23.5.20

Γιώργος Μαρκόπουλος, Οι ποιητές είναι τα πιο έρημα παιδιά της φωταψίας

της Αθηνάς Βογιατζόγλου
Συστηματικός μελετητής του Γιώργου Μαρκόπουλου, ο Θεοδόσης Πυλαρινός μάς έδωσε πρόσφατα το τρίτο κατά σειρά βιβλίο του για τον ποιητή. Μετά τη μονογραφία «Με επιμονή και με σκοπό στον ίδιο τόπο». Η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου (Εκάτη 2013) και τον τόμο με τις κατά καιρούς κριτικές για το έργο του (Για τον Γιώργο Μαρκόπουλο. Κριτικά κείμενα. Ανθολόγηση, Εισαγωγή, Σχόλια, Αιγαίον, Λευκωσία 2017), έχουμε τώρα στη διάθεσή μας το ιδιαίτερα ενδιαφέρον και ειδολογικά υβριδικό βιβλίο Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο (Εκάτη 2019).
Με κεντρικό άξονα τις πολυπληθείς συνεντεύξεις του Μαρκόπουλου προς ποικίλους λογοτέχνες και δημοσιογράφους σε διάστημα μιας τεσσαρακονταετίας (1978-2018), ο Πυλαρινός ισορροπεί με γόνιμο και ανανεωτικό τρόπο ανάμεσα στα είδη της βιογραφίας, της αυτοβιογραφίας, της μελέτης και της μαρτυρίας, φωτίζοντας τη ζωή, την προσωπικότητα και το έργο ενός από τους σημαντικότερους ποιητές της λεγόμενης «Γενιάς του 1970». Ο ίδιος ο μελετητής χαρακτηρίζει το βιβλίο «άτυπη αυτοβιογραφία», καθώς συγκέντρωσε, εξέτασε το υλικό των συνεντεύξεων και στη συνέχεια επέλεξε και συνύφανε χαρακτηριστικά αποσπάσματά τους έτσι ώστε να ξετυλίγεται, με μια αφηγηματική λογική, η ζωή και η πορεία της ποιητικής δημιουργίας του Μαρκόπουλου. Η επιλογή και ο τρόπος δόμησης των αποσπασμάτων βασίζεται σε έναν συνδυασμό θεματικής ενότητας και χρονολογικής σειράς. Ο Πυλαρινός, ωστόσο, δεν αρκέστηκε στην αρχιτεκτόνιση του υλικού του αλλά παρεμβάλλει και τη δική του φωνή στο κείμενο, κάνοντας ουσιαστικά σχόλια και παρατηρήσεις που βοηθούν τον αναγνώστη να πλοηγηθεί στον λόγο του ποιητή και προσφέρουν επιπλέον χρήσιμες πληροφορίες. Ο λόγος του Μαρκόπουλου τοποθετείται με πλάγια τυπογραφικά στοιχεία και του Πυλαρινού με όρθια, δημιουργώντας μια οπτική αντίστιξη απαραίτητη για την απρόσκοπτη ανάγνωση του βιβλίου, αλλά και δηλωτική της ιδιαιτερότητάς του.
Μία και μοναδική φορά αναγράφεται με πλάγια στοιχεία ένας άλλος από εκείνον του Μαρκόπουλου λόγος, κάτι που ασφαλώς δεν είναι τυχαίο. Πρόκειται για μια καίρια κριτική τοποθέτηση του ομότεχνου και φίλου του ποιητή Γιάννη Βαρβέρη:
Θα ‘πρεπε λοιπόν, διερωτώμαι, να αναζητήσει κανείς στον Μαρκόπουλο μια υφέρπουσα, σε δεύτερο, τρίτο επίπεδο, φιλοσοφική διάθεση; Όχι – και ευτυχώς. Είναι, ίσως, ο μόνος ποιητής της γενιάς που εμφανίζεται στην δεκαετία 1970, ο οποίος κατορθώνει να ταιριάξει την αισθητική συγκίνηση με τη λαϊκή θυμοσοφία και να παραμείνει από τις αρχικές καταβολές του μέχρι την ποιητική του άνδρωση η αριστοκρατικότερη λαϊκή φωνή της γενιάς του (σ. 53).
Αυτός ο ‘λαϊκός αριστοκράτης’, λοιπόν, σκιαγραφείται με ζωντάνια, συγκίνηση και αυθεντικότητα, μέσα από τη δική του φωνή, στο βιβλίο του Πυλαρινού. Σε αρκετά σημεία, όταν ο λόγος πάλλεται από ένταση, η ανάγνωση μοιάζει με ακρόαση. Στις εβδομήντα μόλις σελίδες του, το βιβλίο μάς προσφέρει μια πλούσια και ολοκληρωμένη γεύση για τον άνθρωπο και τον δημιουργό.
Περισσότερες από είκοσι είναι οι συνεντεύξεις που αξιοποιούνται. Αρκετές ανάμεσά τους δόθηκαν σε γνωστούς ομότεχνους του Μαρκόπουλου, διαδοχικών ποιητικών «γενεών»: από τον Κώστα Παπαγεωργίου και τον Σωτήρη Κακίση, συνοδοιπόρους του στη γενιά του ’70, ώς τον νεότερο Δημήτρη Κοσμόπουλο και τον ακόμη νεότερο Θωμά Τσαλαπάτη, πράγμα που συνιστά δείγμα της μεγάλης αποδοχής του Μαρκόπουλου από όλο το ηλικιακό φάσμα της ποιητικής συντεχνίας. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Εκτός από άξιος δημιουργός, ο Μαρκόπουλος υπήρξε πάντα γενναιόδωρος προς τους νεοέλληνες ποιητές με τους οποίους βιολογικά διασταυρώθηκε. Τίμησε με κάθε ευκαιρία τους μεταπολεμικούς ποιητές (δημοσιεύοντας το βιβλίο με κριτικές Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, τόμος πρώτος, Νεφέλη 1991, αφιερώνοντας μονογραφία  στον Τάσο Λειβαδίτη, Εκάτη 2009, απευθύνοντας σειρά ποιητικών επιστολών στον Δημήτρη Παπαδίτσα κλπ.)· έγραψε δεκάδες κριτικές για την ποίηση της δικής του γενιάς (τις οποίες συστέγασε στο βιβλίο Εκδρομή στην άλλη γλώσσα, τόμος δεύτερος, Νεφέλη 1994)· και δεν παύει να στηρίζει τους νεότερους ποιητές, που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια – αρκετοί από αυτούς μου έχουν μιλήσει με συγκίνηση για τις όλο θέρμη επιστολές που έλαβαν από τον ποιητή για τις πρώτες ποιητικές συλλογές τους. Ο ίδιος λέει σε συνέντευξή του που θησαυρίζεται από τον Πυλαρινό:
Διακρίνω ένα ευεργετικό αεράκι να ξαναπνέει στο έργο νεαρών ελλήνων ποιητών, της γενιάς του 2000, πλέον. Ξαναγράφονται όμορφα, σπουδαία πράγματα. Και επειδή πολλά από αυτά τα παιδιά τα έχω γνωρίσει, διακρίνω στο πρόσωπό τους μια συγκρότηση που είχα χρόνια να δω.
Χαρακτηριστικό της θερμής ιδιοσυγκρασίας του Μαρκόπουλου θεωρώ, εξάλλου, το γεγονός ότι στο αφιέρωμα για την ποιητική «Γενιά του ’70» που φιλοξένησε το περιοδικό Νέα Εστία τον Δεκέμβριο του 2017, υπήρξε ο μόνος εκπρόσωπός της που συμμετείχε όχι με κάποιο κείμενο αναμνήσεων ή με μια απόπειρα κριτικής, αναστοχαστικής ή αναθεωρητικής ματιάς, αλλά με ένα ποίημα σε πεζό – το «Υπέρ τεθνεώτων» – όπου με συγκινησιακή ένταση που ανακαλεί το Νεκρόδειπνο του Τάκη Σινόπουλου, μνημονεύει τους εκλιπόντες ποιητές της γενιάς του.
Ελάχιστοι δημιουργοί θα μπορούσαν, πιστεύω, να πουν ότι πιθανότατα δεν θα μείνει κάτι από αυτούς μετά τον θάνατό τους. Λέει ο Μαρκόπουλος στον Γιώργο Δουατζή το 2006, μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια ποιητικής προσφοράς:
Δεν πιστεύω ότι θα μείνει κάτι από μένα αφού φύγω. Θα ήμουν ευτυχισμένος αν έμενε κάτι στις ανθολογίες, για μερικά χρόνια, αλλά δεν πιστεύω ότι ο κόσμος έχει ανάγκη τα δικά μου πράγματα.
Η γενναία αυτή τοποθέτηση συνδέεται, νομίζω, αφενός με την παραδειγματική και διόλου δεδομένη για όλους τους δημιουργούς βιοθεωρία του:
Είχα βάλει ένα στοίχημα με τον εαυτό μου. Ό,τι κερδίζω στη ζωή μου και ό,τι καλό κάνω δεν θα επικαλεστώ ποτέ την ποίηση, αλλά θα το κάνω ως άτομο με την αξία μου. Ποτέ δεν δήλωνα ποιητής. Δεν είμαι ποιητής, είμαι πλανόδιος φωτογράφος με μηχανή το μάτι μου.
και αφετέρου με τη γενικότερη απροθυμία του να αποδεχτεί τη χαρισματική εικόνα που φιλοτέχνησε για τον ποιητή ο ρομαντισμός – εικόνα που ανανεώθηκε με τον μοντερνισμό και λίγο πολύ κυριάρχησε:
Ο ποιητής είναι κι εκείνος ό,τι ακριβώς είναι όλοι οι άνθρωποι, μια και είναι θέση μου πάγια και «πιστεύω» μου, πως αυτός δεν αποτελεί κάτι το ιδαιτέρως ξεχωριστό, επειδή έτυχε να έχει το χάρισμα να εκφράζει με έναν ειδικότερο τρόπο τις ευαισθησίες του.
Ο Μαρκόπουλος δεν θεωρεί, εξάλλου, ότι ο φόβος του θανάτου (που, όπως συχνά ομολογεί, έριξε μαζί με την αρρώστια, το γήρας αλλά και τα βάσανα των συνανθρώπων του, βαριά σκιά στη ζωή του) μπορεί μόνο με την ποίηση να εξευμενιστεί. Η κολακευτική για κάθε δημιουργό αντίληψη ότι η τέχνη είναι το ισχυρότερο αντίδοτο στον θάνατο, δεν βρίσκει σύμφωνο αυτόν τον λάτρη της ζωής:
Τον θάνατο δεν τον ξορκίζουμε μόνο με την ποίηση, τον ξορκίζουμε με κάθε πηγή που μπορεί στη ζωή να μας φέρει χαρά και να μας δώσει δύναμη. Νομίζω ότι η ζωή μάς παρέχει τόσα πολλά πράγματα, που θα ήταν πάρα πολύ επικίνδυνο να σταθούμε μόνο σε ένα, στην ποίηση ή σε οτιδήποτε άλλο.
Τον θάνατο (ο οποίος τον στοιχειώνει τόσο που κατά καιρούς, όταν ο φόβος του φουντώνει, περνά βράδια ολόκληρα προσπαθώντας να μαντέψει τον τρόπο της «αποχώρησής» του) – ο Μαρκόπουλος τον αντιπαλεύει όχι μόνο με τους στίχους του αλλά και, κυρίως, με το πάθος του για τη ζωή, με την αγάπη που τρέφει για ανθρώπους, πράγματα, τόπους. Η αγάπη αυτή ξεδιπλώνεται σε πολλές από τις εκφάνσεις της στο βιβλίο του Πυλαρινού. Ας τις διατρέξουμε δειγματοληπτικά.
Αγάπη για τις δυο πατρίδες του, τη γενέθλια Μεσσήνη:
Η Μεσσηνία είναι η αφετηρία μου, είναι ο τόπος που γεννήθηκα και μεγάλωσα, που πρωτοείδα τον κόσμο μέσα από την αμεριμνησία των παιδικών ματιών μου, είναι η ύπαρξή μου. Όταν το λεωφορείο στρίβει μετά τη Μεγαλόπολη, κάτι μέσα μου μεταστρέφεται, συστρέφεται, κινείται, μετακινείται, από αυτό το γεγονός μού ήλθε και το στιχάκι «ω πατρίδα, αιώνια ταραχή της πρώτης ερωμένης»
και την Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στα δεκατέσσερα χρόνια του:
Η Αθήνα είναι η δεύτερη πατρίδα μου. Μου πρόσφερε πολλά, είχε υπόγειες δυνάμεις που μπορούν να μας διακινούν με τον καλύτερο και πιο δυνατό τρόπο.
Αγάπη για τους γονείς του, τη μάνα με την «άγρια μητρότητα της λέαινας» και τον πατέρα, που στο φλάουτο του «έβγαζε έναν ήχο σαν αυτόν που θα ακούγεται, φαντάζομαι, όταν γλυκοχαράζει την αυγή στον Παράδεισο». Αγάπη για τα παιδικά χρόνια, «την πιο ουσιαστική και φωτεινή περίοδο της ζωής μας». Ξεχωριστή αγάπη για το κουρείο του πατέρα του, που υπήρξε, θα έλεγε κανείς, το πρώτο λαϊκό σχολείο του:
Το κουρείο ήταν χώρος μαγικός, γιατί μέσα εκεί άκουσα συζητήσεις φοβερές, άκουσα θρύλους, άκουσα μύθους, έζησα την θαλπωρή του μαγαζιού και γνώρισα πολλά πράγματα στην πιο αυθεντική τους στιγμή.
Τα κουρευτικά εργαλεία διάλεξε ενστικτωδώς o ποιητής ως ανάμνηση μετά τον θάνατο του πατέρα του, αφήνοντας στον αδερφό του το φλάουτο. Η επιλογή αυτή είναι άκρως χαρακτηριστική της προσωπικότητας αλλά και της ποίησης του Μαρκόπουλου, μιας ποίησης που πολύ περισσότερο θα της άρμοζε ο παραλληλισμός με εξαρτήματα κουρείου – ξυραφάκι, καθρέφτη, κολόνια, ανθρώπινη φροντίδα και αφή – παρά με φλάουτο ειδυλλιακό.
Αγάπη για τη γυναίκα, κάτι που περίτρανα ξεδιπλώνεται και στους στίχους του. Λέει στη Γεωργία Τσιούνη:
Ό,τι καλό έχει συμβεί στη ζωή μου, από το πιο πρακτικό μέχρι και το πιο εσωτερικό, το έχω δει από γυναίκες […] Τις γυναίκες μελετάω περισσότερο […] Το να νοιάζεσαι για κάποιον με τόση λεπτότητα και προσπάθεια διεισδυτικότητας, νομίζω μόνο αγάπη φανερώνει. Αυτό το θεωρώ χαρακτηριστικό στοιχείο των γραπτών μου και ήθελα να το διευκρινίσω ότι ο πόνος της γυναίκας από τη διάψευση των ονείρων, από τη μοναξιά, από τον χρόνο, με πληγώνει πάρα πολύ.
Αγάπη για την Αριστερά ως φιλοσοφία, γι’ αυτόν τον κόσμο πίστης και ιδεών που έθρεψε τα νιάτα του, όπως και για τον «τρισαγαπημένο» του Θούριο, την εφημερίδα της νεολαίας του «Εσωτερικού», όπου ευτύχησε, όπως λέει, να γράψει «ίσως τα πιο γόνιμα κείμενα για Έλληνες ποιητές». Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι στη συνέχεια οι εξελίξεις στον χώρο της αριστεράς τον απογοήτευσαν, όπως άλλωστε και η πολιτική μας ζωή στο σύνολό της, με αποκορύφωμα την είσοδό μας στο Δ.Ν.Τ. επί Γιώργου Παπανδρέου – «ω, αυτός ο χιονάνθρωπος με το χαμόγελο», λέει γι’ αυτόν ο Μαρκόπουλος με δραστική μεταφορική πυκνότητα και πικρία.
Αγάπη για το ποδόσφαιρο, το οποίο, όπως επισημαίνει ο Πυλαρινός, ο Μαρκόπουλος «ανήγαγε σε έργο τέχνης, αντάξιο της ποίησης, ως προς τη συναισθηματική και λυτρωτική του αξία» (σ. 62) – ας μην ξεχνάμε ότι επιμελήθηκε μια πρωτότυπη ανθολογία νεοελληνικών ποιημάτων για το ποδόσφαιρο, που τιτλοφόρησε Εντός και εκτός έδρας (Καστανιώτης 2006). Από πολύ μικρός, πριν ακόμη πάει δημοτικό, ο ποιητής έπαιζε μπάλα στις αλάνες και τα προαύλια των εκκλησιών της Μεσσήνης με αυτοσχέδιες μπάλες από κουρέλια. Μεγαλώνοντας επέλεγε συνήθως θέση στο κέντρο, καθώς, όπως αφοπλιστικά λέει, «Είμαι δοτικός άνθρωπος και ήθελα να δίνω την μπάλα». Ιδιαίτερη αγάπη τρέφει για την ομάδα του, την ΑΕΚ, που όπως παρατηρεί «είχε από τους πιο ήσυχους φιλάθλους, ανθρώπους γλυκείς και με την βαθύτατη ευγένεια των προσφύγων». Ο Μαρκόπουλος αγαπά και το γήπεδο, καθώς προτιμά να απολαμβάνει ζωντανά τη μαγεία του ποδοσφαίρου, να νιώθει την αναντικατάστατη «ιπτάμενη συντροφικότητα» και τη σιωπηρή επικοινωνία με τους άλλους φιλάθλους.
Αγάπη για τους συνανθρώπους του, κυρίως τους ανθρώπους του κοινωνικού περιθωρίου, τα βάσανα των οποίων συχνά πρωταγωνιστούν στο ποιητικό έργο του. Όπως λέει στην Κρυσταλία Πατούλη το 2012,
αγαπώ πάρα πολύ τον άνθρωπο: στο να δείχνω κατανόηση, στο να είμαι κοντά στους ανθρώπους, γιατί δεν νομίζω ότι μας χωρίζει και τίποτα με κανέναν. Με πληγώνει βαθύτατα ο πόνος των ανθρώπων, με πληγώνει βαθύτατα το ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα στη ζωή.
Αγάπη, φυσικά, για την κατηγορία εκείνη των συνανθρώπων του με τους οποίους τον συνδέει η αφοσίωση στη λογοτεχνία. Όχι μόνο για τους φίλους συνοδοιπόρους της γενιάς του, με πολλούς από τους οποίους είχε και έχει για δεκαετίες καθημερινή σχεδόν επαφή, αλλά και για τους εκλιπόντες δασκάλους του της «πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς», τον «τρομερό φιλονεϊσμό» των οποίων με ευγνωμοσύνη ανακαλεί, χάρη στον οποίο, όπως λέει, «ζήσαμε ανθρώπους-μύθους που ούτε θα φανταζόταν ποτέ κανείς ότι θα ήταν δυνατόν να τους γνωρίσει και η ζωή μας έγινε χάρη σ’ αυτούς ομορφότερη και καλύτερη».
Αγάπη για την ποίηση των ομοτέχνων του – για τον «βαθύτατο ανθρωπισμό» του Λειβαδίτη, τη «ρώμη του στίχου» του Παπαδίτσα, τα «μοναδικά δημιουργήματα» του Πατρίκιου, τον «μοναχικό καβαλάρη» Σαχτούρη, την «ασύλληπτη μαεστρία του Καρούζου να κλείνει το ποίημα χωρίς περιττές λέξεις» κλπ. Αλλά και αγάπη για την πεζογραφία. Όπως μάλιστα εξομολογείται γλαφυρά ο Μαρκόπουλος στον Στέλιο Λουκά, η πεζογραφία
ήταν και παραμένει μόνιμη και πολύ μεγάλη μου αγάπη. Και ακόμη και τώρα, όπως πολύ σωστά εντοπίζετε, επιχειρώ με κάθε τρόπο να την πλησιάσω. Βλέπω όμως τις δυσκολίες, υποχωρώ, και έτσι παραμένω σαν ένα παιδάκι που βάζει το πόδι του στην όχθη του ποταμού, καταλαβαίνει πως τα νερά είναι βαθιά, τρομάζει και ξαναγυρίζει ως εκ τούτου, πίσω.
Αισθάνεται κανείς ότι ο Μαρκόπουλος απολαμβάνει περισσότερο να μιλά για τη ζωή παρά για της τέχνης του την περιοχή. Διόλου φιλολογικός ή θεωρητικός, αλλά και εξαιτίας της «ταπεινοφροσύνης» του, όπως παρατηρεί ο Πυλαρινός (σ. 39), δεν αρέσκεται να αναπτύσσει δια μακρόν την ποιητική του. Ανταποκρινόμενος, ωστόσο, στις σχετικές ερωτήσεις των συνεντευξιαστών του, μας λέει πράγματα που φωτίζουν το έργο του και που κάποτε μας εκπλήσσουν. Έτσι, μαθαίνουμε ότι μπήκε στην ποίηση γιατί δεν του έφταναν τα χρήματα για να τυπώσει τα πεζογραφήματά του:
Μου είπε τότε ο τυπογράφος: «Γιατί δεν γράφεις ποιήματα, που θα σου κοστίσουν πιο φθηνά γιατί είναι πιο λίγες οι σελίδες;». Πήγα στον αδελφό του πιο αγαπημένου φίλου και συμμαθητή μου Μιχάλη Μαζαράκη, τον Πάνο, και με προμήθευσε με ποιητικά βιβλία των Σεφέρη, Καβάφη, Σαχτούρη, Ελύτη Λόρκα, Ρίτσου, καθώς και με την ανθολογία του Μιχαήλ Περάνθη. Κι εγώ πια δεν σήκωνα κεφάλι από την ποίηση. Μαγευόμουν.
Στη συνέχεια του κειμένου μου θα αναφερθώ συνοπτικά σε ορισμένες μόνο από τις ποικίλες  ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του ποιητή για την τέχνη του:
α) Ξεχωριστή θέση στην ψυχή του, όπως συχνά λέει, έχει η συλλογή του Οι πυροτεχνουργοί (1979), κυρίως γιατί καθόρισε το πέρασμά του από την εξωτερική, κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, σε «εσωτερικότερα τοπία της ψυχής», τα οποία έκτοτε βάλθηκε, με μεγαλύτερη κάθε φορά επιμονή και προσήλωση, να διερευνά.
β) Δίνει τεράστια σημασία στον ρόλο της μνήμης: «τρυφερό μνημοσκόπιο θανατηφόρο» χαρακτηρίζει την ποίηση εν γένει, την οποία θεωρεί τον δραστικότερο τρόπο να κρατά κοντά μας τους αγαπημένους που χάθηκαν. Όπως εξάλλου με τη μοναδική συγκινησιακή αμεσότητά του το θέτει σε μια συζήτηση με τον Κώστα Παπαγεωργίου, η μνήμη είναι και ηθική επιταγή προς τους προσφιλείς εκλιπόντες:
Προσωπικά πιστεύω πως η περιουσία των ανθρώπων μας που χάθηκαν, είναι η μνήμη μας και μόνο η μνήμη μας. Και εγώ όταν έφευγαν τους το ορκίστηκα, τους το υποσχέθηκα, ότι όσο αντέχω, όσο θα είμαι σε θέση, δεν θα τους αφήσω ποτέ στον κόσμο ετούτο ούτε για μια στιγμή «ακτήμονες».
γ) Ο Μαρκόπουλος είναι ποιητής έντονα βιωματικός: «τα πάντα ή σχεδόν τα πάντα μέσα στα γραπτά μου είναι υπαρκτά πρόσωπα και υπαρκτά γεγονότα», ομολογεί, και συμπληρώνει: «Δεν έχω την ευτυχία να μπορώ να δημιουργήσω με την φαντασία μου πράγματα, αν και καμιά φορά είναι πολύ ωραίο να είναι κανείς φαντασιόπληκτος. Ορισμένες φορές το ζηλεύω…».
δ) Ως άνθρωπος λαϊκών καταβολών, κάτι που δεν παύει να μας θυμίζει, γράφει συνήθως για ανθρώπους λαϊκούς. Δίνει άπλετο χώρο για τον Άλλον στο έργο του, αυτόν τον ταξικά κατώτερο Άλλον, που με τόση λεπτότητα περιγράφει σε μια συζήτηση με τον Βασίλη Χατζηβασιλείου:
Στους στίχους μου κατοικεί ένας κόσμος ανθρώπων διακατεχόμενων από μια συγκινητική δίψα για ζωή, ανθρώπων υπερβατικών, ονειροπόλων που, όμως, αυτό το σύστημα με τις περίεργες ταξικές του διαρθρώσεις, δεν τους επέτρεψε να εκφραστούν αβίαστα και ελεύθερα. Για τούτο και αυτοί εκδηλώθηκαν συμπιεσμένοι μέσα σε ένα ιδιόμορφο «περιθώριο», αφήνοντας πίσω τους πράξεις, ενέργειες και πράγματα μαγικά, πράγματα στεφανωμένα με μια υπέρλαμπρη φωτογένεια, σχεδόν μυθική.
ε) Ο Μαρκόπουλος συχνά δηλώνει στις συνεντεύξεις του εξ ιδιοσυγκρασίας λυπημένος δημιουργός. Γενικότερα, εξάλλου, θεωρεί τον ποιητή «άτομο από τη φύση του ηττημένο» – όχι πολιτικά, όπως οι λεγόμενοι πολιτικοί μεταπολεμικοί ποιητές, αλλά υπαρξιακά, καθώς, όπως παρατηρεί, «αν δεν ξεκινήσεις έχοντας συνειδητοποιήσει αυτήν την ήττα απέναντι στην φθορά, στον χρόνο και στον θάνατο, δεν νομίζω ότι μπορείς να βουτήξεις στα βαθιά». Για την προσωπική του, έμφυτη τάση προς τη θλίψη, κάνει μια αποκαλυπτική αναδρομή στα παιδικά χρόνια του:
Ο πατέρας μου, ο οποίος, φαίνεται, διαισθανόταν τι έκρυβα μέσα μου, με προέτρεπε συνέχεια να βγαίνω να παίζω στον δρόμο, ακόμη κι αν παρατούσα τα διαβάσματα του σχολείου. Και εγώ καμάρωνα απέναντι στους άλλους φίλους μου που δεν τους άφηναν οι γονείς τους να βγαίνουν αδιάβαστοι για παιχνίδι, καμάρωνα για τον πατέρα μου λέγοντάς τους ότι εμένα όλο να παίζω με αφήνει. Ποιος ξέρει τι να υποψιαζόταν ο έμπειρος και άγιος εκείνος άνθρωπος.
στ) Θα κλείσω αυτή τη μικρή περιήγηση στις συνεντεύξεις του Μαρκόπουλου με την πυρηνική για την ουσία του έργου του επισήμανση: «Είμαι πολύ συναισθηματικός και διόλου εγκεφαλικός ποιητής». Αυτή η βαθιά και αθώα, όπως αποδίδεται στους στίχους του, συναισθηματικότητα, θα είχε οδηγήσει έναν λιγότερο ισχυρό ποιητή σε ολισθηρά μονοπάτια. Ο Μαρκόπουλος ωστόσο δεν παραδίδεται αμαχητί στις εξάρσεις της καρδιάς. Για να ανταποκριθούν τα ποιήματά του στα αυστηρά κριτήρια που θέτει για τον εαυτό του και να κατασταλάξουν, τα αφήνει, όπως μας λέει, να «μεστώσουν» για μήνες μέχρι να τα ξαναδουλέψει. Κι ακόμη, τα διαβάζει δυνατά, ώστε μόνα τους να τον ειδοποιούν για το πού πρέπει να τελειώσουν, για το «τι χωράει και τι περισσεύει». Δε διστάζει, εξάλλου, να αποκηρύσσει – ή αλλιώς, να στέλνει στο «οστεοφυλάκιο», όπως χαρακτηριστικά γράφει – ποιήματα παλαιότερων συλλογών του στις διαδοχικές συγκεντρωτικές εκδόσεις του έργου του, καθώς θεωρεί την ποίησή του έργο εν προόδω, μία και μοναδική συλλογή, την οποία φιλοτεχνεί με αδιάπτωτη (αυτο)κριτική εγρήγορση.
Όπως σωστά εκτιμά ο Πυλαρινός, «ποιητές χαμηλών τόνων, μετριόφρονες και ταπεινοί να το πω αλλιώς, στην ανθρώπινη και πολιτική ιδιοσυστασία τους, όπως ο Γιώργος Μαρκόπουλος, δεν θα έγραφαν εύκολα την αυτοβιογραφία τους» (σ. 8). Το ανά χείρας βιβλίο, λοιπόν, έχει ιδιαίτερη χρησιμότητα και συμπληρώνει τόσο την έντονα αυτοβιογραφικής αύρας ποίηση του Μαρκόπουλου όσο και τις αναμνήσεις του από ανθρώπους και τόπους που έχει κατά καιρούς καταθέσει στα πεζά κείμενά του. Ο αναγνώστης θα μπορούσε να συμπληρώσει την εικόνα του για τον άνθρωπο και τον ποιητή επανεπισκεπτόμενος τον ποιητικό λόγο του (Ποιήματα 1968-2010, Κέδρος 2014) αλλά και παρακολουθώντας τον να μιλά με τον Δαυίδ Ναχμία στην τηλεοπτική εκπομπή Ιχνηλάτες της ΕΡΤ (2005), όπου με ευθύτητα κοιτά τον φακό και επικυρώνει με την καθαρή ματιά, τη ζωντάνια και τη δίχως ίχνος πόζας αμεσότητά του, το προφίλ που ο Πυλαρινός – συνταιριάζοντας με φροντίδα και γνώση λόγια, συναισθήματα, εποχές – του φιλοτεχνεί.
info: Θεοδόσης Πυλαρινός, Ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε χρόνο ανύποπτο, Εκάτη, Αθήνα 2019

Δεν υπάρχουν σχόλια: