23.8.22

ΟΙ ΚΑΡΠΟΥΖΑΔΕΣ, διήγημα του Τρύφωνα Ούρδα


Δεν πάνε κανά δυο μέρες που μετά από ένα τρικούβερτο βραδινό γλέντι είπα να την πέσω και να κοιμηθώ πέρα από το καθιερωμένο ωράριο ξυπνήματος, δηλαδή να το τραβήξω ακόμα και μετά τις δέκα!

Πήρα λοιπόν κι έκλεισα ερμητικά πόρτες και παράθυρα, κατέβασα και τα παντζούρια μην τυχόν

τολμήσει και μπει μέσα στο δωμάτιο καμιά αχτίνα του ήλιου, έστειλα το ξυπνητήρι σε άλλο δωμάτιο να μην το ακούω και να μην το βλέπω και προπάντων έστειλα εξορία το κινητό μου. Αυτό το περίεργο διαολάκι στο οποίο σχεδόν κάθε πρωί σε παίρνουν κάποιοι φίλοι για να σου πουν πού απολαμβάνουν τον καφέ τους για να πας κι εσύ κι έτσι να τον απολαύσουμε όλοι μαζί παρέα.

Σήμερα είπα, εξαίρεση. Δε θέλω καφέ. Θέλω ύπνο.

Έτσι, απλώθηκα στο κρεβάτι και μετά από τα συνηθισμένα στριφογυρίσματα της ηλικίας βρέθηκα επιτέλους στις αγκάλες του Μορφέα. Και φυσικά κανένας δε θα μπορούσε να μου εγγυηθεί πως δε θα έριχνα και κανένα ροχαλητό για να σπάσω προκλητικά τα νεύρα των άλλων που μένουν μαζί μου. Όμως ήμουν δικαιολογημένος. Τόση κούραση πέρασα μέχρι πρωίας στην ταβέρνα με τους χορούς και τα τραγούδια και το καλό φαγοπότι. Ακόμα και σε εκείνο το χύμα κρασί που το κατεβάζαμε με τις κανάτες και μας το σύστησε ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού σαν δική του παραγωγή.

Δεν ξέρω σε ποιον ύπνο θα ήμουνα, ούτε και θυμάμαι αν έβλεπα όνειρο, όταν μέσα σε αυτήν την απόλυτη ανάπαυση άκουσα έξω στον δρόμο τσιρίδες από μεγάφωνο. Ενοχλημένος γύρισα πλευρό μήπως και αποφύγω την ηχορύπανση και συνεχίσω τον λήθαργο, αλλά πού, αυτό στάθηκε αδύνατον. Ο θόρυβος ερχόταν όλο και πιο κοντά στα αυτιά μου, μέχρι που ξύπνησα για τα καλά, ακούγοντας, όπως είπα από το μεγάφωνο ενός αυτοκινήτου φορτωμένου με καρπούζια, τραγούδια-σουξέ και βάλε ενός πάλαι ποτέ γνωστότατου καλλιτέχνη -αοιδού και όταν αυτά σε κάποια στιγμή σταμάτησαν τον πωλητή να φωνάζει με όση κραυγή μπορούσε να βγάλει:

«Είναι ζάχαρη και μέλι τα καρπούζια του Βαγγέλη!»

Και μετά τη διαφήμιση, άντε πάλι εκείνα τα αξέχαστα άσματα του προηγούμενου κατά τα άλλα συμπαθέστατου τραγουδιστή στον χώρο της μουσικής και του θεάματος και ιδιαίτερα εκείνο που έλεγε στον στίχο του «πως είναι μεγάλη φίρμα κι αν αυτό πειράζει» και τέτοια.

Τώρα, όταν ξυπνάς, όπως ξυπνάς από έναν γλυκό ύπνο, μετά από ομοιοκατάληκτη ποιητική διαφήμιση εξ αιτίας ενός καρπουζά για τα καλά καρπούζια που πουλάει και με ένα τραγούδι στο οποίο ο τραγουδιστής και ο ίδιος ο πωλητής, φυσικά από το πουθενά, σε ρωτάνε αν σε πειράζει που είναι «μεγάλες φίρμες», δεν έχεις παρά μόνο να βγεις στο μπαλκόνι σου και να σύρεις τα εξ αμάξης στους ταραχοποιούς. Να τους πεις ότι, «ρε μάγκες καθόλου δε με νοιάζει για τον νταλκά σας αλλά με νοιάζει πολύ που εξ αιτίας σας ο πρωινός μου ύπνος πήγε περίπατο». Έλα όμως που είσαι υποχρεωμένος να σεβαστείς τη γειτόνισσα, την κυρία Μερόπη, που μόλις άκουσε τον σαματά πήγε στο αμάξι και πήρε καρπούζι για το μεσημεριανό της επιδόρπιο!

Και έτσι το ρίχνεις στην πλάκα.

Το σωστό να λέγεται Να είμαστε και λίγο τζέντλεμαν!

Γι αυτό με τα μάτια ορθάνοιχτα έκανα μια χαρά υπομονή, μέχρι που ο Βαγγελάκης πήρε τα καρπουζάκια του και πήγε να τα πουλήσει σε άλλη γειτονιά. Όταν πια δεν τον άκουγα έβαλα πάλι το κεφάλι μου κάτω από το μαξιλάρι σαν την στρουθοκάμηλο για να κρυφτώ από τέτοιες κακοτοπιές και ψιθυριστά με ένα τραγούδι τύπου πάμε για ύπνο Κατερίνα έκλεισα τα μάτια στο μισοσκόταδο. Ο ύπνος ήρθε και δώστου η φασολάδα με το ροχαλητό πιστεύω να ξανάρχιζε να βράζει.

Σε είκοσι λεπτά, όμως, και πολύ βάζω από την αναπάντεχη συνάντηση με τα μελάτα καρπούζια του Βαγγέλη και από τότε που άρχισα ξανά να περπατάω στους πολύχρωμους μπαξέδες του ύπνου τον «τάλαινο» με περίμενε καινούργια έκπληξη. Άκουσα από μακριά να έρχονται νέες, καινούργιες μελωδίες και καινούργια διαφημιστικά σποτάκια. Αυτή τη φορά ακόμα πιο διαπεραστικά στα τύμπανα των αυτιών. Τι συνέβαινε; Ήταν ένας άλλος πλανόδιος που κατά σύμπτωση πούλαγε και αυτός τα ίδια καλοκαιριάτικα φρούτα. Καρπούζια, και όπως ισχυριζόταν τοπικά.

Πρωί-πρωί που λέτε έπιασε και αυτός καλή δουλειά και όποιον «νυσταγμένο» αυτήν την ώρα τον πάρουν τα… τραγούδια και τα διαφημιστικά του. Ωστόσο, αυτός ο τύπος διάλεξε να έχει ένα άλλο καλλιτεχνικό και τραγουδιστικό ρεπερτόριο για να ξεσηκώνει τον κόσμο στο κατακαλόκαιρο. Είχε κάτι από Πάολα σε μίξη με Βαλάντη και Γονίδη- έρχεται νύχτα και παγώνω- μπερδεμένα πράγματα και στο σποτάκι του για περισσότερη ρεκλάμα ανήγγειλε θριαμβευτικά την άφιξη του λες και ήταν ρωμαίος αυτοκράτορας που έμπαινε στην πόλη του μετά από νίκες στον πόλεμο:

«Ήρθε ο Μάκης ο καρπουζάς, πάρε καρπούζι για να φας!»

Όπως καταλαβαίνετε μια από τα ίδια όπως την άλλη φορά. Χωρίς να έχω καμιά σχέση με τα καρπούζια του Μάκη έπρεπε να μάθω για τον ερχομό του στο παράθυρό του σπιτιού μου και εδώ που τα λέμε να γίνω και συνέταιρος στο πρόβλημα της πώλησής τους. Παράλογα πράγματα αλλά άντε να το καταλάβει ο φίλτατος ο λιανοπωλητής, πως εγώ ο έρμος αυτήν τη στιγμή δε θέλω να φάω καρπούζι που μου διαφημίζει, ούτε με διαφέρει το ποδαρικό του στα μέρη μου. Εγώ ζητάω απελπισμένα λίγο έλεος… ησυχίας για να κοιμηθώ, έστω και παράτυπα και εκτός του συνηθισμένου πρωτόκολλου ύπνου, ναι, την δεκάτη ώρα το πρωί που ο κόσμος όλος είναι ξύπνιος και τρέχει πάνω-κάτω στις δουλειές του και στα ψώνια του.

Με μια δόση πλατιού μειδιάματος για την απάντηση που δε θα έπαιρνα ποτέ, άνοιξα το παντζούρι και πήρα μάτι τον ταραξία. Τον άκουσα στην κυριολεξία να ουρλιάζει για την άριστη ποιότητα των καρπουζιών του, τώρα και χωρίς το μεγάφωνο και μαζί να ζυγίζει δυο μεγάλα από αυτά τα είδη στον κύριο Ιωσήφ που με την πατερίτσα, στραβά-κουτσά, πήγε εκεί για να αγοράσει και τον πλήρωνε μετά από ένα μικρό παζάρι για την αγορά τους. Φαίνεται και αυτού του τσιγγούναρου του φάνηκαν ακριβά! 

Τέλος πάντων για άλλη μια φορά συγκρατήθηκα και έκανα τη σιωπή του ιχθύος και του αμνού το Πάσχα, δικαιολογώντας, μέσες άκρες, τον περισπούδαστο Μάκη για την συμπεριφορά του, που στον θορυβώδη ερχομό του, όλους μας ήθελε απίκο στη γειτονιά, παρόντες και «αξύριστους», με τον ίδιο καβάλα στο σαραβαλιασμένο κόκκινο ντάτσουν του, φουλ φορτωμένο με καρπούζια και στη δισκοθήκη του με λαϊκά άσματα που μόνο τέτοια ώρα πιστεύω δε σου έρχεται να ακούσεις!

Για να μη μακρηγορούμε ξανακατέβασα το παντζούρι και έπεσα φαρδύς-πλατύς στο κρεβάτι, ευχόμενος από εδώ και πέρα να σταματήσουν να πηγαινοέρχονται τα καρπούζια κάτω από τη στέγη μου και εγώ να πέσω σε ύπνο βαθύ, γλυκό και χωρίς να βρεθεί άλλος να μου τον χαλάσει.

Αμ δε! Πάλι ο αφελής και ανυποψίαστος έπεσα έξω. Μόλις ξεχάστηκα από το προηγούμενο χουνέρι και ήμουνα στα πρόθυρα να κλείσουν τα ματάκια μου πραγματοποιήθηκε νέα εισβολή φωνασκιών στην καμαρούλα μου, την μια σταλιά, που σήμερα έτυχε να βρίσκεται σε λαϊκή αγορά που πωλούνται μονάχα ζαρζαβατικά από μποστάνι.

Πάλι που λέτε αυτή τη φορά έσκασε μύτη νέος έμπορας του εποχιακού φρούτου. Ήταν ένας άνθρωπος γύρω στα δυο μέτρα, μαυριδερός με κοντό παντελόνι και με κοιλιά ετοιμόγεννης εγκύου και με μπάσα φωνή. Βροντοφώναζε και αυτός την εδώ παρουσία του και την άριστη ποιότητα των καρπουζιών του. Και πλέον, όπως συνηθίζεται, με νέο διαφημιστικό τρικ, σίγουρα δικής του επινόησης και ιδέας  και φυσικά συνοδευόμενο με την απαραίτητη ομοιοκαταληξία. Έλεγε λοιπόν και ξανάλεγε ο μπαγάσας για τα καλά καρπούζια του και επιπλέον πως αυτά τα πουλάει προς μεγάλη μας τύχη και χαρά στη γειτονιά μας:

«Ήρθε ο Σάκης το καλό παιδί», μπέστε όλοι στη γραμμή».

Με λίγα λόγια ο Σάκης όχι μόνο μας έλεγε να πάμε να αγοράσουμε τα καρπούζια του αλλά μας έλεγε να μπούμε και όλοι στη γραμμή για να τα πάρουμε και να μη σπρωχνόμαστε, όπως γίνεται κάθε φορά στα προϊόντα που έχουν μεγάλη ζήτηση. Και ακόμα για να επιβεβαιώσει τη φρεσκάδα και τη νοστιμιά τους πέταγε με τις αγριοφωνάρες στου και εκείνο το χιλιοειπωμένο;

«Όλα με το μαχαίρι!»

Αντιλαμβάνεστε τη δοκιμασία ξανά. Λίγο ύπνο να ζητάς, έστω όπως είπαμε με ντάλα ψηλά τον ήλιο και να μην μπορείς να τον έχεις γιατί έξω από το σπίτι σου περνάνε σαν τρόλεϊ οι καρπουζάδες με τα φορτηγά και τα αγαθά τους και σε υποχρεώνουν να έχεις γαρίδα ανοιχτά τα μάτια σου για να τους λες το καλωσορίσατε και να ψωνίζεις οπωσδήποτε κάτι από αυτά που διαλαλούν.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, όπως σωστά νομίζω ότι σκεφτήκατε, δεν ήταν δυνατόν να συνεχιστεί η επιχείρηση «ύπνος». Έπρεπε να εγκαταλείψω κάθε προσπάθεια στο πεδίο της μάχης μου με αυτό το εξωτερικό πατιρντί  και να συμβιβαστώ με την πραγματικότητα που διαμόρφωναν οι αγαπητοί μου καρπουζάδες, γιατί πια έτσι πρέπει να τους αποκαλώ μετά από ένα τόσο τρελό καψόνι και γέλιο με το ζόρι.

Πέταξα έτσι τα σεντόνια, σηκώθηκα, πλύθηκα, ντύθηκα «δεν» έφαγα, για να αλλάξω τη ροή των εικόνων που χρησιμοποιούσαμε στις εκθέσεις που γράφαμε παλιά στις πρώτες τάξεις του γυμνασίου μας και κατέβηκα στον δρόμο, δίπλα στο αμάξι του Σάκη του καλού παιδιού.

Δεν ξέρω. Εντελώς ξαφνικά μου άνοιξε η όρεξη να φάω καρπούζι παρά την ενόχληση που μου προκάλεσαν τα σεργιάνια τους στη γειτονιά!

 Κατά φαντασία «εν δράσει», του λόγου του ο Σάκης, καθόταν ξαπλωμένος και αμέριμνος στο πεζοδρόμιο και κάτω από μια δροσερή φλαμουριά με τα χέρια του στο κεφάλι για προσκέφαλο. Με ένα απλανές βλέμμα, ρούφαγε το τσιγάρο του και καμιά φορά ξεφούσκωνε σαν φυσερό στο δροσερό αεράκι που τον τύλιγε και δρόσιζε την απέραντη κορμάρα του.

Πελάτη όμως δεν είδα πουθενά. Και μου φάνηκε παράξενο γιατί πριν από λίγο φώναζε όλοι να κρατήσουν στρατιωτική πειθαρχία και να μπούνε στη σειρά για να ψωνίσουν τα καρπούζια του.   

-Ρε φίλε, τον ρώτησα με απορία. Πουλάς καρπούζια; Και πού είναι οι πελάτες που έλεγες προηγουμένως να μπούνε στη σειρά για να ψωνίσουν; Εγώ δε βλέπω κανένα.

-Ωχ! Αδερφάκι μου, απάντησε αδιάφορα. Δεν τα λέω εγώ αυτά. Η κασέτα με το μαγνητόφωνο τα λέει. Τώρα εσύ αν θέλεις να αγοράσεις, διάλεξε και πάρε. Για πούλημα τα έχω μια και με ρώτησες.

Εδώ που τα λέμε, όπως μου μίλαγε και όπως τον έβλεπα αραγμένο, λυπήθηκα να τον σηκώσω για να μου ψάξει καρπούζι αυτός. Αν και θα έπρεπε να το κάνω από εκδίκηση για τη δική μου ανησυχία που και ο ίδιος και οι άλλοι μου προκάλεσαν. Όμως, νερό και αλάτι, το ξέχασα.  Έτσι, έπιασα ένα από αυτά στο χέρι μου και του το έδειξα να μου το ζυγίσει. Με χίλια-μύρια ζόρια ο τεμπέλης σηκώθηκε και το πήρε στα χέρια του. Το κοίταξε με θαυμασμό, το χτύπησε από εδώ, το χτύπησε από εκεί, το τίναξε στον αέρα, για να μου πει στο τέλος πως έκανα την καλύτερη επιλογή. Στη συνέχεια το ζύγισε και μου είπε την τιμή.

Πλήρωσα και χαμογελώντας πάλι για τον ανύπαρκτο συνωστισμό των πελατών του φαντασιόπληκτου καρπουζά ανέβηκα στο σπίτι μου.

Το μεσημέρι μετά το φαγητό κόψαμε το καρπούζι. Τι τα θες όμως;

Μάπα το καρπούζι!

                                                                                                12- 8 – 2022

                                                                                             ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

  

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: