28.10.22

Γιώργος Μονεμβασίτης, “Ο Nίκος Ξυλούρης τραγουδά τους ποιητές”


Το κείμενο εμπεριέχεται στο βιβλίο “Νίκος Ξυλούρης, “…τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο”, εκδ. ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ 2010

Ο Έλληνας, αποδεδειγμένα, πολύ τον λόγο και το μέλος αγαπά. Πόσω μάλλον τη συνύφανσή τους, που γεννά το τραγούδι. Όταν μάλιστα οι συνθέτες επιλέγουν λόγο ποιητικό για να του χαρίσουν τον μελοποιητικό τους οίστρο, τότε πολλά θαυμάσια μπορούν να συμβούν, με πλέον θαυμαστό τη

διδασκαλία της ποίησης μέσω της μουσικής. Έτσι δίδαξε ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος στο πανελλήνιο τον λόγο του Διονυσίου Σολωμού, με τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν, που, ως γνωστόν, σε Εθνικό Ύμνο της Ελλάδας αναγορεύτηκε, έτσι χάρισε ο Μίκης Θεοδωράκης στον ποιητικό λόγο του Γιάννη Ρίτσου μια δεύτερη ευκαιρία αιωνιότητας, με τον εμβληματικό, για την ελληνική τραγουδοποιία, Επιτάφιο. Η μελοποιημένη ποίηση αποτελεί, λοιπόν, προσφιλές αλλά και οικείο πεδίο για τον νεοέλληνα. Τόσο ως δημιουργία όσο και ως ακρόαση.
Η ευτυχισμένη σύζευξη του ποιητικού λόγου με τη μουσική, ωστόσο, δεν αρκεί για την εκπλήρωση του οράματος. Χρειάζεται και η κατάλληλη ερμηνεία. Αυτή που λειτουργεί ως μεσάζων ανάμεσα στο μουσικό τεχνούργημα και τον αποδέκτη του. Μια λιγότερο ικανοποιητική ερμηνεία μπορεί προφανώς να περιορίσει τη δυναμική και την εμβέλεια του μελοποιημένου ποιήματος. Μνημονεύτηκε πριν λίγο ο κύκλος τραγουδιών Επιτάφιος, που έπλασε ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιώντας την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Από τη φύση του, ο συγκεκριμένος ποιητικός λόγος απαιτεί ερμηνεία από γυναικεία φωνή, αφού αποτελεί, ο ποιητικός λόγος, το μοιρολόι μιας χαροκαμένης μάνας, για τον ανθό της ζωής της, που τόσο πρόωρα μαράθηκε και χάθηκε. Υπήρξαν δύο ταυτόχρονες δισκογραφημένες ερμηνείες του έργου, που εκδόθηκαν στα τέλη του 1960. Μια αδρή, αμιγώς λαϊκή, με την επιμέλεια του πλαστουργού του και ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, και μια «εξευγενισμένη», λυρική, που ερμήνευσε η Νάνα Μούσχουρη, καθοδηγημένη από τον Μάνο Χατζιδάκι. Με την προδιαγραφή που αναφέρθηκε, πιο κοντά στο πνεύμα του ποιητικού λόγου ήταν η ερμηνεία της Μούσχουρη. Κι όμως, δεν ήταν αυτή που δόξασε το έργο, αλλά η άλλη, του Μπιθικώτση. Αν είχε υπάρξει μόνον η ερμηνεία της Μούσχουρη δεν είμαστε καθόλου σίγουροι ότι τα οκτώ τραγούδια του κύκλου θα είχαν καταξιωθεί στο πανελλήνιο, αλλά και όπου ελληνισμός. Χωρίς να αμφισβητείται η πρωτογενής αξία του έργου, φρονούμε ότι ήταν η ερμηνεία η βασική αιτία της ατελεύτητης δημοφιλίας του, αλλά και της δημιουργίας σημείου αναφοράς.
Ο Νίκος Ξυλούρης υπήρξε σπουδαίος ερμηνευτής. Όχι μόνο επειδή η φωνή του διέθετε ένα σπάνιο ηχόχρωμα. Κυρίως επειδή η φωνή αυτή αναδυόταν από τα τρίσβαθα της ψυχής του. Έτσι μπόρεσε να δώσει τη διαφορετική αξία στο κάθε τραγούδι που ερμήνευσε. Είτε αυτό ήταν παραδοσιακό, είτε λαϊκό, είτε έντεχνο. Ήταν οι ερμηνείες του αυτές που έκαναν σημαντικούς τραγουδοποιούς της εποχής του να αποζητήσουν τη συνεργασία του. Και μέσα από τις συνεργασίες αυτές γνώρισε και ερμήνευσε μελοποιημένο τον λόγο των επιφανέστερων ποιητών μας.
Με μελοποιημένο ποιητικό λόγο είχε, ωστόσο, επικοινωνήσει, ασυνείδητα προφανώς, από τα μικράτα του. Τότε που τραγουδούσε, όπως και κάθε συντοπίτης του, τον λόγο του Βιτσέντζου Κορνάρου, τον λόγο του Ερωτόκριτου. Τούτο το ποιητικό έπος του Κρητικού ποιητή έγινε τραγούδι του λαού, που οι ρίζες του χάνονται στο βάθος του χρόνου. Ο Νίκος Ξυλούρης αγάπησε τις παραλογές του από μικρός, γοητευμένος και από τον μελωδικό καημό του, αλλά και από τον συναρπαστικό μύθο του. Η σχέση του με τον Ερωτόκριτο υπήρξε βαθιά• ήταν μια σχέση ζωής. Δισκογραφικά άρχισε το 1960 και ολοκληρώθηκε το 1976. Το 1960, σε μία από τις πρώτες του ηχογραφήσεις, τραγούδησε με παραδοσιακό ηχητικό περιβάλλον το «Παραμύθι του Ερωτόκριτου» -από τον στίχο 881 και μετά, του πέμπτου μέρους του έργου, Το Μπήκεν ο Ρωτόκριτος εις την φυλακήν, αρχίζει…- καθώς και με όνομα «Αποχαιρετισμός» το επεισόδιο του ποιήματος «Τα θλιβερά μαντάτα» από τον στίχο 1.355 έως τον στίχο 1.400 του τρίτου μέρους του έργου, Ήκουσες Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα… Και τα δύο καταγεγραμμένα με τη συμβολή της συντρόφου του Ουρανίας Μελαμπιανάκη-Ξυλούρη. Το 1976, εκπληρώνοντας ένα όνειρο ζωής, δισκογράφησε δώδεκα μέρη από τον Ερωτόκριτο σε επιμέλεια Ερρίκου Θαλασσινού, ενορχήστρωση Χριστόδουλου Χάλαρη και ερμηνευτική συμπαράσταση από την Τάνια Τσανακλίδου. Συγκρίνοντας τις δύο ερμηνείες του «Παραμυθιού» και του «Αποχαιρετισμού», αυτές του 1960 με αυτές του 1976, διαπιστώνουμε ότι οι δεύτερες διατηρούν την αγνότητα και τον αυθορμητισμό των πρώτων, υπερέχουν όμως σε ωριμότητα. Η φωνή, πιο σίγουρη, βαδίζει σε μονοπάτια γνώριμα μεν, αποκαλύπτοντας όμως μεγαλύτερες οραματικές δυνατότητες. Πέραν αυτών, ωστόσο, υπήρξε και μία ακόμη ενδιαφέρουσα ηχογράφηση αποσπάσματος του Ερωτόκριτου. Πρόκειται για «Τα θλιβερά μαντάτα», που συμπεριελήφθη στην έκδοση του 1974 Συλλογή, σε ενορχήστρωση και κατευθυντήριες οδηγίες, τη φορά αυτή, του Σταύρου Ξαρχάκου. Πιο δυναμική, πιο επική η ερμηνεία με τον Ξαρχάκο, πιο λυρική με βυζαντινές αχτίδες η ερμηνεία με τον Χάλαρη. Πραγματικά δεν ξέρεις ποια να πρωτοδιαλέξεις ως αγαπημένη.
Εστιάζοντας στο θέμα «Ο Νίκος Ξυλούρης τραγουδά τους ποιητές» προκύπτει αναπόφευκτα, για μιαν ακόμη φορά, το ερώτημα τι θεωρείται ποίηση και τι στίχος. Δεν είναι σκοπός του παρόντος η τεκμηριωμένη απάντηση, ωστόσο αδρά προτείνουμε την τυπική διάκριση που μπορεί, όχι σπάνια, να διαφέρει από την ουσιαστική. Η ποίηση γεννιέται ως αυτοδύναμο και αυτόφωτο μέρος του λόγου, ενώ ο στίχος γεννιέται προορισμένος να μελοποιηθεί. Έτσι, μην ξενίσει που δεν θα γίνει αναφορά σε σπουδαίους τεχνίτες του λόγου όπως, π.χ., ο Κ. Χ. Μύρης – Κώστας Γεωργουσόπουλος- και ο Νίκος Γκάτσος, τον λόγο των οποίων τίμησε ερμηνευτικά ο Νίκος Ξυλούρης.
Νεοελληνική ποίηση πρωτοδισκογράφησε ο Νίκος Ξυλούρης το 1970. Τότε εκδόθηκε δίσκος 45 στροφών ο οποίος από τη μια μεριά αποτύπωνε το τραγούδι «1950 – Καφενείον η Ελλάς», από τον κύκλο Χρονικό, των Κ. Χ. Μύρη – Γιάννη Μαρκόπουλου, και από την άλλη το «Έντιμο αίμα» (γνωστό και ως «Τα παιδιά»), από τον κύκλο Ήλιος ο Πρώτος, των Οδυσσέα Ελύτη – Γιάννη Μαρκόπουλου. Το τελευταίο αυτό τραγούδι, στην ολοκληρωμένη έκδοση του κύκλου, την προηγούμενη χρονιά, είχε ερμηνεύσει η Μαρία Δημητριάδη, η οποία ερμήνευσε και το «Καφενείον η Ελλάς», στην έκδοση του Χρονικού που είχε πραγματοποιηθεί την ίδια χρονιά, 1970, και στην οποία συμμετείχε ο Νίκος Ξυλούρης. Εκτιμώντας τις ερμηνευτικές του ικανότητες ο Γιάννης Μαρκόπουλος θέλησε να του χαρίσει, έστω σε δεύτερη ερμηνεία, τα δύο αυτά τραγούδια του. Μα και τον δεύτερο νεοέλληνα ποιητή που τραγούδησε ο Νίκος Ξυλούρης τον τραγούδησε σε δεύτερη ερμηνεία. Ήταν ο Μιχάλης Κατσαρός. Τα τραγούδια ήσαν δύο και εκδόθηκαν και αυτά σε δίσκο 45 στροφών: «Την εικόνα σου» και «Ο Λάκης». Έτος έκδοσης 1972. Προέρχονται από τον κύκλο Τα τραγούδια του νέου πατέρα, του Γιάννη Μαρκόπουλου, σε ποίηση Μιχάλη Κατσαρού. Τα τραγούδια του κύκλου δισκογραφήθηκαν το 1972 ερμηνευμένα από τον ίδιο τον πλαστουργό τους, μια και έτσι επιθυμούσε ο ποιητής.
Ο Γιάννης Μαρκόπουλος ήταν αυτός που προξένεψε στον Νίκο Ξυλούρη, την επόμενη χρονιά, την ποίηση του Γιώργου Σεφέρη. Του εμπιστεύθηκε το τραγούδι-ποταμό «Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους» που κόσμησε τη μια πλευρά της ομώνυμης δισκογραφικής έκδοσης του 1973, η οποία γεννήθηκε από τη μελοποίηση του λόγου του βραβευμένου με Νόμπελ ποιητή. Το ποίημα, γραμμένο το 1942, εντάχθηκε στη συλλογή Ημερολόγιο καταστρώματος Β. Το τραγούδι που γεννήθηκε από αυτό έχει διάρκεια περίπου δεκατριών λεπτών και δεδομένη θεατρικότητα. Έτσι, η ερμηνεία του απαιτεί πρόσθετες ικανότητες, αλλά και συνεχή εγρήγορση του τραγουδιστή. Λιτός ο Νίκος Ξυλούρης, με βυζαντινή ακρίβεια, χάρισε ως άγγελος-εξάγγελος μιαν ανυπέρβλητη ερμηνεία στο ιδιαίτερο και ιδιαίτερα φορτισμένο αυτό τραγούδι. Είναι πραγματικά συγκλονιστικός στις τελευταίες φράσεις του ποιήματος, μια παρατεταμένη κραυγή: «… ακριβέ μου Ελπίνωρ! Ηλίθιε, φτωχέ μου Ελπίνωρ! Ή δεν τους βλέπεις; – Βοηθήστε μας! – Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη».
Η σχέση, ωστόσο, του Ξυλούρη με τον λόγο του Σεφέρη δεν σταμάτησε εκεί. Λίγο αργότερα ο νεαρός τότε και φέρελπις Ηλίας Ανδριόπουλος του προσέφερε ξανά την ευκαιρία, καθώς του εμπιστεύτηκε τα 6 από τα 10 τραγούδια της παρθενικής δισκογραφικής κατάθεσής του, που ονόμασε Κύκλος Σεφέρη. Έκδοση 1976. Η δημιουργική εμμονή του Ηλία Ανδριόπουλου εστιάστηκε τότε κυρίως στο Μυθιστόρημα του ποιητή, που γεννήθηκε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ο Νίκος Ξυλούρης τραγούδησε τον μελοποιημένο λόγο του Σεφέρη σαν να τον κατείχε καλά από καιρό. Εντυπωσίασε με την εσωτερικότητα της ερμηνείας του, ικανοποιώντας απολύτως τις προσδοκίες του μελοποιού. Ιδού οι τίτλοι των τραγουδιών που καταγράφηκαν αμέσως στη μνήμη και την καρδιά: «Εμείς που ξεκινήσαμε (για το προσκύνημα τούτο)», «Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως», «Κι αν ο αγέρας φυσά», «Αγιανάπα Β» (γνωστό και ως «Συκομουριά») – Στίχοι για μουσική σημειώνει σε αυτό ο Γιώργος Σεφέρης, «Εδώ αράξαμε το καράβι» (που είναι απόσπασμα από το «Μποτίλια στο πέλαγο») και «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης». Όταν ετοίμαζε τον πρώτο αυτό κύκλο τραγουδιών του ο Ηλίας Ανδριόπουλος σε συνέντευξή του -ίσως και να ήταν η πρώτη του-, στο περιοδικό Ήχος & Hi-Fi (τεύχος 15, Ιούνιος 1974), αιτιολόγησε με τις ακόλουθες φράσεις την επιλογή-επιθυμία του «Ευτυχώς ή δυστυχώς η φωνή του Νίκου Ξυλούρη είναι η μόνη που έχουμε σήμερα στην Ελλάδα. Ακουμπάς σίγουρα επάνω του και δημιουργείς. Μέχρι στιγμής δεν έχει αποδείξει ούτε τις μισές από τις ικανότητές του».
Την ίδια χρονιά που εκδόθηκε Ο Στράτης Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους, το 1973 δηλαδή, εμφανίστηκε στη δισκογραφία ένας νέος συνθέτης-τραγουδοποιός με αξιοζήλευτα εφόδια: ο Χριστόδουλος Χάλαρης. Στην πρώτη, σπουδαία ωστόσο, δισκογραφική του κατάθεση, Τροπικός της Παρθένου, αξιοποίησε τον ποιητικό λόγο τού και ποιητή Γιάννη Κακουλίδη – στην έκδοση λαθεμένα μνημονεύεται ο Γιάννης Κακουλίδης ως στιχουργός. Τα ποιήματα που μελοποιήθηκαν και εντάχθηκαν στη δισκογραφική έκδοση ανθολογήθηκαν από τις ποιητικές συλλογές Νέροβιλ (πρώτη ποιητική συλλογή του συγγραφέα, ιδιωτική έκδοση – 1970) και Μηχανήματα ευκρασίας (Επικαιρότητα – 1972). Συνθέτης και ποιητής επέλεξαν χωρίς δισταγμό ως βασικό ερμηνευτή τον Νίκο Ξυλούρη. Και δεν αστόχησαν, αφού ο Ψαρονίκος σφράγισε με τη χαρακτηριστική φωνή του τα έξι από τα εννέα τραγούδια του κύκλου – υπάρχει και ένα οργανικό. Την ερμηνεία στο τραγούδι «Βουνό μου» μοιράζεται με τη Δάφνη Ζούνη, ενώ τα υπόλοιπα πέντε («Κόρης φιλίν εζήτηξα», «Ανάθεμα π’ αγάπησα το χώμα σου», «Νάνα, νάνα το γιούδι μου», «Κύριε σώσον τον λαό σου», «Στον τόπο που φιλιούμαστε») ερμήνευσε μόνος του.
Η επιτυχημένη συνεργασία είχε άμεση συνέχεια. Την επομένη χρονιά, 1974, εκδόθηκε ο κύκλος τραγουδιών Ακολουθία, σε μουσική Χριστόδουλου Χάλαρη, ποίηση Γιάννη Κακουλίδη (τα ποιήματα ερανίστηκαν από τη συλλογή Μεσημβρινή απόπειρα που κυκλοφόρησε αργότερα -1978- από τις εκδόσεις Εγνατία) και ερμηνευτή ξανά τον Νίκο Ξυλούρη στα τέσσερα από τα εννέα τραγούδια του – τα υπόλοιπα ερμηνεύει η Δήμητρα Γαλάνη. Ξεχωρίζει το συγκλονιστικό «Του θάνατου παράγγειλα», στο οποίο ο Νίκος Ξυλούρης έχει άξιο συμπαραστάτη τον Χρύσανθο. Τα υπόλοιπα τραγούδια τα οποία ερμηνεύει μόνος του είναι τα: «Μοιρολόι», «Η ώρα τούτη», «Δε σου το ’πα μωρέ Νικόλα».
Ο Χρήστος Λεοντής, καθιερωμένος εκείνη την εποχή τραγουδοποιός, προετοίμασε τη μεγάλη συνεργασία του με τον Νίκο Ξυλούρη, ζητώντας του να ερμηνεύσει τρία τραγούδια βασισμένα σε ποιητικό λόγο για τη δισκογραφική έκδοση Παραστάσεις, του 1975. Τα δύο πρώτα, «Ο ήλιος εβασίλεψε», σε ποιητικό κείμενο από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, και «Θούριος», εμπνευσμένο από το ομώνυμο ιστορικό ποίημα του Ρήγα Φεραίου «Ως πότε παλληκάρια θα ζούμε στα στενά…», είχε πρωτοερμηνεύσει ο ίδιος ο Χρήστος Λεοντής σε δισκογραφική έκδοση του 1972, στην οποία συνδυάζονταν τραγούδια με ανάγνωση ποιητικών κειμένων του Ρήγα, του Σολωμού, του Κάλβου και του Μακρυγιάννη. Οι νέες ερμηνείες του Νίκου Ξυλούρη, λυρική στο πρώτο, επική στο δεύτερο, καθιέρωσαν αμέσως τα τραγούδια. Το τρίτο τραγούδι που ερμήνευσε ο Ξυλούρης στις Παραστάσεις ήταν πλασμένο για το θεατρικό έργο του Χουάν Φοντόν Η Χιλή θα νικήσει. Το όνομά του «Οι νεκροί της πλατείας». Το μνημονεύουμε γιατί δομήθηκε σε ποιητικό λόγο από το Κάντο Χενεράλ του Πάμπλο Νερούδα, αποδοσμένο στα Ελληνικά από τη Δανάη Στρατηγοπούλου.
Την ίδια χρονιά που εκδόθηκαν οι Παραστάσεις, το 1975, εκδόθηκε και το κορυφαίο έργο του Χρήστου Λεοντή, το Καπνισμένο τσουκάλι. Δημιουργία μοναδική που είχε ως αφετηρία έμπνευσης το ομώνυμο ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου. Γραμμένο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, στο Κοντοπούλι της Λήμνου, από τον Δεκέμβριο του 1948 έως τον Φεβρουάριο του 1949, το εκτενές αυτό ποίημα εκδόθηκε το 1961 στη συλλογή Ποιήματα Β (1941-1958). Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο τραγουδιστής που ζήτησε από τον συνθέτη να συμπράξει στην ερμηνεία του έργου του. Το αποτέλεσμα συγκλονιστικό! Ο Νίκος Ξυλούρης ερμήνευσε τα οκτώ από τα δώδεκα τραγούδια του έργου, με τρόπο που ταράζει τον νου και ματώνει την καρδιά: «Αυτά τα κόκκινα σημάδια», «Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν», «Κι όχι να πείτε», «Τούτες τις μέρες», «Αυτοί που περιμένουν», «Εδώ είναι ένα φως αδερφικό», «Έχεις ακόμα να κλάψεις πολύ», «Και να αδερφέ μου». Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ο Νίκος Ξυλούρης ερμηνεύοντας Ρίτσο-Λεοντή διδάσκει ερμηνεία.
Ώριμος, πλέον, ο τραγουδιστής είναι πανέτοιμος να κατακτήσει ερμηνευτικά μελοποιημένο λόγο ενός άλλου κορυφαίου Έλληνα ποιητή: του Διονυσίου Σολωμού. Ο Γιάννης Μαρκόπουλος, γνωρίζοντας ότι αυτός είναι ο ιδανικός ερμηνευτής, τον αποζητεί, για μία ακόμη φορά. Σπαραγμός στα «Άκρα του τάφου σιωπή» και «Πειρασμός» – «Έστησ’ ο έρωτας χορό, με τον ξανθόν Απρίλη…», με τον τρόπο ενός καινούργιου παιάνα στα «Βαρώντας γύρου, ολόγυρα», «Στα μάτια και στο πρόσωπο» και «Μητέρα μεγαλόψυχη», κήρυκας πραγματικός στις δύο φράσεις του «Ο γιος σου κρίνος με δροσιά». Άλλοτε λυρικός, άλλοτε δωρικός, πάντοτε όμως λιτός και ουσιαστικός, έδωσε πνοή αιώνιας ζωής και… απελευθέρωσε μουσικά τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του εθνικού ποιητή. Το έργο δισκογραφημένο εκδόθηκε το 1977. Η συμμετοχή του Νίκου Ξυλούρη στα έξι από τα δεκαεννέα μέρη του υπήρξε καταλυτική.
Είχε φύγει από τη ζωή όταν μας αποκάλυψε ότι μπορούσε να προσεγγίζει, ερμηνεύοντας υποδειγματικά, κι άλλους Έλληνες ποιητές. Στο δισκογραφικό του Σάλπισμα, που εκδόθηκε 40 μέρες μετά την αναχώρηση του Ψαρονίκου, ο Λουκάς Θάνος παραδίδει μελοποιημένα στη φωνή του, και για τη φωνή του, δύο ποιήματα του Κώστα Βάρναλη -«Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου» και «Πόνοι της Παναγιάς»- ένα του Άρη Αλεξάνδρου -«Τις νύχτες»- και πέντε του Κώστα Καρυωτάκη -«Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου», «Ιδανικοί αυτόχειρες», «Δεν αγαπάς», «Είσαι ψυχή μου», «Το άγαλμα της ελευθερίας». Εστιάζοντας στις μελοποιήσεις, ο υποψιασμένος ακροατής δύσκολα μπορεί να διαχωρίσει την προέλευση του λόγου. Οι ερμηνείες, όμως, συχνά την αποκαλύπτουν.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος, φίλος καρδιακός του Νίκου Ξυλούρη, απέφευγε ενσυνείδητα τη μελοποίηση ποιητικού λόγου. Για χάρη, όμως, του ακριβού φίλου του δεν δίστασε να ξεστρατίσει από τις πεποιθήσεις του και να μελοποιήσει, γιαυτόν και μόνο, τρία ποιήματα του Ματθαίου Μουντέ και ένα του ζωγράφου, ποιητή και μεγάλου πατριώτη της προεπαναστατικής εποχής Παναγιώτη Ανδρόνικου. Τα συμπεριέλαβε στο ξεχωριστό έργο του Ο Δείπνος ο Μυστικός, το οποίο ηχογραφήθηκε το 1978, δημοσιοποιήθηκε, όμως, το 1984. Το ποίημα του Παναγιώτη Ανδρόνικου είναι το περίφημο «Η Ελλάς προς τα τέκνα της» – «Ω! παιδιά μου ορφανά, σκορπισμένα εδώ κι εκεί…», το οποίο αποδίδεται συχνά, εσφαλμένα, στον Ρήγα Φεραίο. Έγινε τραγούδι χαμηλόφωνο, σε τρίσημο ρυθμό που ερμηνεύει έμπλεος συγκίνησης, ανάλογης με αυτήν που αναδύεται από τον λόγο, ο Νίκος Ξυλούρης. Είναι το τραγούδι «Προμήνυμα», το οποίο περιέχει και τη φράση «Ο Δείπνος ο Μυστικός» που έγινε τίτλος του έργου. Προσοχή! στην έκδοση υπάρχει και τραγούδι με όνομα «Ο Δείπνος ο Μυστικός», στο οποίο αναφέρεται ως ποιητής ο Ματθαίος Μουντές. Είναι λάθος, μια και το τραγούδι αυτό είναι το ίδιο με το «Προμήνυμα», σε άλλη ερμηνεία, όμως, και την απαγγελία των στίχων ως προανάκρουσμα. Δύο από τα τραγούδια που γεννήθηκαν από την ποίηση του Ματθαίου Μουντέ, τα «Σύνταγμα και συνέλευση» και «Η λαμπρή της πατρίδας», διαθέτουν ευανάγνωστα παραδοσιακά ελληνικά χαρακτηριστικά και ερμηνεύονται με απολύτως ταιριαστό ηρωικό τρόπο. Το τρίτο, το «Χαμένη αγάπη», είναι αιθέριο, χαμηλόφωνο, και ερμηνεύεται με ξεχωριστή ευαισθησία.
Ο Νίκος Ξυλούρης τραγούδησε, λοιπόν, με ιδιαίτερη αξιοσύνη, πολλούς και σπουδαίους ποιητές, κατά κανόνα σπουδαία μελοποιημένους. Μολονότι οι εγκύκλιες σπουδές του ήσαν λίγες και φτωχές -ας αναλογιστούμε τις συνθήκες στις οποίες έζησε παιδικά και πρώτα εφηβικά χρόνια- διέθετε μια σπάνια, ζηλευτή, αντιληπτικότητα του νοήματος του λόγου. Το διαπιστώνει ο καθένας ακούγοντάς τον να τραγουδά τον λόγο των ποιητών. Και δεν ήταν μόνο αυτό, βεβαίως. Δανείζομαι λόγο της αγαπημένης Αρλέτας για να αιτιολογήσω, αλλά και να ολοκληρώσω:
«Από πού βγαίνει η φωνή; Απ’ το λαρύγγι; Απ’ τις φωνητικές χορδές; Ναι! Αλλά χωρίς ψυχή είναι κούφια και δεν γιατρεύει πόνους. Είναι ψεύτικη, και η χαρά που δίνει είναι της στιγμής. Ο Νίκος Ξυλούρης τα είχε όλα. Και λαρύγγι και χορδές, αλλά κυρίως ψυχή. Ψυχή πανάρχαια χρισμένη από πάππου προς πάππου, και σ’ ό,τι τραγούδησε άφησε ένα κομμάτι της, που κανείς δεν μπορεί να το πληγώσει πια».

(Ομιλία στη διήμερη συνάντηση για τον Νίκο Ξυλούρη -30 χρόνια απουσίας- που πραγματοποιήθηκε στα Ανώγεια Μυλοποτάμου Κρήτης στις 26 & 27 Ιουνίου 2010)

(Το κείμενο αναδημοσιεύεται με την άδεια του εκδότη)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ο Nίκος Ξυλούρης είναι μία από τις πιο οικείες φυσιογνωμίες στην ελληνική μουσική. Αγαπήθηκε απ΄ όλους τους Έλληνες, από τους διανοούμενους μέχρι και τους πιο απλούς και λαϊκούς ανθρώπους. Είχε το πλεονέκτημα ο,τιδήποτε και να τραγουδούσε να το κάνει κτήμα όλων, γεγονός που χαρακτηρίζει μόνο τους πολύ μεγάλους ερμηνευτές. Και αυτό γιατί δεν ήταν απλά ένας μεσολαβητής των τραγουδιών αλλά μύστης μιας τελετουργίας. Είπε , βέβαια, και σπουδαία τραγούδια. Αυτός ο συνδυασμός είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει αλώβητος στο πέρασμα του χρόνου και να καταφέρει να περνά από γενιά σε γενιά.

Τα 30 χρόνια από το θάνατό του (8 Φεβρουαρίου 2010) τιμήθηκαν με εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, καθ΄ όλη τη διάρκεια της χρονιάς, με κορύφωση τη «Διήμερη συνάντηση για τον Νίκο Ξυλούρη» στη γενέτειρά του, τα Ανώγεια, στις 26 και 27 Ιουνίου 2010.

Στο πλαίσιο του έτους Νίκου Ξυλούρη το περιοδικό Μετρονόμος παρουσίασε ένα ξεχωριστό αφιέρωμα στον Αρχάγγελο της Κρήτης, το οποίο σε νέα επεξεργασμένη μορφή και με αρκετές προσθήκες περιλαμβάνεται στο βιβλίο

«Νίκος Ξυλούρης – …τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».

Στις σελίδες του βιβλίου συναντούμε μοναδικές αφηγήσεις της γυναίκας του Ουρανίας, του γιου του Γιώργου, του αδελφού του Γιάννη, του Χρήστου Λεοντή και του Χριστόδουλου Χάλαρη.

Γράφουν επίσης ο Λίνος Κόκκοτος, ο Ηλίας Ανδριόπουλος, ο Γιώργος Μονεμβασίτης, ο Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης, ο Σπύρος Κουρκουνάκης, ο Θόδωρος Βαλσαμίδης, η Αγάπη Καλομοίρη και ο Γρηγόρης Παπαδογιάννης.

Περιλαμβάνεται αναλυτική δισκογραφία του Νίκου Ξυλούρη και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, αρκετό από αυτό ανέκδοτο, που παραχώρησε ευγενικά η οικογένεια Ξυλούρη.

Για το Νίκο Ξυλούρη το τραγούδι ήταν οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου από το «Καπνισμένο τσουκάλι», του Χρήστου Λεοντή, που ο ίδιος ερμήνευσε: «…εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ΄ τον κόσμο, εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο».

Την έκδοση επιμελήθηκε ο Θανάσης Συλιβός.

http://www.poiein.gr/2011/02/25/aethnaio-iiiaiaaossoco-i-nsseio-ioeiynco-onaaioau-oioo-dhiecoyo/?fbclid=IwAR1PV-AO2_oYXMOInVAOEK1wgn25Sj0lqKqzjemFbegBI9jmNUZlZNmIj_8 

Δεν υπάρχουν σχόλια: