίσα δικαιώματα. Ήταν αντίθετη στη δημιουργία σιωνιστικού κράτους πιστεύοντας ότι θα διαιωνιζόταν το μίσος μεταξύ των δύο λαών. Φυσικά η πρότασή της αυτή την κατέταξε στους «ανεπιθύμητους» εβραίους. Δυστυχώς οι παρατηρήσεις της διατηρούν ακέραια και σήμερα την ισχύ τους. Στο θέμα της δημοκρατίας είχε την εδραιωμένη αντίληψη ότι η ομοφωνία είναι επικίνδυνο φαινόμενο. «Η έκφραση ποικίλων απόψεων, έγραφε, και η επίγνωση ότι άλλοι συνάνθρωποί μας σκέφτονται διαφορετικά για το ίδιο ζήτημα μάς προστατεύει από τη θεολογική βεβαιότητα, η οποία σταματά κάθε συζήτηση και υποβαθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις σε σχέσεις μυρμηγκοφωλιάς». Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι απόψεις της προκάλεσαν – κάποτε δικαίως. Γιατί η Άρεντ παίρνοντας το ρίσκο του δημόσιου διανοούμενου έσφαλλε σε ορισμένες περιπτώσεις. Μία από αυτές ήταν όταν επιχειρηματολόγησε υπέρ του δικαιώματος των γονέων να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία όπου φοιτούν μόνον λευκά παιδιά, λέγοντας ότι σε επίπεδο κοινωνίας το κράτος δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλλει με νομικά μέσα και να παρεμβαίνει στις προκαταλήψεις και τις κοινωνικές πρακτικές. Όταν ο Ραλφ Έλισον (συγγραφέας του Ο αόρατος άνθρωπος) την κατηγόρησε ότι αδυνατούσε να κατανοήσει τι έχουν στο μυαλό τους οι άνθρωποι που αναγκάζονται να ζουν σε μια κοινωνία χωρίς αναγνώριση, που όμως συμμερίζονται τα ιδανικά αυτής της κοινωνίας και θέλουν να συμβάλλουν σε αυτά, η Άρεντ αναγκάστηκε να παραδεχτεί το λάθος. Κατά τον Ρίτσαρντ Μπερνστάιν ήταν λάθος επίσης η εκτίμησή της ότι όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι εβραίοι ηγέτες συνεργάστηκαν με τον έναν ή άλλον τρόπο με τους ναζί ενώ αν ήταν ανοργάνωτοι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων θα ήταν λιγότερος. Αλλά λάθος θεωρείται από πολλούς (και μάλλον δεν έχουν άδικο) η άποψη της για την Κοινοτοπία του Κακού, όπου θέλησε να διακρίνει τον άνθρωπο Άιχμαν από τον Άιχμαν εγκληματία , λέγοντας ότι ο Άιχμαν δεν ήταν τέρας, ήταν ένας κοινός άνθρωπος, εγκλωβισμένος στα ίδια του τα κλισέ και τους κανόνες. Αν και παραδεχόταν ότι έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες στην ιστορία εντούτοις υποστήριζε η Άρεντ ότι «πέρα από την προσωπική του ανέλιξη, δεν είχε άλλο κίνητρο» και «κατά το κοινώς λεγόμενο απλώς ποτέ του δεν κατάλαβε τι έκανε». Εδώ η Άρεντ παραβλέπει το ζήτημα τη προσωπικής ευθύνης και αντιμετωπίζει την περίπτωση του Άιχμαν ως ένα «πραγματολογικό» ζήτημα. Στο βιβλίο της «Κρίσεις περί δημοκρατίας» δημοσιεύεται μια συνέντευξή της με θέμα τις νεανικές επαναστάσεις. Η συνέντευξη δόθηκε το 1970, λίγο μετά τον Μάη του ΄68 και μεσούσης της κρίσης στα γερμανικά και ιταλικά πανεπιστήμια. Η Άρεντ αφού τονίσει ότι το φοιτητικό κίνημα έχει αποκλειστικά σχεδόν ηθικά κίνητρα διαπίστωσε και μια νέα εμπειρία: τη διασκέδαση μέσω της δράσης, κάτι σαν «δημόσια ευτυχία». Και γι αυτό αξιολογούσε το δημοκρατικό φοιτητικό κίνημα ως θετικό παράγοντα στη δημόσια ζωή αν και τόνισε ότι η εμβέλεια του είναι περιορισμένη: π.χ. το αμερικάνικο νεανικό κίνημα έχει επιτύχει σπουδαίους στόχους, όπως η εναντίωση στον πόλεμο του Βιετνάμ και στον ρατσισμό αλλά θα αποτύχει αν παρασυρθεί και καταστρέψει τα Πανεπιστήμια, μιας και αυτά έχουν τη δική τους εσωτερική κρίση που σχετίζεται με την κρίση στις επιστήμες και το τι είναι πρόοδος. Για να τονίσει ότι τα Πανεπιστήμια δίνουν τη δυνατότητα στους φοιτητές για κάποια χρόνια να βρίσκονται έξω από κοινωνικές ομάδες και υποχρεώσεις, να είναι πραγματικά ελεύθεροι. Αν καταστρέψουν τα Πανεπιστήμια θα χάσουν τη δυνατότητα να σκέφτονται και να εξεγείρονται. Σχολιάζει ακόμα και κάτι τόσο κοντινό σε μας : Πώς γίνεται μια μικρή ομάδα φοιτητών με φωνασκίες να αποδιαρθρώνει ένα αμφιθέατρο γεμάτο φοιτητές που στην πλειοψηφία τους έχουν ψηφίσει υπέρ της συνέχισης της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Για να καταλήξει ότι τα Πανεπιστήμια έχουν κυριευθεί από μια τεράστια «αρνητική ενότητα», όπου η πλειοψηφία αρνείται να εφαρμόσει τη δύναμή της. Ρηξικέλευθες είναι οι απόψεις της Άρεντ για τη σχέση εξουσίας και βίας. Δεν συμφωνεί ότι η εξουσία και η βία είναι το ίδιο πράγμα. Διακρίνει την εξουσία ως πολιτική ισχύ, που εκφράζει το από κοινού πράττειν με συμφωνία των πολλών και έχει νομιμοποίηση, ενώ διαφέρει από την ισχύ του ενός όπου οι πολλοί μπορούν να την αναιρέσουν και από τον καταναγκασμό ως έννοια, που κι αυτός διαφέρει από τη βία. Για την Άρεντ εξουσία και βία είναι αντίθετες, όπου βασιλεύει η μία η άλλα είναι απούσα. Επικρίνει τη θεωρία της αρνητικής διαλεκτικής (Χέγκελ, Μαρξ) ότι μέσα στο κακό μπορεί να κυοφορείται και το καλό. Έτσι και η εξουσία δεν μπορεί να προκύψει από τη βία που είναι το αντίθετό της. Ακόμα κι οι απόψεις της για τον Τρίτο Κόσμο έχουν μια ριζοσπαστική οπτική. Θεωρούσε ότι ο Τρίτος Κόσμος δεν είναι πραγματικότητα αλλά ιδεολογία. Κατ΄ αυτήν η Νέα Αριστερά κακώς έβαλε όλες τις τρίτες χώρες σε ένα τσουβάλι αφού μεταξύ τους έχουν τεράστιες διαφορές. Τέλος για τις διαφορές καπιταλισμού και σοσιαλισμού (υπαρκτού) βλέπει λίγες διαφορές αφού και οι δύο βασίζονται σε ίδιες κρατικές επιλογές. Είναι δύσκολο να μιλήσεις σε ένα περιορισμένο χώρο για τη σκέψη μιας διανοούμενης όπως η Χάνα Άρεντ, η οποία επηρέασε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, δίχασε και επαινέθηκε ενώ εξακολουθεί ακόμα να επηρεάζει. Μερικά στοιχεία των απόψεων της σταχυολόγησα κυρίως για να δείξω την ενδιαφέρουσα και πάντα επίκαιρη σκέψη της και κυρίως να τονίσω την θέληση να παρεμβαίνει χωρίς να κρύβεται, να παίρνει αντιδημοφιλείς θέσεις, χωρίς να φοβάται, να ανατρέπει διαδεδομένες θεωρίες επιδραστικών φιλοσόφων και πάντα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ερωτημάτων που θέτει ο άνθρωπος. Info:
Ρίτσαρντ Μπερνστάιν, Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ, μετάφραση: Βασιλική Σουλαδάκη, επιμέλεια: Δημήτρης Ψυχογιός, Επίκεντρο.
Hanna Arendt, Περί βίας, εισαγωγή, μετάφραση: Άννα Διαμανίδη, Δημήτρης Ψυχογιός, Επίκεντρο. Hanna Arendt, Κρίσεις της Δημοκρατίας, μετάφραση: Άννα Διαμανίδη, Δημήτρης Ψυχογιός, Επίκεντρο.
https://www.oanagnostis.gr/hannah-arendt-leptes-diakriseis-dimokratia-exoysia-via-epanastasi-toy-gianni-n-mpaskozoy/?fbclid=IwAR3LXVhnQ3lComjYEJto9nZbxCxA8ddcoh-yl5FB5f5-_qHBfxg6lPtaYXc
Εκδόθηκαν πρόσφατα τρία βιβλία με επίκεντρο την Χάνα Άρεντ, που δίνουν τη δυνατότητα να «επισκεφθούμε» την πολιτική της σκέψη σε διαχρονικά δίπολα όπως η εξουσία και η βία, η δημοκρατία και τα δικαιώματα, η αλήθεια και η πολιτική, η επανάσταση και οι νεανικές διαμαρτυρίες. Πολλοί γνωρίζουν άκρες – μέσες τη διαμάχη που ξέσπασε με την «Κοινοτοπία του κακού», μελέτη της Χάνα Άρεντ που γράφτηκε σχετικά με τη δίκη του Άιχμαν αλλά πολύ λιγότερο γνωρίζουν τις θέσεις της σε κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Το πρώτο βιβλίο είναι γραμμένο από τον
Ρίτσαρντ Μπερνστάιν, καθηγητή Φιλοσοφίας στο New School for Social Research της Νέας Υόρκης και είναι εισαγωγικό στη ζωή και τη σκέψη της. Τα άλλα δύο είναι δικά της, το Κρίσεις της Δημοκρατίας και το Περί Βίας, και τα δύο με επιμέλεια – μετάφραση των Δημήτρη Ψυχογιού, Άννα Δαμιανίδη. Όντας άπατρις γερμανο- εβραία η Άρεντ ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το πόσο αναφαίρετα είναι τα «αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα» που χαρακτηρίζουν κυρίως το Γαλλικό και το Αμερικανικό Σύνταγμα, αφετηρίες και έμπνευση και για άλλα συντάγματα. Τονίζει ότι το δράμα των ανθρώπων χωρίς δικαιώματα, δεν είναι μόνον ότι στερήθηκαν ελευθερία, ελεύθερη κοινωνική ζωή, ελευθερία γνώμης ή ότι δεν είναι ίσοι απέναντι στο νόμο αλλά ότι δεν υπάρχει κανένας νόμος γι αυτούς. Οι άνθρωποι αυτοί αντιμετωπίζονται ως να είναι περιττοί. Για την Άρεντ το πιο μεγάλο δικαίωμα είναι να έχεις δικαιώματα. Σχετικά με τη σχέση αλήθεια και πολιτικής η φιλόσοφος αναρωτιέται «αν είναι στη φύση της αλήθειας να είναι αδύναμη και στη φύση της εξουσίας να εξαπατά;». Χαρακτηρίζει τον πολιτικό ψευδολόγο ως άνθρωπο της δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει τον κόσμο ώστε να εναρμονιστεί με το ψέμα του. Κι αν αυτό, λέει, ήταν χαρακτηριστικό των ολοκληρωτικών καθεστώτων σήμερα γίνεται επικίνδυνο φαινόμενο καθώς ηγέτες μεγάλων δημοκρατικών χωρών να μετέρχονται τα ίδια μέσα. Και πώς να μη σκεφτείς κανείς την πολιτική και την επιχειρηματολογία του Τραμπ; Παρόλα αυτά η Άρεντ δεν πίστευε ότι η πολιτική είναι μια αρνητική, «βρώμικη» έννοια. Η ίδια εξάλλου είχε προτείνει πολλές φορές εποικοδομητικές προτάσεις. Για παράδειγμα υποστήριζε τη δημιουργία εβραϊκής πατρίδας στην Παλαιστίνη και όχι εβραϊκού έθνους – κράτους. Μιας εβραϊκής πατρίδας όπου θα άνθιζε ο εβραϊκός πολιτισμός και όπου θα μάθαιναν να συμβιώνουν αρμονικά εβραίοι και άραβες, όλοι με ίσα δικαιώματα. Ήταν αντίθετη στη δημιουργία σιωνιστικού κράτους πιστεύοντας ότι θα διαιωνιζόταν το μίσος μεταξύ των δύο λαών. Φυσικά η πρότασή της αυτή την κατέταξε στους «ανεπιθύμητους» εβραίους. Δυστυχώς οι παρατηρήσεις της διατηρούν ακέραια και σήμερα την ισχύ τους. Στο θέμα της δημοκρατίας είχε την εδραιωμένη αντίληψη ότι η ομοφωνία είναι επικίνδυνο φαινόμενο. «Η έκφραση ποικίλων απόψεων, έγραφε, και η επίγνωση ότι άλλοι συνάνθρωποί μας σκέφτονται διαφορετικά για το ίδιο ζήτημα μάς προστατεύει από τη θεολογική βεβαιότητα, η οποία σταματά κάθε συζήτηση και υποβαθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις σε σχέσεις μυρμηγκοφωλιάς». Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι απόψεις της προκάλεσαν – κάποτε δικαίως. Γιατί η Άρεντ παίρνοντας το ρίσκο του δημόσιου διανοούμενου έσφαλλε σε ορισμένες περιπτώσεις. Μία από αυτές ήταν όταν επιχειρηματολόγησε υπέρ του δικαιώματος των γονέων να στέλνουν τα παιδιά τους σε σχολεία όπου φοιτούν μόνον λευκά παιδιά, λέγοντας ότι σε επίπεδο κοινωνίας το κράτος δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλλει με νομικά μέσα και να παρεμβαίνει στις προκαταλήψεις και τις κοινωνικές πρακτικές. Όταν ο Ραλφ Έλισον (συγγραφέας του Ο αόρατος άνθρωπος) την κατηγόρησε ότι αδυνατούσε να κατανοήσει τι έχουν στο μυαλό τους οι άνθρωποι που αναγκάζονται να ζουν σε μια κοινωνία χωρίς αναγνώριση, που όμως συμμερίζονται τα ιδανικά αυτής της κοινωνίας και θέλουν να συμβάλλουν σε αυτά, η Άρεντ αναγκάστηκε να παραδεχτεί το λάθος. Κατά τον Ρίτσαρντ Μπερνστάιν ήταν λάθος επίσης η εκτίμησή της ότι όλοι, χωρίς εξαίρεση, οι εβραίοι ηγέτες συνεργάστηκαν με τον έναν ή άλλον τρόπο με τους ναζί ενώ αν ήταν ανοργάνωτοι ο συνολικός αριθμός των θυμάτων θα ήταν λιγότερος. Αλλά λάθος θεωρείται από πολλούς (και μάλλον δεν έχουν άδικο) η άποψη της για την Κοινοτοπία του Κακού, όπου θέλησε να διακρίνει τον άνθρωπο Άιχμαν από τον Άιχμαν εγκληματία , λέγοντας ότι ο Άιχμαν δεν ήταν τέρας, ήταν ένας κοινός άνθρωπος, εγκλωβισμένος στα ίδια του τα κλισέ και τους κανόνες. Αν και παραδεχόταν ότι έγινε ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες στην ιστορία εντούτοις υποστήριζε η Άρεντ ότι «πέρα από την προσωπική του ανέλιξη, δεν είχε άλλο κίνητρο» και «κατά το κοινώς λεγόμενο απλώς ποτέ του δεν κατάλαβε τι έκανε». Εδώ η Άρεντ παραβλέπει το ζήτημα τη προσωπικής ευθύνης και αντιμετωπίζει την περίπτωση του Άιχμαν ως ένα «πραγματολογικό» ζήτημα. Στο βιβλίο της «Κρίσεις περί δημοκρατίας» δημοσιεύεται μια συνέντευξή της με θέμα τις νεανικές επαναστάσεις. Η συνέντευξη δόθηκε το 1970, λίγο μετά τον Μάη του ΄68 και μεσούσης της κρίσης στα γερμανικά και ιταλικά πανεπιστήμια. Η Άρεντ αφού τονίσει ότι το φοιτητικό κίνημα έχει αποκλειστικά σχεδόν ηθικά κίνητρα διαπίστωσε και μια νέα εμπειρία: τη διασκέδαση μέσω της δράσης, κάτι σαν «δημόσια ευτυχία». Και γι αυτό αξιολογούσε το δημοκρατικό φοιτητικό κίνημα ως θετικό παράγοντα στη δημόσια ζωή αν και τόνισε ότι η εμβέλεια του είναι περιορισμένη: π.χ. το αμερικάνικο νεανικό κίνημα έχει επιτύχει σπουδαίους στόχους, όπως η εναντίωση στον πόλεμο του Βιετνάμ και στον ρατσισμό αλλά θα αποτύχει αν παρασυρθεί και καταστρέψει τα Πανεπιστήμια, μιας και αυτά έχουν τη δική τους εσωτερική κρίση που σχετίζεται με την κρίση στις επιστήμες και το τι είναι πρόοδος. Για να τονίσει ότι τα Πανεπιστήμια δίνουν τη δυνατότητα στους φοιτητές για κάποια χρόνια να βρίσκονται έξω από κοινωνικές ομάδες και υποχρεώσεις, να είναι πραγματικά ελεύθεροι. Αν καταστρέψουν τα Πανεπιστήμια θα χάσουν τη δυνατότητα να σκέφτονται και να εξεγείρονται. Σχολιάζει ακόμα και κάτι τόσο κοντινό σε μας : Πώς γίνεται μια μικρή ομάδα φοιτητών με φωνασκίες να αποδιαρθρώνει ένα αμφιθέατρο γεμάτο φοιτητές που στην πλειοψηφία τους έχουν ψηφίσει υπέρ της συνέχισης της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Για να καταλήξει ότι τα Πανεπιστήμια έχουν κυριευθεί από μια τεράστια «αρνητική ενότητα», όπου η πλειοψηφία αρνείται να εφαρμόσει τη δύναμή της. Ρηξικέλευθες είναι οι απόψεις της Άρεντ για τη σχέση εξουσίας και βίας. Δεν συμφωνεί ότι η εξουσία και η βία είναι το ίδιο πράγμα. Διακρίνει την εξουσία ως πολιτική ισχύ, που εκφράζει το από κοινού πράττειν με συμφωνία των πολλών και έχει νομιμοποίηση, ενώ διαφέρει από την ισχύ του ενός όπου οι πολλοί μπορούν να την αναιρέσουν και από τον καταναγκασμό ως έννοια, που κι αυτός διαφέρει από τη βία. Για την Άρεντ εξουσία και βία είναι αντίθετες, όπου βασιλεύει η μία η άλλα είναι απούσα. Επικρίνει τη θεωρία της αρνητικής διαλεκτικής (Χέγκελ, Μαρξ) ότι μέσα στο κακό μπορεί να κυοφορείται και το καλό. Έτσι και η εξουσία δεν μπορεί να προκύψει από τη βία που είναι το αντίθετό της. Ακόμα κι οι απόψεις της για τον Τρίτο Κόσμο έχουν μια ριζοσπαστική οπτική. Θεωρούσε ότι ο Τρίτος Κόσμος δεν είναι πραγματικότητα αλλά ιδεολογία. Κατ΄ αυτήν η Νέα Αριστερά κακώς έβαλε όλες τις τρίτες χώρες σε ένα τσουβάλι αφού μεταξύ τους έχουν τεράστιες διαφορές. Τέλος για τις διαφορές καπιταλισμού και σοσιαλισμού (υπαρκτού) βλέπει λίγες διαφορές αφού και οι δύο βασίζονται σε ίδιες κρατικές επιλογές. Είναι δύσκολο να μιλήσεις σε ένα περιορισμένο χώρο για τη σκέψη μιας διανοούμενης όπως η Χάνα Άρεντ, η οποία επηρέασε το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, δίχασε και επαινέθηκε ενώ εξακολουθεί ακόμα να επηρεάζει. Μερικά στοιχεία των απόψεων της σταχυολόγησα κυρίως για να δείξω την ενδιαφέρουσα και πάντα επίκαιρη σκέψη της και κυρίως να τονίσω την θέληση να παρεμβαίνει χωρίς να κρύβεται, να παίρνει αντιδημοφιλείς θέσεις, χωρίς να φοβάται, να ανατρέπει διαδεδομένες θεωρίες επιδραστικών φιλοσόφων και πάντα να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή των ερωτημάτων που θέτει ο άνθρωπος. Info:
Ρίτσαρντ Μπερνστάιν, Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Άρεντ, μετάφραση: Βασιλική Σουλαδάκη, επιμέλεια: Δημήτρης Ψυχογιός, Επίκεντρο.
Hanna Arendt, Περί βίας, εισαγωγή, μετάφραση: Άννα Διαμανίδη, Δημήτρης Ψυχογιός, Επίκεντρο. Hanna Arendt, Κρίσεις της Δημοκρατίας, μετάφραση: Άννα Διαμανίδη, Δημήτρης Ψυχογιός, Επίκεντρο.
https://www.oanagnostis.gr/hannah-arendt-leptes-diakriseis-dimokratia-exoysia-via-epanastasi-toy-gianni-n-mpaskozoy/?fbclid=IwAR3LXVhnQ3lComjYEJto9nZbxCxA8ddcoh-yl5FB5f5-_qHBfxg6lPtaYXc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου