13.12.22

«ΑΙΜΑ ΜΗΧΑΝΗ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΟΥ


ΓΙΑ ΤΟ «ΑΙΜΑ ΜΗΧΑΝΗ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΑΜΠΡΑΚΟΥ
Ή
«ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΘΕΤΑ, ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ»
Το βιβλίο το έχω στα χέρια μου από αρχές Ιουλίου. Το καλοκαίρι δεν πρόλαβα να το διαβάσω, λόγω δουλειάς. Έχω και μάρτυρες που μπορούν να το επιβεβαιώσουν. Αλήθεια! (Αλήθεια;) Όχι αλήθεια. Όχι εντελώς δηλαδή. Υπάρχει και κάτι ακόμα που οι «μάρτυρες» δεν θα μπορέσουν να επιβεβαιώσουν. Κι αυτό το κάτι είναι πως το απέφευγα. Τρεισήμισι μήνες τώρα.
Ο τίτλος. Ο τίτλος φταίει. Αυτό το «Μηχανή» με τάραξε από την πρώτη στιγμή που το είδα. Ήταν καλοκαίρι. Είχα μπροστά μου ενάμιση μήνα όπου θα μπορούσα να λειτουργώ στο «ρελαντί». Και μου είναι απαραίτητο αυτό το διάστημα. Από Σεπτέμβρη, και για δέκα μήνες και μισό, οι μηχανές θα έπρεπε ν’ ανάψουν και πάλι στο φουλ. Και η όποια βλάβη θα ήταν ανεπίτρεπτη.
Είναι Λαμπράκος όμως, είπα. Δεν σ’ έχει απογοητεύσει ποτέ ως τώρα, είπα. Τον έχεις ξεχωρίσει, είπα. Και το έπιασα στα χέρια μου. Και δεν ήθελα να το αφήσω.
Δεν θα μιλήσω για την ιστορία καθ’ εαυτή. Είναι ωραίο να την ανακαλύψει ο καθένας μόνος του. Έχει σημασία. Θα πω μόνο κάποια πράγματα που μου έκαναν πολύ μεγάλη εντύπωση και με κάνουν να πω πως δεν πρόκειται απλώς για ένα ωραίο ή συναρπαστικό ή συγκλονιστικό ή υπέροχο ή (ας βάλει ο καθένας ό,τι νομίζει) βιβλίο, αλλά για ένα μ ε γ α λ ο φ υ έ ς βιβλίο.
1. Το Πρώτο και το Δεύτερο μέρος του είναι απολαυστικότατα. Διαβάζοντάς τα, γελάς πολύ (όχι και τόσο σύνηθες στη λογοτεχνία). Αλλά καθώς περιφέρεσαι στον κόσμο του βιβλίου χαζεύοντας και χαχανίζοντας ανέμελα, αναδύονται ξαφνικά μπροστά σου κάτι «τείχη σκέψης» (εξαιρετικά επεξεργασμένα από τον συγγραφέα) που σου κόβουν το βήμα, το γέλιο ή ό,τι άλλο μπορεί να κάνεις εκείνη τη στιγμή. Εκεί, απλά στέκεσαι και σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι. Κι ύστερα παίρνεις τη σκέψη μαζί σου και προχωράς, για να ξαναβρείς το γέλιο. Ναι, ναι, εκείνο που σου είχε κοπεί. Που σου είχε κόψει δηλαδή το τείχος. Δηλαδή ο συγγραφέας.
2. Μικρή διευκρίνηση 1: «Περιφέρεσαι στον κόσμο του βιβλίου» είπα παραπάνω. Δεν ξέρω πως ακριβώς το κάνει, ρωτήστε τον (εξάλλου αυτός είχε το θράσος να μας βασανίσει με έναν σκασμό ερωτήσεις, τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να μπορούμε να του τις στείλουμε απαντημένες, αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία), αλλά διαβάζοντας το βιβλίο αυτό, ξεχνάς κάποια στιγμή πως κρατάς βιβλίο και νομίζεις πως φοράς γυαλιά εικονικής πραγματικότητας και έχεις μπει σε έναν άλλο κόσμο, σε μια άλλη πραγματικότητα (ίσως όχι και τόσο άλλη) και όχι απλώς παρακολουθείς τα τεκταινόμενα, αλλά είσαι κι εσύ μέρος της πραγματικότητας αυτής. Σε βλέπεις κάπου εκεί μέσα.
3. Μικρή διευκρίνιση 2 (εντάξει, θα είναι πιο μικρή από την 1): Έχει βάλει μέχρι και Σημείωση του Αφηγητή (Σ.τ.Αφ.) ο αθεόφοβος! Πολύ μου άρεσε αυτό. –ΤΕΛΟΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΩΝ–
4. Και φτάνουμε στο Τρίτο μέρος. Και ακριβώς αυτό είναι που καθιστά το βιβλίο αυτό μ ε γ α λ ο φ υ έ ς. Στο μέρος αυτό, ο Λαμπράκος επιλέγει να δώσει στον αναγνώστη εναλλακτικά φινάλε της ιστορίας. Τα χωρίζει από το 18/1 έως το 18/4. Φυσικά, όποιος έχει αυξημένη την ανάγκη για κλείσιμο (closure) και δεν αντέχει ιδιαίτερα την αβεβαιότητα και το αίσθημα του μετέωρου, θα υποφέρει. Υπάρχει όμως λύση. Διαλέγεις το φινάλε που θέλεις. Προσωπικά, το 18/1 μου φάνηκε κάπως εύκολο κλείσιμο. Το 18/2 μ’ έκανε να πω τον κεντρικό ήρωα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τον είχα συμπαθήσει, λιγούρη! Άρα, όχι, ούτε αυτό μου έκανε. Το 18/3 σε συνδυασμό με το 18/3γ μου φάνηκε ιδανικό για κλείσιμο. Το 18/4 με τίποτα!
Τέλεια! Έχεις περάσει υπέροχα, έχεις βγει κι από τη βάσανο της επιλογής του τέλους, είσαι μια χαρά! Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και… Ώπα! Οι εκδοχές συνεχίζονται! Όχι ρε γαμώτο! Πάνω που τα είχα τακτοποιήσει όλα μια χαρά. Τέλος πάντων, ας τις διαβάσω, λες. Δεν νομίζω ότι θα βρω κάποια που να μ’ αρέσει περισσότερο από αυτή που διάλεξα ήδη.
Διαβάζεις την 18/5. Σ’ αρέσει κι αυτή. Αρχίζεις να μπερδεύεσαι. Μάλλον προτιμάς τον προηγούμενο συνδυασμό, σημειώνεις στη σελίδα 374. Δεν είσαι σίγουρη. Ή, ακριβέστερα, «δεν ξέρω». Ναι, «Δεν ξέρω». Αυτό γράφεις. Προχωράς στη 18/6. «Τον έχασα το λογαριασμό» σημειώνεις. Και για να μην νιώσεις ότι έχεις παραδώσει τα όπλα, συμπληρώνεις ένα «Ή μήπως όχι;». Σελ. 411: Τελευταία σελίδα της τελευταίας εκδοχής. Έχεις σημειώσει μονάχα μία λέξη (με κεφαλαία γράμματα): ΧΑΜΟΣ!
Και ακριβώς εκεί έγκειται το μεγαλοφυές του πράγματος. Ο συγγραφέας έρχεται να σε ξαφνιάσει με τις πολλαπλές εκδοχές που σου παρουσιάζει. Εσύ όμως δεν χάνεις την πίστη σου. Νιώθεις πως έχεις τον έλεγχο. Και τον έχεις. Για λίγο. Για πολύ λίγο. Για πάρα πολύ λίγο. Γιατί μετά, έρχεται να σου τον πάρει από τα χέρια. Όχι ο συγγραφέας, αλλά η ίδια η πραγματικότητα. Ο συγγραφέας απλώς σου δείχνει πώς γίνεται. Κι εσύ κάθεσαι απλώς και το βιώνεις. Και το συνειδητοποιείς. Κι αισθάνεσαι μικρός. Κι αισθάνεσαι άνθρωπος. Πολύ άνθρωπος. Πάρα πολύ άνθρωπος. Και είσαι ευγνώμων γι’ αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: