“Στην τέχνη, γράφει ο Mark Schorer (1) , και κατά συνέπεια και στην ποίηση, “η ομορφιά και η αλήθεια απαρτίζουν μία αδιαίρετη ενότητα. Αναλογα με τον βαθμό επίτευξης αυτής της ενότητας κρίνεται το αισθητικό αποτέλεσμα ενός καλλιτεχνικού έργου”. Η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο αιώνα , μετά την επέλαση καλλιτεχνικών κινημάτων όπως ο υπερρεαλισμός, ο ντανταϊσμός ή ο φουτουρισμός, η παραπάνω ενότητα τέθηκε αρκετές φορές υπό αμφισβήτηση, με το βάρος της πλάστιγγας να γέρνει περισσότερο προς το μέρος της ομορφιάς παρά της αλήθειας. Όπερ πολλές φορές σήμαινε στην ποιητική παραγωγή των τελευταίων ετών την αποθέωση της φόρμας, της τεχνικής ή του σημαίνοντος, και αντίστροφα την παραμέληση ή και εγκατάλειψη του σημαινομένου, με μια περίπου φοβική αντιμετώπιση και με στόχο την απαγκίστρωση από το εφήμερο και πεπερασμένο. Από την άλλη πλευρά, ως αντίδραση αναπτύχθηκε ένας σχεδόν ωμός ρεαλισμός , ο οποίος στέκεται σκεπτικός απέναντι στις απόπειρες της απόλυτης απελευθέρωσης του πνεύματος από την έλλογη ερμηνεία της πραγματικότητας, αποφεύγοντας τη διατύπωση ενός ακυβέρνητου λόγου που αμφισβητεί τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της γλώσσας και μένοντας προσκολλημένος στην απλή αναπαράσταση μιας συγκίνησης ή στην “ένστιχη” οργάνωση μιας σειράς λογικών προβληματισμών (ας πούμε η ποίηση του Σακαλή ή της Μπακονίκα ).
Αφορμή για τις παραπάνω παρατηρήσεις μου έδωσε ο ίδιος ο Δημήτρης Μιχελουδάκης με την αφιέρωση που μου έκανε στο αντίτυπο του παρόντος βιβλίου. Γράφει: “Ο γέρο Χάιντεγκερ έλεγε πως το να προσπαθεί κανείς να γίνει κατανοητός είναι αυτοκτονία για τη φιλοσοφία. Στην ποίηση, νομίζω, αυτή η σκέψη περνάει τα όριά της: αν κάποιος προσπαθεί να γίνει κατανοητός, η ποίηση θα τον εκδικηθεί ,θα του κρύψει το φως , θα τον υποχρεώσει να ζει στο κίβδηλο και άχρονο τώρα“. Στο νέο ποιητικό του βιβλίο η πρόθεση αυτή είναι σαφής. Ο “συντηρητής” του αρνείται ενσυνείδητα την επικράτεια του κατανοητού και γυαλίζει τα εργαλεία του για τη λεκτική συναρμολόγηση του ακατανόητου. Κι εδώ θα μπορούσε να σκεφθεί κανείς ότι μια τέτοια επιδίωξη ενέχει τον κίνδυνο να περιοριστεί σε μια ποιητική ιδιόλεκτο της οποίας η ετερότητα αντί να φωτίζει τη δημιουργία , τη συσκοτίζει και την καθιστά υποτακτική στην ψυχρότητα της φόρμας. Αλλά κάτι τέτοιο δε συμβαίνει, για τον απλούστατο λόγο ότι ο Μιχελουδάκης γνωρίζει σε ποιο άτοπο περπατά. Γνωρίζει τη μορφολογία του, τις πηγές και τις εκβολές του, και ως εκ τούτου κρατά με αρκετή δύναμη τα σκοινιά , για να κουμαντάρει εκείνες τις φυγόκεντρες τάσεις που μπορούν να παρασύρουν κάθε ποιητή και καλλιτέχνη σε μια αυτάρεσκη περιστροφή γύρω από ένα μεγαλοπρεπές τίποτε.
Για λόγους προφανείς ο “συντηρητής” ως ποιητική σύλληψη μου φέρνει στο μυαλό τη μεταφυσική του ουρανού στην ποίηση του Σαχτούρη και του Καρούζου, ποιητών στους οποίους αποτίνει φόρο τιμής ο Μιχελουδάκης στην παρούσα συλλογή . Ο ουρανός ως μοτίβο εσωτερικότητας ,πνευματικότητας, χιμαιρικότητας, απόδρασης, αναβάπτισης, καταγωγής, έσχατου προορισμού, που διαπερνά σε μεγάλο βαθμό τη γραφή των δύο παραπάνω ποιητών, είναι παρών και στον “συντηρητή” , όχι τόσο ως λέξη-σύμβολο όσο ως βαθύτερο φόντο μιας υπερβατικότητας μέσα στην οποία γεννιούνται τα υλικά των ποιημάτων και θεμελιώνεται το ποιητικό γίγνεσθαι (αδυνατώ να πω ό,τι δεν έχει πυρετό /γι’αυτό έπλεξα έναν ουρανό κυρίως με το δάκρυ ). Στο πλαίσιο αυτό, η “πόλη χωρίς όνομα “, το “φαντασιοπλάνο “, ο αφηγητής που μιλά “άπταιστα ουράνια τόξα”, το φεγγάρι σταλαγμίτης που κάθεται στο ταβάνι σα νυχτερίδα ή τα “νεκραστέρια” μαρτυρούν λίγο ως πολύ ότι το βλέμμα του ποιητή αναζητεί εκείνη τη στάθμη όπου συντελείται η “ουράνια” απαγωγή της τέχνης. Την ίδια στιγμή βεβαίως που επιχειρείται η υπερβατική αυτή αναζήτηση, η ματιά του “συντηρητή” κατορθώνει να αντισταθεί στη γοητεία της άνευ όρων παράδοσης στο ουράνιο και δεν ξεχνά την άλλη καταγωγή της, τη σάρκινη .Μέσα λοιπόν στην πόλη δίχως όνομα κι ενώ από πάνω της στέκει φύλακας άγγελος της πνευματικότητας της ο συντηρητής ουράνιων τόξων, εξακολουθούν οι άνθρωποι να ερωτεύονται παράξενες κοπέλες που περπατούν “με το λαιμό λυγισμένο, όπως τα πορτρέτα του Μοντιλιάνι ” ή που τα καλώδια των ακουστικών τους ταλαντεύονται σαν τεράστια σκουλαρίκια, συνεχίζουν να παλεύουν με τα “μυώδη ” κύματα τα προσφυγόπουλα , συνεχίζουμε να καίμε τα “αλλόκοτα κούτσουρα” με το σκεπτικό ότι “όλα την ίδια δουλειά κάνουν”.
Αλλά αυτό που θα πρέπει κυρίως να προσεχτεί είναι ότι η ποίηση του Δημήτρη Μιχελουδάκη είναι λίγο ως πολύ συγκρουσιακή , “αρυθμήσιμη” . Συγκρούεται με το εθιμοτυπικό (“αδυνατώ να πω ό,τι δεν έχει πυρετό”) , με τις γλωσσικές και ιδεολογικές νόρμες (“τα παρακρατικά ελληνικά “), με τον δημιουργό της (“ξέρεις: μ’αγαπάω -δεν μ’αγαπάω”) και με τον ίδιο της τον εαυτό (“το ποίημα δεν είν’η ευθεία που κοιτάς” ). Αφουγκράζεται τον παλμό της καθημερινότητας και την ίδια στιγμή βουλώνει τ’ αυτιά της, γιατί δεν αντέχει την αρρυθμία αυτού του παλμού . Γιατί βλέπει γύρω της θαύματα που οι άλλοι τα προσπερνούν και γιατί δυναμώνει μέσα της η επιθυμία ν’ αποκτήσουν αιχμηρή υφή τα πιο ακίνδυνα συναισθήματα. Γιατί ” το παν είναι να κάνεις το βαμβάκι να κόβει”. Υπάρχει λοιπόν διάχυτο ένα κλίμα βρασμού,το οποίο επενδύεται θεματολογικά με μοτίβα όπως η μοναξιά (“Έλα να καθίσουμε εδώ /όλοι εμείς οι δυο μας /στην αμετάφραστη γωνιά του κόσμου/ να γίνουμε μία συνομιλία/ να πετάξουμε τις πανοπλίες”), ο τερατώδης χαρακτήρας της ζωής των πόλεων ( “το μετρό είναι μία πελώρια ουρά χωρίς σώμα /βρυχάται/ χάνεται με ένα σάλτο /και τρέχει πάνω στο σκοτάδι /η ραχοκοκαλιά/ είμαστε εμείς/ σε ταχύρυθμα μαθήματα κάτω /απ’ το χώμα”), η υποκρισία (“αφού της εμπιστεύτηκε τις πληγές του /την πανοπλία του της χάρισε /εκείνη ανακουφισμένη /τον χώρεσε /στο φέρετρο”) , η ασφυξία της καθημερινότητας (“μόλις χτυπήσω κάρτα/ ρυτιδώνουν /το κυνηγητό /τα μήλα /η μακριά γαϊδούρα/ στην έξοδο/ έχει μείνει /ένα παιδάκι /μόνο /που ακόμα δεν τολμάει /να φτάσει/ ως το εκατό”)και η αναζήτηση ποιητικής και κατ’ επέκταση εσωτερικής ταυτότητας(“μπορείς να γράψεις με μία σου μόνο φλέβα ; αυτή του ρίγους λέω”).
Το άλλο κομβικό στοιχείο στον “Συντηρητή ουράνιων τόξων” είναι η οικειοποίηση μιας παιδικής οπτικής γωνίας στην παρατήρηση της πραγματικότητας, οπτικής που επιτρέπει στον αφηγητή να αψηφά τους νόμους της βαρύτητας των λέξεων και με τη μεταμορφωτική δύναμη της φαντασίας να πυροδοτεί τη δική του “βόμβα από παραμύθι”. Έτσι , ενώ όλοι κατεβαίνουν από το “φαντασιοπλανο”, η “παιδική ανάμνηση (…) κρατιέται με τα δόντια” και ” κρύβει στο μπουφάν της έναν πάνθηρα με φτερά”. Δεν έχω αμφιβολία ότι αυτό που αποτυπώνει ποιητικά ο Μιχελουδάκης είναι η δική του εκδοχή της ουτοπίας , το “είναι” μέσα στις δικές του συντεταγμένες ,αυτές που ορίζει ο ανοικειωτικος φακός (2) της λογοτεχνίας (” έτσι κοψοχρονιά που έδωσα τα σύννεφα /δε βρίσκω χειρολαβές/για αυτόν τον κόσμο” ). Σ’ αυτή λοιπόν την ουτοπική “πόλη χωρίς όνομα” η ανάμνηση της παιδικής εκστατικότητας απέναντι στα θαύματα του κόσμου διαδραματίζει έναν πρωταρχικό ρόλο και γίνεται κινητήριος μοχλός έμπνευσης . Με άλλα λόγια, η ουτοπία και η παιδικότητα αποτελούν τα σύνεργα της αντικειμενικής συστοιχίας(3) την οποία συνειδητά ή ασυνείδητα επιτυγχάνει στο έργο του ο ποιητής.
Εξίσου δυναμική παρουσία στα ποιήματα αυτής της συλλογής έχει το απροσδόκητο με τη μορφή των τυχερών παιχνιδιών. Ο κόσμος παρομοιάζεται με “κρουπιέρη” που ανακατεύει και μοιράζει τους ανθρώπους , τα ποιήματα αναγνωρίζονται ως ζάρια που λιποτακτούν από το “στρατόπεδο της Στατιστικής”, η ζωή απελευθερώνεται από τα όρια της και μπορεί να “φέρνει ελεύθερα εφτάρες “. Η τύχη, επομένως , αντιμετωπίζεται ως φιλοσοφικό μέγεθος που νοηματοδοτεί τη ζωή και τη γλώσσα, υπενθυμίζοντας τη ρευστότητα και των δύο. Ειδικά, η τελευταία παρατήρηση σχετικά με τη ρευστότητα του γλωσσικού κώδικα έχει ίσως ιδιαίτερη βαρύτητα ,δεδομένου ότι ο ποιητής τραβάει συχνά το χαλάκι κάτω από τα πόδια των λέξεων και τις αφήνει να γλιστρήσουν , να σπάσουν τα μούτρα τους και να ξανασηκωθούν μόνες τους ανανοηματοδοτημένες και ακμαίες , δηλώνοντας μας με επίμονο τρόπο ότι καμία γλωσσική δομή δεν πρέπει να θεωρεί τον εαυτό της ακαταμάχητο και δεδομένο. Την επιλογή αυτή επιβεβαιώνει και η λεξιπλασία , και λέξεις όπως “αριθμοκάγκελα”, “νεκροδρόμιο”, “θανατάδικο”, “φαντασιοπλάνο”, “αλγοθραυστικό” φανερώνουν όχι απλώς τη δημιουργική ή αιρετική ματιά του ποιητή πάνω στη γλώσσα , αλλά και την ομορφιά που αναβλύζει μέσα από τη μεταβλητότητα αυτής της γλώσσας.
Για να επανέλθω στην αρχική παρατήρηση περί ομορφιάς και αλήθειας , ο Roland Barthes (4)επισημαίνει ότι ένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι ποτέ εντελώς άνευ νοήματος και ποτέ τελείως ξεκάθαρο. Πρόκειται, κατά κάποιο τρόπο, για ένα αιωρούμενο νόημα. Νομίζω, λοιπόν, ότι ο “Συντηρητής” πετυχαίνει απόλυτα αυτή την ισορροπία ανάμεσα στο ξεκάθαρο και στο υπαινικτικό , αφήνοντας τον απαραίτητο ζωτικό χώρο τόσο στην αλήθεια όσο και στην ομορφιά του λόγου του.
Παρατηρήσεις
1.Mark Schorer , Η τεχνική ως ανακάλυψη
2.Ανοικειωση : σύμφωνα με τους φορμαλιστες η πραγματική λογοτεχνία δεν πρέπει να αντανακλά απλώς την πραγματικότητα αλλά να την παρουσιάζει μέσα από ένα ιδιόμορφο πρίσμα
3. Αντικειμενική συστοιχία: ένα αντικείμενο μία κατάσταση μία ακολουθία γεγονότων που ανακαλεί μία συγκίνηση στο νου του αναγνώστη (T.S.Eliot)
4.Roland Barthes , Η κριτική ως γλώσσα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου