Μαρία Τοπαλη
ΕΥΑ ΜΠΕΗ Με τον Νίκο Καρούζο. Ημερολόγιο εκδ. Loggia, σελ. 384
Ξεκίνησα να διαβάζω με μια προκατάληψη και μιαν ελπίδα. Γρήγορα η μεν ελπίδα εξανεμίστηκε, η δε προκατάληψη επιβεβαιώθηκε, χωρίς τίποτε από τα δύο να αποβεί δυσάρεστο. Η ελπίδα: το βιβλίο θα
μπορούσε να ενδιαφέρει προπάντων εξαιτίας του σημαντικού ποιητή Νίκου Καρούζου· θα παρείχε χρήσιμες βιογραφικές πληροφορίες για τον ποιητή και το έργο του. Η προκατάληψη: σπάνια ένα κείμενο-μαρτυρία, που παίρνει αφορμή τη σχέση του/της συγγραφέως με έναν σημαντικό δημιουργό, μας δίνει εφόδια για να εμβαθύνουμε στο έργο του τελευταίου. Συνήθως τα βιβλία αυτά προσφέρουν –υψηλού έστω επιπέδου– κουτσομπολιό. Ελάχιστα ενδιαφέρουν την ώριμη ανάγνωση, κι ας έχουν οι σελίδες τους την τιμητική τους στις συζητήσεις των καφενείων και στις έντυπες ή ψηφιακές σελίδες των σχετικών μέσων. Πράγματι, δεν έμαθα από την Μπέη τίποτε που να μου χρησιμεύσει κατά την ανάγνωση των ποιημάτων του Καρούζου. Ευτυχώς ωστόσο που υπήρχε αυτό το πρόσχημα, αλλιώς μπορεί και να μην έπιανα στα χέρια μου το βιβλίο. Το καταβρόχθισα από την πρώτη σελίδα, έκπληκτη για την ξεχασμένη εκείνη όρεξη με την οποία κατανάλωνα βουλιμικά κάποια αναγνώσματα της νιότης μου. Ποιο κουτσομπολιό; Εδώ έχουμε την εμπνευσμένη πένα μιας οξυδερκούς γυναίκας. Αντιμέτωπη με αμφιβολίες για την αξία του εγχειρήματός της, η ίδια η Μπέη επιστρατεύει έναν χωρικό από τη Μυτιλήνη, που είπε, όταν τον ρώτησαν για τα έργα του Θεόφιλου: «Αυτά τα ωραία εργόχειρα σαν να νοικοκυρεύουν την ψυχή» (σελ. 287). Αυτό είναι το μυστικό του βιβλίου. Διαβάζοντάς το ένιωσα την ψυχή να «νοικοκυρεύεται» με έναν τρόπο που δεν έλπιζα πια. Ελεγχόμενη συγκίνηση, καλά στυλιζαρισμένη γραφή και ένας διαρκής, κυματιστός αναστοχασμός με το υποδόριο χιούμορ που αποτυπώνεται και στην επαναλαμβανόμενη, εκ μέρους της, αναφορά στο παρατσούκλι που της είχε κολλήσει ο ποιητής-εραστής: «Γκιαούρα»! Δεν θα «το ‘χα» ποτέ μιας Ελληνίδας της γενιάς της, ομολογώ, να εκτεθεί έτσι, με φυσικότητα, τρυφερότητα και αιχμηρότητα σε ισόποσες καλά συγκερασμένες δόσεις. Το θάρρος της έκθεσης του πολύ προσωπικού βιώματος υποβάλλεται στο βιβλίο αυτό σε έναν έλεγχο πνεύματος βαθιά καλλιεργημένου και πειθαρχημένου. Η κουλτούρα (και η προσωπικότητα) μιας μορφωμένης αστής καλλιτέχνιδος, κατά συντριπτικό ποσοστό δυτική (παρά την αντίθετη εντύπωση που δημιουργεί η αναφορά στον Θεόφιλο), συμπλέκεται χάρη στη γραφή της Μπέη με τον Καρούζο αλλά και με την Αθήνα μιας ορισμένης εποχής, με το Λονδίνο, με το Παρίσι. Συμπλέκεται όμως τόσο όσο. Η ζωγράφος Μπέη μιλάει στην πραγματικότητα για τον εαυτό της, για τη δική της εξέλιξη. Ο Καρούζος, όπως και η οικογένειά της, η σκηνή των αθηναϊκών καφενείων όπως και οι γάτες των ακάλυπτων, είναι αφορμές για να ξεδιπλώσει τη μοναδική, πρωτότυπη συγκίνησή της απέναντι στα πράγματα και να μας τη μεταδώσει. Το μόνο ίσως κομμάτι του βιβλίου που νιώθουμε το ζευγάρι καθαυτό να πρωταγωνιστεί είναι το Λονδίνο, την εποχή της εκεί παραμονής του Καρούζου στο νοσοκομείο. Η αφήγηση πλαισιώνεται από την ιδιόλεκτο του ζευγαριού στην οποία πρωταγωνιστούν τα παρατηρούμενα μικρά κορίτσια, τα «Λίλαν». Πρόκειται ίσως για τις πιο δυνατές σελίδες μαζί με εκείνες που αφηγούνται τη δική της περιπέτεια υγείας, παρέα με τους δυο γάτους, όταν ο Καρούζος έχει φύγει πια από τη ζωή. Ιδιωτικές στιγμές και σχόλια για τον πολιτισμό και τον δημόσιο χώρο διατυπώνονται εδώ με μια παλιομοδίτικη ρυθμολογία, μια κομψότητα που σε καθηλώνει πριν προλάβεις να το αντιληφθείς. Αν έχει νόημα η λέξη, το βιβλίο είναι, στο είδος του, άριστο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου