15.8.22

Ώρες αιώνες ή η αναγέννηση μιας πόλης – του Ηλία Λ. Παπαμόσχου


Γιάννης Καισαρίδης, Ώρες αιώρες, Κέδρος, Αθήνα 2021.

Κάθε συγγραφέας έχει ειδική σχέση με τον τόπο του, κι ο Καισαρίδης δεν αποτελεί εξαίρεση, συσσωρεύοντας μνήμες κι αισθήματα που γεννά ο τόπος, καίτοι αποταμιεύοντας δημιουργεί οφειλή προς την πόλη του και προς τη γραφή. Είναι γνωστή από όλες τις προηγούμενες δουλειές του η εξόφληση αυτής της οφειλής, το τίμημα αυτού του χρέους, μες στον τόπο σου ένας εξοβελισμός. Το

καινούργιο βιβλίο του Καισαρίδη αποτελεί ένα αμάλγαμα, ένα στιβαρό και συμπαγές κροκαλοπαγές, με συνδετική ύλη, ή με κουρασάνι όπως τη λέγαν οι παλαιοί, θραύσματα εβραϊκών μνημείων, τούβλα βυζαντινών ναών, παιδικές αναμνήσεις, πρόσωπα και εικόνες που η μνήμη ανάβει και σβήνει στον ρυθμό που δονείται το πνεύμα τροφοδοτούμενο από τον καρδιακό παλμό. Κροκαλοπαγές, στρωματογραφική, ιστοριογραφική, κοινωνική, ατομική και συλλογική τομή, κατά πλάτος, κατά μήκος, εις βάθος της πόλης Βεροίας, στην πιο μεστή και ώριμη διηγηματογραφική του συμβολή-τομή.

Στη δραματουργία του Καισαρίδη ο χρόνος είναι ένας, αενάως παρόν, συμπηγνύει μέλλον και παρελθόν, αμάλγαμα που συνέχει το μέλλον, καλλιεργεί την ελπίδα, γεννά το όνειρο και τον μεταφυσικό συναγερμό. Είναι τέτοια και τόση η ενότητα των διηγημάτων, που κλείνοντας το βιβλίο έχεις την αίσθηση πως διάβασες ένα μυθιστόρημα, με ήρωα τη γενέτειρα πόλη, που όλα τα περικλείει, όλα τα αγκαλιάζει ως μήτρα, ως κολυμβήθρα, ως αναγεννητικός μηχανισμός. Η σκηνοθετική και υποκριτική γνώση του Καισαρίδη του επιτρέπει να μπαινοβγαίνει στις ιστορίες, άλλοτε ως σκηνοθέτης και ηθοποιός, άλλοτε ως ήρωας κι αφηγητής, ορατών τε πάντων και αοράτων μύστης και οδηγός.

Οι ιστορίες του Καισαρίδη νιώθεις πως είναι σπόροι φυτεμένοι σε αποξηραμένη λίμνη στην οποία η γραφή του αναβιβάζει νερό. Γραφή που σε βγάζει σ’ ένα ύψωμα της γενέτειρας πόλης για ν’ αντικρίσεις τον κάμπο, τη γενέτειρα του Πεντζίκη και πιο κάτω τη θάλασσα, αμνιακό υγρό που τροφοδοτεί έμβρυα πεζογράφων και ποιητών, της Δημουλά και του Παπαδημητρακόπουλου, του Μπακόλα και του Σεφέρη, προγόνων του Καισαρίδη, κάμπος πριγκίπων, θάλασσα δημιουργών. Θραύσματα ζωών, ακρωτηριασμένες απ’ τη βία της Ιστορίας, μικρές ιστορίες, συμπλέκονται με άλλες εκτενέστερες, βουτώντας στον χρόνο κι αναδυόμενες στο παρόν, συνθέτοντας μια προσωπογραφία της πόλης, με τη μέθοδο των ψηφίδων, των θραυσμάτων της ύπαρξης, ζώντων και τεθνεώτων, πολυφυλετικό, πάλαι ποτέ ανεξίθρησκο και φιλάνθρωπο μωσαϊκό.

Έχω την αίσθηση πως ο Καισαρίδης μέσα από τούτο το γραπτό του εκφράζει την αγωνία του, τη βαθιά του πίστη ότι μπορεί να αναγεννηθεί το εγώ, συγκολλώντας επιθυμίες και μνήμες, απώλειες και αναπάντητα ερωτήματα, αναλλοίωτα χρέη και ευθύνες, που επιβιώνουν λόγω της αέναης ακολουθίας των εποχών, λόγω του ανθρώπινου πάθους για τη γνώση, για την πίστη, με την επιμονή των διψασμένων για διαιώνιση, για επιβίωση, συντροφευμένων από τον καθαρό ήχο των καμπάνων των βυζαντινών ναών, συντροφευμένο από κείνον τον γλυκύτατο, των μικρών, των προσδεδεμένων στα λαρύγγια των πουλιών που επειδή κράζουν κακόηχα δεν σημαίνει πως αξίζουν τη ζωή, πως κερδίζουν τη ζωή ευκολότερα, ερήμην ημών. Όπως και ο βυζαντινολόγος Θανάσης Παπαζώτος (νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα…), μη διακρίνοντας ανάμεσα σε υψηλό και χθαμαλό, ανάγοντας το δεύτερο σε ισάξιο του πρώτου, ανάμεσα σε μια θαυματουργή εικόνα κι ένα ευτελές φιαλίδιο, κατάλοιπο απορριγμένο από τον γαλλικό στρατό, αναδεικνύει το αιωνίως ζωντανό, το αποφεύγον τις δαγκάνες του χρόνου ιδεατό, το υλικό και συνάμα μεταφυσικό.

Όμως ο βαθύτερος πόνος του Καισαρίδη, ο βαθύτερος πόθος του Καισαρίδη είναι σαν κερί ν’ ανάψει το κορμί του, την καρδιά και το πνεύμα του, για να φωτίσει τι μένει και τι χάθηκε, συνθέτοντας παρουσία και απώλεια, να ολοκληρώσει το πρόσωπο μιας πόλης, να την αναγεννήσει ως μια ιερή παρουσία, μες στην καρδιά, μες στην ψυχή των κατοίκων της, ανοίγοντάς την ως επικράτεια, που εκτείνεται στο άπειρο, οριζοντίως και κατακορύφως, μ’ έναν μεταφυσικό ερωτισμό, φωτίζοντάς την με το δράμα των μοναχικών, των λυπημένων και των χαμένων, των αληθινών της δηλαδή προστατών και δημιουργών, των ανώνυμων πολιούχων, των ανώνυμων της μνήμης στρατιωτών.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=33659&fbclid=IwAR0SUZCrT9WP7ge5pH8jb_roNBfmMAlfubxY07ig7TvctI-XxRm5WB63LPE 

Δεν υπάρχουν σχόλια: