Αριστοτέλης Σαΐνης
Γαντζωμένος και σήμερα στο κλαβιέ του υπολογιστή του, ο Βασιλικός συνεχίζει, πώς αλλιώς, να γράφει. Η πυρετική του συνείδηση εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τα πάντα γύρω του, η εκρηκτική του ιδιοσυγκρασία συνεχίζει να «ψάχνει στα τυφλά γύρω της για τα κατάλληλα ερεθίσματα».
Κριτικοί ή πανεπιστημιακοί, σε τακτά χρονικά διαστήματα, θα φιλοτεχνούν ευσύνοπτες μονογραφίες σημαντικών πεζογράφων που συνεχίζουν να τροφοδοτούν την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Σήμερα, ο φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας και βιβλιοπώλης Αριστοτέλης Σαΐνης μάς επανασυστήνει εποπτικά τον Βασίλη Βασιλικό.
Αν η πορεία προς τον εαυτό αποτελεί την «εσωτερική μορφή» (Λούκατς) του μυθιστορηματικού είδους, ίσως δεν είναι τυχαίο που το συνεχιζόμενο ταξίδι του Βασίλη Βασιλικού στο αρχιπέλαγος της λογοτεχνίας εγκαινιάζουν Η διήγηση του Ιάσονα (1953) και ένας ανήσυχος ζιντικός ήρωας στο μεταίχμιο εφηβείας και ενηλικίωσης.
Ο Βασίλης Βασιλικός, Λάζαρος Λαζαρίδης ή και Γλαύκος Θρασάκης είναι το ίδιο πρόσωπο! Οπως και το Βασιλούδ’ του βουλευτή Νίκου από τη Θάσο ή ο μικρός Μπίλλυ του Κολεγίου Ανατόλια της Θεσσαλονίκης που εγκαταλείπει την προοπτική μιας σίγουρης καριέρας για τον αβέβαιο χώρο της συγγραφής, για να σημαδέψει γρήγορα ως αληθινός κοσμοπολίτης –σε ιδέες και τεχνική– συγγραφέας την ιστορία της ελληνικής και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Στην πληθωρική παραγωγή του «Ρεμπώ» (κατά Α. Καραντώνη) ή και «Ρίτσου» (κατά Ν. Βαγενά) της πεζογραφίας μας προφανώς υπάρχουν κορυφές και κοιλάδες. Αν οι τρεις αυτόνομες νουβέλες του 1961 [Το φύλλο (το φυτό που γιγαντώνεται και ξεθεμελιώνει μια πολυκατοικία), Το πηγάδι (μια καταβύθιση στη σκοτεινή γη και τον εαυτό) και Τ’ αγγέλιασμα (ένας στρατώνας αγγέλων σ’ ένα σωφρονιστήριο νεκρών], βραβευμένες το 1962, ως τριλογία, από την «Ομάδα των 12», αποτελούν τη μήτρα της πεζογραφίας του, αν Η μυθολογία της Αμερικής (1964) σηματοδοτεί το πέρασμα στην «πολιτική» λογοτεχνία και αν τα αφηγήματα της συλλογής Εκτός των τειχών (1966) προαναγγέλλουν τη γραφή του φημισμένου Ζ (1966) που θα τον καθιερώσει ως συγγραφέα, το δαιδαλώδες αυτομυθιστόρημα Γλαύκος Θρασάκης (οριστική έκδοση Τόπος 2017), ένα work in progress που συντροφεύει τον συγγραφέα από τις αρχές του δεκαετίας του 1970, αποτελεί την κορύφωση της μυθοπλαστικής του δημιουργίας.
Μία από τις πιο πρώιμες αφηγηματικές περσόνες του συγγραφέα απάντησε καίρια στο βασανιστικό ερώτημα «Γιατί γράφω;» με το αφοπλιστικό «Γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς». Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει την ειλικρίνεια της απάντησης ενός συγγραφέα η εργογραφία του οποίου περιλαμβάνει περισσότερους από 120 τίτλους βιβλίων που, μάλιστα, διαβάστηκαν άπληστα σε Ελλάδα και εξωτερικό: ιστορικά ντοκουμέντα και «χρονικά» της εποχής τους, ιδεολογικά αφηγήματα κοινωνικής καταγγελίας, φανταστικά και συμβολικά διηγήματα, σάτιρες, αλληγορίες και μεταφυσικές παραβολές, αισθησιακά και αστυνομικά αφηγήματα, βιογραφίες και μελέτες, ποιήματα (Ιωλκός, 2020) και ημερολόγια.
Αναμφίβολα η τεκμηριωτική διάσταση αποτελεί βασική συνιστώσα της πεζογραφίας του και έχει αφήσει ξεκάθαρα τις αποτυπώσεις της στο κειμενικό σώμα πολλών βιβλίων του. Ωστόσο, ο χαρισματικός αφηγητής που αδράχνεται απεγνωσμένα από την επικαιρότητα, είτε πρόκειται για την πιο ταπεινή είδηση της καθημερινής εποποιίας («είμαι αυτό που με κάνουν οι ειδήσεις των εφημερίδων») είτε για μεγάλης κλίμακας ιστορικά γεγονότα, δεν έμεινε ποτέ μηχανιστικά προσηλωμένος στο ντοκουμέντο.
Βαθύς γνώστης της ελληνικής πεζογραφικής παράδοσης (από τον Παπαδιαμάντη ώς τον Μυριβήλη και τον Θεοτοκά), σε άμεση επαφή με την κοσμογονική λογοτεχνία της εποχής του (θαυμαστής του Καμί και του Σαρτρ) και παιδιόθεν σφυρηλατημένος στο αμόνι της εγωτικής αυτοαναφορικής γραφής του Ζιντ, προσέγγισε την πραγματικότητα απόλυτα υποψιασμένος.
Η ώριμη, παθιασμένη και, ταυτόχρονα, αποστασιοποιημένη αναδρομική ματιά στη ζωή και στο έργο του, στην πρόσφατη επεξεργασμένη μορφή της αυτοβιογραφίας του [Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (οριστική έκδοση Κέδρος 2021)], όπου μιλάει για όλους και για όλα και, κυρίως, για τον εαυτό του σαν χαρακτήρα μυθιστορήματος, αποτελεί την καλύτερη εισαγωγή σε ένα έργο μη επαρκώς μελετημένο ακόμα.
Η αυτοβιογραφία και τμήματα του προσωπικού ημερολογίου που ο Βασιλικός κρατά συστηματικά από το 1988 [το παρισινό ημερολόγιο του 59χρονου (Οι γάτες της Rue d’ Hauteville, Πατάκης, 2010) και οι σελίδες των θασίτικων σημειώσεων του 79χρονου συγγραφέα (Ημερολόγιο Θάσου, Gutenberg 2015)] συναποτελούν ένα απεγνωσμένο «ημερολόγιο εργασίας» και μια συγκλονιστική αυτοπροσωπογραφία του σε ώριμη ηλικία – όλα τους, απότοκα μιας μακράς περιόδου συγγραφικής κάμψης και δυστοκίας, χωρίς την πολυπόθητη «επινόηση της πραγματικότητας».
Αυτό είναι το κυρίως θέμα όχι μόνο του ημερολογίου, αλλά και, συνεχώς μεταμορφωμένο και αέναα αναδιατυπωμένο, της πεζογραφίας του Βασιλικού: η διαμεσολαβητική σχέση της γλώσσας και της φαντασίας σε κάθε προσπάθεια αποτύπωσης της πραγματικότητας, της Ιστορίας και του εαυτού. Το άγχος του δημιουργού. Η ίδια η πράξη της γραφής εν τέλει. Γαντζωμένος και σήμερα στο κλαβιέ του υπολογιστή του, ο Βασιλικός συνεχίζει, πώς αλλιώς, να γράφει. Η πυρετική του συνείδηση εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τα πάντα γύρω του, η εκρηκτική του ιδιοσυγκρασία συνεχίζει να «ψάχνει στα τυφλά γύρω της για τα κατάλληλα ερεθίσματα». Πάντα στις επάλξεις της γραφής, «πιστός στο μετερίζι της», συνεχίζει να μετρά με αγωνία τις λευκές σελίδες μπροστά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου