1.12.22

Εγκέφαλος Ψάρι, Λίλια Τσούβα, Εκδόσεις Βακχικόν

Σύνταξη: Ευσταθία Δήμου

Η νέα ποιητική συλλογή της Λίλιας Τσούβα συστήνεται με έναν άκρως ανατρεπτικό, παράδοξο, ανοίκειο τίτλο ο οποίος στηρίζεται στη σύζευξη δύο εννοιών που η κοινή λογική και φαντασία δύσκολα θα μπορούσε να συνταιριάξει και να συμπλέξει. Πρόκειται για τη φράση Εγκέφαλος ψάρι ο οποίος, αντί να διαμορφώνει τις προσδοκίες του αναγνώστη προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, μοιάζει να προτίθεται να τον αφήσει απολύτως ελεύθερο στη νοηματοδότηση και τη φόρτισή τους.

Τα ποιήματα ωστόσο του βιβλίου φαίνεται πως κινούνται προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αυτή που θα όριζε κανείς ως απλόχερο και απλόχωρο άνοιγμα του ποιητικού – δημιουργικού νου και, συνακόλουθα της συνείδησης του αναγνώστη, προς ένα ευρύ και εκτεταμένο πεδίο μέσα στο οποίο συναντιούνται και συνυπάρχουν ο κόσμος και η ιστορία, η φύση και η ανθρώπινη πορεία και διαδοχή των γεγονότων ή, αλλιώς οι φυσικές και οι ανθρώπινες – ιστορικές μορφές που διεκδικούν εξ ίσου τη θέση τους μέσα στο ποιητικό σύμπαν από όπου μπορούν να καταυγάσουν την αυτοτέλεια και την αυτοδυναμία τους. Η βασική λογική που εμποτίζει τη σύνθεση, τόσο σε ότι αφορά το εξω-ανθρώπινο και το ανθρώπινο περιβάλλον, όσο και την απόδοσή του είναι η ανατροπή ως πρόθεση και πραγμάτωση μαζί, ως στόχευση και μέθοδος προκειμένου να οικοδομηθεί έτσι η ποιητική εμπειρία ως βιωματική εμπειρία, ως ανα-γεννητική πορεία του ανθρώπου και του κόσμου. Η ποιήτρια δηλαδή επιχειρώντας το αφύσικο, το αντιφατικό και το ανήκουστο κατορθώνει να κάνει συμμέτοχο τον αναγνώστη σε αυτόν τον διαφορετικό φωτισμό των θεμάτων και των προσώπων που αποτελούν την πρώτη ύλη της. Πάνω απ’ όλα όμως κατορθώνει να προκρίνει την ολότητα και τη συλλογικότητα ως βασική γραμμή της σύνθεσης, την ενότητα και την ενοποίηση δηλαδή όλων εκείνων των στοιχείων που περιφέρονται γύρω από τον άνθρωπο προσδίδοντάς του την ιδιαίτερη ταυτότητα και φυσιογνωμία του.

 Στο επίπεδο της μορφής οι συνθέσεις της Τσούβα ακολουθούν μια σειρά σχηματοποιήσεων που έχουν στο ένα άκρο τους το ολιγόστιχο, αποφθεγματικό ποίημα, μια σύνθεση τόσο επιγραμματική που εναγκαλίζεται σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του είδους όπως η θυμοσοφική διατύπωση ή η απόδοση μιας στιγμής, ενός στιγμιότυπου, ενός συγκινησιακού βιώματος και στο άλλο άκρο πολύστιχες συνθέσεις αφηγηματικού τύπου που εκδιπλώνουν μικροϊστορίες οι οποίες συνήθως παραλαμβάνουν την παράδοση, το μύθο, την ιστορία και την ξαναπλάθουν μέσα από διαφορετική οπτική και με στόχο να την καταστήσουν όργανο και εργαλείο ερμηνεία του «σήμερα», του «τώρα», του «εδώ». Πρόκειται για μια συνήθη μέθοδο και πρακτική μόνο που στην περίπτωση της Τσούβα αποκτά μιαν άλλη απόχρωση καθώς συνυφαίνεται με το ονειρώδες και το ονειρικό, με μια μέθοδο δηλαδή που προσδίδει στην όλη ποιητική σύνθεση μια αίσθηση παραμυθιού, όχι τόσο με την έννοια τη συμβολικής αφήγησης, όσο με τη διάσταση της παραμυθίας και του κατευνασμού, της αποφόρτισης του αναγνώστη ο οποίος καλείται να αντιληφθεί ότι η ζωή και ο κόσμος δεν είναι μονοεπίπεδα, ούτε μονοδιάστατα, αλλά εξακτινώνονται σε μια σειρά από προοπτικές που μπορεί να διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους και να αντιστρέφουν, να στρεβλώνουν, να αντιμάχονται η μία την άλλη.

 Η ποίηση της Τσούβα είναι ξεκάθαρα διαλεκτική, προκύπτει δηλαδή ως αποτέλεσμα της συνεχούς και αέναης κίνησης του νου ο οποίος διέρχεται από ποικίλα στάδια μέχρι να κρυσταλλωθεί στο ποίημα, μέσα από ποικίλες εκδοχές καθεμιά από τις οποίες διαθέτει τη δική της λογική, τη δική της προσέγγιση πάνω στα πράγματα. Αυτό βεβαίως θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ποιητική δημιουργία είναι μάλλον εγκεφαλική. Πράγματι, πολλές φορές ο αναγνώστης σχηματοποιεί την εντύπωση ότι το ποίημα προσιδιάζει σε μια φιλοσοφική κατασκευή με την έννοια της κατίσχυσης της σκέψης ως εργαλείου και μέσου για την λεκτική επένδυση και απόδοση. Βεβαίως, η εντύπωση αυτή υπονομεύεται σημαντικά από την κατίσχυση μιας άλλης μεγάλης δύναμης, της δύναμης του αισθήματος, που έρχεται για να ισορροπήσει και να εναποθέσει το ποίημα σε μιαν άλλη συνθήκη, αυτήν της τέχνης ως εκδήλωσης της ευαισθησίας, της μορφοποιημένης σε λόγο ευαισθησίας. Δίπλα σε αυτές τις δύο μεγάλες δυνάμεις, λογική και ευαισθησία, μπορεί κανείς να συναντήσει και να επισημάνει την έντονη και ευεργετική παρουσία της φαντασίας που αίρει το ποίημα σε ένα άλλο ύψος, ένα άλλο επίπεδο από όπου μπορεί να καταυγάσει την αλήθεια και την ομορφιά του. Η φαντασία αυτή, πλούσια και οργιώδης, μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα πεδίο όπου όλα είναι ίδια και όλα, ταυτόχρονα, διαφορετικά, όπου όλα, χωρίς να χάσουν την ιδιαίτερη σύσταση και λειτουργία τους, εισέρχονται μέσα σε ένα άλλο πλαίσιο όπου αποκτούν τη δύναμη και τη δυναμική του διαφορετικού, του ωραίου, του αληθινού, κυρίως όμως τη δύναμη να εισδύσουν και να αποδώσουν πτυχές του εαυτού, πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης τεχνουργώντας έτσι, ουσιαστικά, ένα ακόμα γενναίο, μεγάλο βήμα προς την αυτογνωσία: Θέλω να γυρίσω σπίτι,/ φωνάζει ο στρατιώτης./ Στο ραδιόφωνο παινίζει/ το τραγούδι των βοσκότοπων,/ των Ελβετών αγαπημένη μελωδία./ Ο Αινείας φορτώνεται στην πλάτη/ κειμήλια πατρογονικά./ Ο Οδυσσέας να πεθάνει ποθεί/ ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα/ απ’ την πατρίδα./ Ο νόστος έρωτας/ αναζητά αέναα/ τη ριζωμένη κλίνη/ κάτω απ’ τη μακρόφυλλη ελιά./ Μεγάλη είναι ξενιτιά/ το ξερίζωμα της μνήμης, δεν/ χωρά σε ποιήματα/ που δεν διαβάζει πια κανένας. («Ο νόστος του (ε)αυτού, ΙΙ»)


https://www.literature.gr/egkefalos-psari-lilia-tsoyva-ekdoseis-vakchikon/ 

Δεν υπάρχουν σχόλια: