6.5.20

Μέ ἀφορμή μιά ἐπίσκεψη

Εἶχε προηγηθεῖ ἕνα φιλικό τηλεφώνημα γιά εὐνοϊκή μεταχείριση. Σημείωσα τό ὄνομα καί συνέχισα τήν ἐργασία μου. Εἶχα ξεχάσει τήν περίπτωση, ὅταν χτύπησε ἐλαφρά ἡ πόρτα καί μπῆκε μέσα μιά μικρόσωμη γυναίκα προχωρημένης ἡλικίας. Μοῦ εἶπε τὀ ὄνομά της καί θυμήθηκα τό φιλικό τηλεφώνημα πού ἔγινε γι᾿ αὐτή νωρίτερα. Ἀλλάξαμε λίγες κυβέντες καί τῆς εἶπα πώς θά χρειαζόταν νά γυμνώσει τό πάνω μέρος τοῦ σώματος. Τό ἔκανε μέ τήν ἀξιοπρέπεια που χαρακτήριζε τήν ὅλη στάση της. Μόλις ξεμανικώθηκε τράβηξε τήν προσοχή μου τό σκοῦρο μελανί νούμερο πάνω στό χέρι της. Ἦταν ἡ δεύτερη φορά πού ἔβλεπα τέτοιο νούμερο. Ἔμεινα μιά στιγμή μέ τό βλέμμα καρφωμένο πάνω του κι ὕστερα τό σήκωσα ἐρωτηματικά στό δικό της. Κούνησε ἐλαφρά, μέ νόημα ἐπιβεβαιωτικό, τό κεφάλι της.

-Σέ ποιό «Κέντρο» βρεθήκατε, ρώτησα.
-Στό Ἄουσβιτς, στό Μπιρκινάου…
-Ἔχασες πολλούς δικούς σου;
-Εἰκοσιτέσσερα ἄτομα.
-…
-Τούς ἔχασα ὅλους, τόν ἄντρα μου τ᾿ ἀδέρφια μου, τούς κουνιάδους μου, τούς ἄλλους συγγενεῖς καί πάνω ἀπ᾿ ὅλους τήν κορούλα μου…
-Πέρασαν ἤδη ἀπό τότε κάπου πενῆντα χρόνια…, τούς συγχωρέσατε;
-Ὄχι, δέν μπορῶ! Ἔπαθα πολλά, ἔχασα τά πάντα.Ὅταν τό σκέφτομαι ἔρχεται μπροστά στά μάτια μου ἡ εἰκόνα τῆς κορούλας μου. Τήν πῆραν ἀπό τήν ἀγκαλιά μου. Ἅπλωνε τά χεράκια της σέ μένα καθώς τήν ἔπαιρναν…
Εἶχε συγκινηθεῖ. Προτίμησα ν᾿ ἀλλάξω κουβέντα.
Ἀφοῦ τήν ἐξέτασα καί τῆς ἔγραψα συνταγή, εἶπα πώς θά χρειαζόταν νά τήν ξαναδῶ σέ μιά βδομάδα.
Σέ μιά βδομάδα ξαναῆρθε. Ἦταν καλύτερα. Μ᾿ εὐχαρίστησε καί τράβηξε μέσα ἀπό μιά ζελατίνα μιά παλιά φωτογραφία κάπως φθαρμένη. Στή μέση ἦταν χαρακωμένη ἀπό τό δίπλωμα στά δυό. Ποιός ξέρει σέ ποιά βαθιά τζέπη εἶχε διασωθεῖ. Ἔδειχνε ἕνα καλοντυμένο, μέ σκουφίτσα στό καφάλι, παιδάκι τριῶν χρονῶν περίπου. Κοίταζε, μέ ἀνοιχτόχρωμα μάτια, χαρωπά τό φακό.
-Δέν εἶναι ἀγγελούδι;…
-Ναί, ἀγγελούδι, εἶπα.
-Αὐτή ἦταν ἡ κορούλα μου… Πῶς νά ξεχάσω καί νά συγχωρέσω…
Αὐτή ἡ γυναίκα εἶχε σταυρωθεῖ ἐπειδή ἀνῆκε σέ ὁρισμένη φυλή. Στήν ἴδια τή φυλή πού σήμερα σταύρωνε τούς Παλαιστίνιους. Τά γεγονότα ἐκεῖνες τίς μέρες ἦταν τέτοια πού ἔκαναν ἀναπόφευκτο τό συσχετισμό. Οἱ Ἑβραῖοι εἶδαν στά στρατόπεδα συγκέντωσης τῶν Ναζιστῶν νά ξεφτιλίζεται κάθε ἔννοια ἀνθρωπισμοῦ. Εἶδαν τί ἐστί νά σέ ποδοπατοῦν σάν σκουλίκι ἀλλόφυλοι πού ἔχουν ὅπλα καί δύναμη. Γνώρισαν ὅλη τήν κλίμακα τοῦ ἀνθπώπινου πόνου. Κάποτε τόσο ἀβάσταχτη πού νά προτιμοῦν τήν αὐτοκτονία. Τά κρυμμένα γραφτά, πού σώθηκαν μέσα σέ μπουκάλια ἤ ἀλλοῦ καί ἀνακαλύφτηκαν μετά τόν πόλεμο καί τυπώθηκαν σέ βιβλία, καί τά βιβλία πού ἔγραψαν μερικοί ἀπό τούς ἐλάχιστους πού ἐπέζησαν, ἀποκαλύπτουν ὅλη τή φρίκη τῶν ταπεινώσεων, τῶν βασανιστηρίων καί τῶν θανατώσεων, τότε στά στρατόπεδα συγκέντωσης τῶν Ἑβραίων. Τέτοια φρίκη πού χρειάζεται πολύ κουράγιο γιά νά διαβάζει κανείς τά βιβλία αὐτά.
Ἄραγε αὐτοί οἱ βασανισμένοι ἄνθρωποι δέν εὐχήθηκαν κάποια στιγμή, ἀπό τά κατάβαθα τῆς ψυχῆς τους, νά μήν ξαναγίνει ποτέ κάτι τέτοιο ἤ ἀνάλογο στόν κόσμο; Κι ἔπειτα ἡ ἴδια εὐχή δέν ἔγινε ἐπίσης ἀπό ὅλους τούς ὁμοεθνεῖς τους, ὅπως κι ἀπό τόν κάθε ἄνθρωπο αὐτοῦ τοῦ πλανήτη; Τά ὅσα εἰπώθηκαν καί γράφτηκαν ἀργότερα ἀπό ἐπίσημα καί μή χείλη στόν δυτικό κόσμο, ἐπιτρέπουν νά ὑποθέσει κανείς πώς ναί, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἤ σχεδόν ὅλοι, τό εὐχήθηκαν. Ὅλοι ἄφησαν πραγματικά ἤ νοερά ἀπό ἕνα λουλούδι στούς τόπους ὅπου μαρτύρησαν τά ἀθῶα θύματα τῶν ναζιστῶν. Γιά ὅλους, καί πρῶτα πρῶτα γιά τούς Ἑβραίους, ἔρχονται, πιστεύω, στιγμές πού συλλογίζονται μέ ἀποτροπιασμό αὐτά πού συνέβησαν τότε ἐκειπέρα.
Κι ὅμως τά γεγονότα δείχνουν πώς τά παθήματα δέν γίνονται μαθήματα. Τά γεγονότα δείχνουν πώς ἡ δεοντολογία τοῦ καλοῦ πολύ λίγο ἐπηρεάζει τίς πράξεις μας. Καί πώς ἀνάλογα μέ τίς περιστάσεις ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια λίγο ἤ πολύ τό θηρίο πού κρύβουμε μέσα μας. Ὁ φίλος μου ὁ Χρίστος Ρουμελιωτάκης, ἀναφερόμενος στήν κατοχική δολοφονία τοῦ Κίτσου Μαλτέζου ἀπό ἀριστερούς συνομηλίκους του, ἔγραψε πώς εὐθύνονταν «Ἡ Ἐποχή».1 Ἄν καί δέν θά συμφωνοῦσα ἀπόλυτα, δέν πιστεύω πώς μπορεῖ νά παραγραφτεῖ ἡ προσωπική εὐθύνη, θά συμφωνοῦσα ὡστόσο σέ μεγάλο βαθμό. Γιατί πράγματι οἱ συνθῆκες ἐπιτρέπουν ἤ εὐνοοῦν τήν ἀφύπνιση τοῦ κοιμισμένου σαρκοβόρου πού ἔχουμε μέσα μας καί τοῦ ἀνοίγουν τό δρόμο στή δράση. Ὅ,τι καί νά λένε οἱ ἠθικολὀγοι, ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς, ὅταν οἱ συνθῆκες μᾶς πιέζουν ἀβάσταχτα, γινόμαστε ἄλλοι ἄνθρωποι. Κι αὐτοί οἱ ἴδιοι οἱ ἠθικολόγοι κάτω ἀπό ἀφόρητες συνθῆκες θά βλέπαμε ἄν δέν μεταμορφώνονταν ἀπό ἀρνάκια σέ λύκους. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή εἴμαστε ὅλοι δυνάμει βασανιστές καί φονιάδες. Τά ὅσα συνέβησαν χτές προχτές, τά ὅσα συνέβησαν πρίν ἀπό χίλια, δυό, τρεῖς χιλιάδες χρόνια, καί τά ὅσα συμβαίνουν κοντά μας καί μακρυά μας σήμερα τό δείχνουν μέ χίλιους τρόπους.
Μετά τό Ἄουσβιτς ποίηση γράφεται. Ὁ λόγος τοῦ Ἀντόρνο ὅτι «Δέν μπορεῖ νά γράφεται ποίηση μετά τό Ἄουσβιτς» εἶναι μᾶλλον μιά ἀφιλοσόφητη ὑπερβολή, ἄν ὄχι ὑποκρισία. Γιατί ἄν δέν μπορεῖ νά γράφεται ποίηση μετά τό Ὁλοκαύτωμα, δέν μπορεῖ νά συνεχίζεται καί ἡ ζωή. Ποίηση γράφεται, πόλεμοι γίνονται, κράτη καταστρέφονται, λαοί ποδοπατιοῦνται, τά βασανιστήρια καί οἱ ἀγριότητες εἶναι στήν ἡμερήσια διάταξη, τά μαζικά μέσα τά παρουσιάζουν καί κανένας δέν τά ἀγνοεῖ. Καί στήν κορυφή ὅλων αὐτῶν, τό πιό κραυγαλέο παράδειγμα ὅτι τά παθήματα δέν γίνονται μαθήματα, εἶναι ἡ συμπεριφορά των Ἰσδραηλινῶν ἀπέναντι στούς Παλαιστίνιους.
Κρατώντας τή φωτογραφία τῆς κορούλας της ἀκόμα στά χέρια μου, μπῆκα γιά μιά στιγμή στόν πειρασμό νά κάνω τήν ἐρώτηση. Ὅμως τό πρόσωπο τῆς γυναίκας αὐτῆς ἔδειχνε τόσο βαθιά πονεμένο καί ὅλη ἡ ἱστορία της τόσο ἄδικα ἀπάνθρωπη, πού θεώρησα τήν ἐρώτηση βλάσφημη. Ἔκτοτε μοῦ μένει ἡ ἀπορία: αὐτή πού γνώρισε ὥς τά ἔσχατα τόν ἀνθρώπινο πόνο καί τήν ἀδικία νά σέ ποδοπατοῦν ἁνθρώπινες ὑπάρξεις, ποιά ἦταν τώρα ἡ θέση της ἀπέναντι στά ὅσα τραβοῦν οἱ Παλαιστίνιοι ἀπό τούς ὁμοεθνεῖς της Ἰσδραηλινούς; Ἄν ἔχει κάποια σημασία ἡ ἐρώτηση εἶναι γιατί ἀπό αὐτή τή θέση της κρίνεται τό πόσο βαθιά καί μέ πόση συνέπεια διαστέλλει τόν ἀνθρωπισμό της ἀπό τόν «ἀνθρωπισμό» τῶν πρώην βασανιστῶν της.
Περιοδικό Πλανόδιον, τεῦχος 45, Δεκέμβρης 2008.

1 Χρίστος Ρουμελιωτάκης, «Ἡ ἀποκρυπτογράφηση τοῦ μηνύματος μιᾶς ἐποχῆς», περιοδικό Πλανόδιον, τεῦχος 37, Ἀθήνα, Δεκέμβριος 2004, σ. 176.

Δεν υπάρχουν σχόλια: