31.10.22

Βαγγέλης Τασιόπουλος, Η συμμιγή, εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2022


Για την ποιητική συλλογή «Η συμμιγή» του Βαγγέλη Τασιόπουλου – γράφει η Χλόη Κουτσουμπέλη

Η ΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΤΕΡΜΑΤΟΣ
Βαγγέλης Τασιόπουλος, Η συμμιγή, εκδ. Ρώμη, Θεσσαλονίκη 2022.

Αυτό το υβριδικό βιβλίο, μισό πεζό, μισό ποίημα που ζει στον Μεσσηνιακό Κάμπο, τρέφεται από τις σάρκες του. Βυθίζει γερά τα πόδια του στη γη, όμως τα μάτια του στρέφονται συνέχεια μέσα του, αφού τα μεγαλύτερα ερωτήματα που το βασανίζουν είναι καθαρά υπαρξιακά. Το βιβλίο έχει μία ερωτική διάσταση που συνδέεται με την πορεία των χαρακτήρων του, όμως αυτό που το εμποτίζει είναι ο μέσα έρωτας, ένας έρωτας καθαρά μοναχικός και στοχαστικός, που ως ουροβόρος όφις τρώει την ίδια την ουρά του. Κάθε χαρακτήρας δηλαδή που εμφανίζεται στο βιβλίο αυτό, διαλύεται μέσα στην ίδια του την ερωτική διάθεση.

Στο πρώτο μέρος που οργανικά θα λέγαμε ότι τελειώνει με το υστερόγραφο της σελίδας 30, ο δωδεκάχρονος Λαέρτης βρίσκει κάποια ποιήματα κατά τον Εμφύλιο, που εμφανίζονται ή του αποκαλύπτονται χρόνια μετά στο στρίφωμα του ράσου του ιερομόναχου Ιερεμία. Εδώ η μαγική λέξη είναι αποκαλύφθηκαν. Είναι η λέξη που εκφράζει την ιερή μυσταγωγία της γραφής, αφού ιερομόναχος είναι άλλωστε ο κάθε ποιητής, όπως σίγουρα θα συμφωνούσε ο Ιερομόναχος ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Στο πρώτο λοιπόν μέρος του βιβλίου ξεχειλίζει το φως και ταυτόχρονα η νοσταλγία αυτού που δεν υπάρχει.

Το δεύτερο μέρος, σύμφωνα με την επισήμανση του ποιητή, κινείται στις παρυφές του επίσημου έπους. Περιλαμβάνει τα υπά-ρχοντα, υπα-ρξιακές αγωνίες του καθηγητή και τις εμπειρίες του από τις χώρες της Ευρώπης όπου έχει ζήσει. Αν ο Λαέρτης έμενε στον τόπο του, δεν θα μπορούσε να είχε γράψει ποτέ αυτό το μέρος του βιβλίου. Επομένως ποιήματα, ένα σημείωμα και μία επιστολή από τις μεσοδυτικές πολιτείες της Ευρώπης, αποτελούν όπως μας ενημερώνει ο Βαγγέλης Τασιόπουλος στον υπότιτλο της ενότητας, το περιεχόμενο αυτού του μέρους του βιβλίου.

Ο μικρός δωδεκάχρονος Λαέρτης που είχε βρει τα ποιήματα-επιστολές στο ράσο του ιερομόναχου Ιερεμία του πρώτου μέρους του βιβλίου, έχει ενηλικιωθεί πια και έχει αποκτήσει πραγματικές εμπειρίες από έναν ξένο τόπο. Αστός ταπεινής καταγωγής με σκληρή μελέτη και αφού απέκτησε μία σφαιρική γνώση του κόσμου και μυήθηκε στα Μαθηματικά και στη Φιλοσοφία στη Βιέννη και στο Τύμπιγκεν, έχει γίνει ο διαπρεπής καθηγητής Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ή Μήτσος Ντουνιάς. Γυρνά πίσω λοιπόν στην Ιθάκη-Μεσσηνία του, ως σύγχρονος Οδυσσέας, και επαναπατρίζεται με το πρόσχημα ότι πρέπει να επιμεληθεί το πατρικό του σπίτι που είχε να το δει από τότε που ξενιτεύτηκε στον Εμφύλιο. Παίρνει ένα λεωφορείο και ξεκινά το ταξίδι του μέσα στο έρεβος ώσπου ο οδηγός του φωνάζει τη λέξη «τέρμα». Τι να σημαίνει άραγε πραγματικά αυτή η λέξη; αναρωτιέται ο καθηγητής. Τι να σημαίνει για τους αποίκους; Τι να σημαίνει για κάθε ανθρώπινο πλάσμα; Τι να σημαίνει αυτή η λέξη για τον ποιητή; Τι τελειώνει και τι αρχίζει για τον Λαέρτη, καθηγητή Δημήτρη Αναγνωστόπουλο ή Μήτσο Ντουνιά;

Ο καθηγητής φθάνει στο έρημο και σκοτεινό σπίτι, ανάβει μία γκαζόλαμπα και ανοίγει τα χαρτιά του στο τραπέζι. Και μας αποκαλύπτει τη ζωή του στη ξενιτειά, τη θλίψη που του προκαλεί η Κυριακή, τον πόνο του τέλους μίας ερωτικής ιστορίας, τις μικρές ατέλειες της αγαπημένης που όμως συγκροτούν την τέλεια αλήθεια, αφού έτσι απομυθοποιείται από είδωλο και γίνεται πραγματικός άνθρωπος.

Το ζευγάρι Ντόροθυ Πάσκελερ και Γκάρυ Ουίλλιαμς είναι αγαπημένοι φοιτητές του καθηγητή, τόσο οικείοι μαζί του που τον έκαναν μύστη του έρωτά τους και των επιστολών εξομολόγησής του. Μέσα στα αποσπάσματα των επιστολών-ποιημάτων τους τίθενται σοβαρά φιλοσοφικά ερωτήματα όπως η αλήθεια της θνητής ατέλειας ή ο καπνός του έρωτα που αναθρώσκει, ή το άυλο και ονειρικό σώμα του έρωτα που μπορεί να είναι και ψευδαίσθηση.

Ο ποιητής φροντίζει να μας δώσει πληροφορίες γι’ αυτό το ζευγάρι στο τέλος του βιβλίου. Μας επισημαίνει δηλαδή ότι η Ντόροθυ Πάσκελερ χάθηκε στα 22 της χρόνια ανεξήγητα, όπως ανεξήγητα είχε χαθεί και ο Ιερομόναχος Ιερεμίας αφήνοντας πίσω το άδειο ράσο του, όπως αφήνει το φίδι το δέρμα του και ότι ο τελευταίος ερωτικός της σύντροφος ήταν ο Gary Williams. Στο σημείωμα της Ντόροθυ αλλά και στην επιστολή που απευθύνει στον καθηγητή του ο Γκάρυ, βλέπουμε όλο το φάσμα και το φάντασμα της απουσίας ενός έρωτα που διαθλάται, που γίνεται «αμυχή στα χείλη, σημάδι στο κορμί» αλλά και προσευχή, προσήλωση, ιεροτελεστία, μυσταγωγία και συμμετοχή στο Ιερό και Θείο.

Ο έρωτας, κάθε έρωτας για τον Τασιόπουλο είναι αυτογνωσία, στροφή στον μέσα εαυτό και παράλληλα μία επικοινωνία με αυτό που είναι πλατύτερο και βαθύτερο από μας, που μας περιέχει αλλά και που το περιέχουμε. Ο ποιητής φορά προσωπεία, αφού ιερομόναχος, παιδάκι, καθηγητής, Gary Williams είναι ο ίδιος, ο ένας, το ποιητικό υποκείμενο.

Και Ντόροθυ, Έμμα, Τζάστιν ή Εύα είναι η anima, η γυναικεία μορφή του χαμένου Παραδείσου μας. Κρατά στα χέρια της το μήλο, το μήλο αυτό που είναι ο εαυτός μας που πάντα διαφεύγει, η μόνιμη απουσία του ανέγγιχτου, η προσμονή της επαφής που όμως είναι ανέφικτη αλλά πάντα κυριαρχεί στα όνειρά μας.

Η ενότητα αυτή τελειώνει με ένα υστερόγραφο. Το δεύτερο υστερόγραφο του βιβλίου. Η μαγική φράση αποτυπώνεται σε οκτώ λέξεις και δίνει όλη τη διάσταση αυτού του εξαιρετικού βιβλίου: «Το εφήμερο που αποκτά διάρκεια, αιώνες πριν ερχόταν.» Αφού το εφήμερο χωρίς τέλος, το προσωρινά αιώνιο, η στιγμή αλλά και η διαχρονική ιστορία που συνέχεια επαναλαμβάνεται είναι πάντα η ουσία της καλής Ποίησης.

Η τρίτη ενότητα του βιβλίου έχει τον τίτλο «Οι αυτόχειρες ταριχεύουν τις ψυχές τους στα χαλάσματα». Ο χαρακτήρας του βιβλίου, ο μικρός Λαέρτης, ο καθηγητής Δημήτρης Αναγνωστόπουλος ή Μήτσος Ντουνιάς ή Οδυσσέας λουφάζει στα πίσω καθίσματα του λεωφορείου, έχει φθάσει πια στην ωριμότητα, στα χαλάσματα μίας Ιθάκης όπου πλανιούνται οι φασματικές ψυχές των άλλοτε στρατιωτών, στα γηρατειά. Το μυθιστόρημα-αφήγηση μίας διαδρομής ενηλικίωσης που κρύβεται μέσα στην ποιητική αυτή συλλογή, έφθασε στο τέρμα του, σε μία πικρή συνειδητοποίηση ότι ο ουρανός δεν έχει να προσφέρει τίποτε, ότι ο άνθρωπος είναι για τον άνθρωπο λύκος, ότι οι άνθρωποι είναι «ανεξόφλητες ιστορίες που απαρηγόρητοι φεύγουν από τον κόσμο». Μόνη διέξοδος ένα σύντομο φιλί από τη Περσεφόνη, ο έρωτας δεν είναι γέφυρα αλλά μόνο στιγμή. Οι γυναικείες μορφές Διοτίμα, Ελεονόρα, Βεατρίκη, Μαρία, Σύλβια, Αιμιλία εκφράζουν μόνο την παροδική δόξα ενός ανυπόστατου έρωτα. Οι υλοτόμοι, σύμφωνα με τον Τασιόπουλο, μετανιώνουν για το κενό και όχι για το δένδρο. Η διαδρομή αποδεικνύεται πολύ σύντομη και οι δρόμοι γίνονται δρόμος, για να μιλάμε σύμφωνα με τον ποιητή, για τον Ενικό των πραγμάτων.

«Στο δάκρυ του Πολύφημου ματώνουμε και υπάρχουμε
σαν της ισημερίας την ευγένεια (ούτε από δω ούτε από κει)
ζούμε τη διάρκεια του επέκεινα
κρύβοντας τα τεράστια φτερά μας
που δεν συναντιούνται στο γαλάζιο
αλλά θρυμματίζονται στα όνειρα
του άλλου ουρανού» (απόσπασμα από το ποίημα στη σελ. 59)

Έτσι μεταγράφει ο ποιητής την Οδύσσεια, την αρχετυπική περιπέτεια της ανθρώπινης ύπαρξης, την τραγική ειρωνεία της ανθρώπινης μοίρας. Το παλαιό λεωφορείο σκούριασε, οι απόντες καταλαμβάνουν τις θέσεις των παρόντων, η θλίψη, η νοσταλγία, η σιωπή και η μοναξιά διαχέονται, «από του μύθου την ευχέρεια, περνάμε στη συστολή του Ενεστώτα» όπως γράφει ο ποιητής και η γλυκιά ανεμώνη σπαράζει:

«είμαι ότι δεν θέλετε να είστε εσείς, η μοίρα και το υλικό σας».

Αυτό το βαθύ, λυρικό, υπαρξιακό και ασκητικά ερωτικό βιβλίο θα κλείσει με ένα υστερόγραφο παπαρούνα. Ο Μένιππος έχει επιστρέψει από την βραχύχρονη παραμονή του στο ασυνείδητο του κάτω κόσμου και γυρνάει γεμάτος στίχους και αριθμούς. Η παπαρούνα σε φόντο γαλάζιο, το αντίτιμο του πόνου και του σκοταδιού δεν μπορεί, διαχρονική και αιώνια, να είναι παρά μόνον η ποίηση.

 

https://frear.gr/?p=34028&fbclid=IwAR2NGJEkzN3bLrlzzonq8tbrWXFR59Oy5C7Cvx3o4o-h1Fyre12gegVtYPo 

Δεν υπάρχουν σχόλια: