26.12.22

Για την «Ομορφιά των όπλων μας» του Θωμά Τσαλαπάτη – γράφει ο Δημήτρης Αγγελής


Θωμάς Τσαλαπάτης, Η ομορφιά των όπλων μας, Αντίποδες, Αθήνα 2021.

[Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύεται όπως περίπου διαβάστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου, την Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022, στον Μωβ Σκίουρο. Οι εντός παρενθέσεων φράσεις δηλώνουν τις περισσότερες φορές προφορικές παρεμβάσεις.]

1.

Θα ξεκινήσω από έναν ευρύτερο προβληματισμό. Διεξάγεται εδώ και λίγο καιρό ένας ζωηρός διάλογος για τη σύγχρονη ελληνική ποίηση –ενδεχομένως πολλοί από εσάς τον παρακολουθείτε με ενδιαφέρον στα ηλεκτρονικά περιοδικά, που έχουν επανεκκινήσει, λόγω της αμεσότητας του εργαλείου και της δυνατότητας του σχολιασμού, τον δημόσιο διάλογο στον χώρο της λογοτεχνίας. Οι συμμετέχοντες είναι πολλοί και εκλεκτοί, επισημαίνοντας παραμέτρους και κριτήρια που ισχύουν, και άλλα που ενδεχομένως θα ήθελαν οι ίδιοι να ισχύουν: για παράδειγμα, οι θρυμματισμένες ταυτότητες, ο αντιελιτισμός, η αποδοχή της σεξουαλικής πολλαπλότητας ή η επείγουσα αίσθηση του επίκαιρου δεν ξέρω κατά πόσο αποτελούν μια παγιωμένη πραγματικότητα ή απλώς ένα δέον, κι ακόμα αν ανοίγουν εμμέσως δρόμους για την καθιέρωση ενός συγκεκριμένου «comme il faut» στην ποίηση, όπως αντίστοιχα συμβαίνει, τόσο για το καλό όσο και για το κακό, με την υπόθεση της πολιτικής ορθότητας στον δημόσιο χώρο.

Μέρος της ευσυνείδητης φιλολογίας κατηγορεί δικαίως τη μαχόμενη κριτική για ιμπρεσιονισμό και άκριτη επιδαψίλευση επαίνων, αλλά η διατύπωση βαρύγδουπων θεωρητικών σχημάτων χωρίς πλήρη καταγραφή του πεδίου δίνει εξίσου ασαφή και μεροληπτικά αποτελέσματα, με υποψία απόπειρας ποδηγέτησης του χώρου. (Παράδειγμα: μιλάμε για «αντιελιτισμό» στη σύγχρονη ελληνική ποίηση. Φαντάζομαι ότι δεν αναφερόμαστε στις ηλικίες από μεσήλικες κι επάνω, ενώ από τους νεότερους η παρατήρηση αφορά ένα μικρό μέρος των ποιητών, με τους οποίους έχουμε αποφασίσει για κάποιους λόγους να συνοδοιπορούμε ή να τους παρατηρούμε. Είναι όμως αυτό το δείγμα τόσο αντιπροσωπευτικό ώστε να καταλήγουμε σε συμπεράσματα; Δεν ξέρω…) Έχω λοιπόν συχνά την εντύπωση ότι στις περισσότερες περιπτώσεις προηγούνται για την ώρα σε αυτήν τη συζήτηση τα θεωρητικά εργαλεία, οι φιλολογικές εξιδανικεύσεις και οι προσυνειλημμένες απόψεις, φτιάχνονται δηλαδή πρώτα τα κουτάκια, οι κατηγορίες και τα σχήματα και ύστερα γεμίζονται, ενώ κανονικά θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο. Δεν ξέρω τελικά εάν αυτό που προβάλλεται ως πραγματικότητα ή ως δέον (για μένα όσο δεν υπάρχουν συγκεκριμένα και κυρίως στέρεα παραδείγματα –με ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις– όλα μένουν στη σφαίρα του ιδεατού), εάν αυτό που μας παρουσιάζεται ως κατεύθυνση μέλλοντος ας πούμε, θα δώσει έργα με διάρκεια στον χρόνο ή μήπως οδηγήσει τελικά σε εφήμερες, θνησιγενείς κατασκευές. Το προκάτ ήταν πάντα στην αυθαίρετη χώρα μας η λύση για την κατεπείγουσα στέγασή μας, ερήμην όμως της αισθητικής –και αναφέρομαι σε μια αισθητική με προοπτική μέλλοντος.

Το γεγονός, πάντως, ότι στη συζήτηση πρωταγωνιστούν για την ώρα οι φιλόλογοι και όχι οι ίδιοι οι ποιητές, δεν δείχνει τόσο τη θεωρητική ανεπάρκεια της συντεχνίας των δεύτερων, όσο τον διακαή πόθο ή τη φιλοδοξία των πρώτων να δώσουν μια ερμηνευτική κατεύθυνση, συχνά όχι πολιτικά ανεπηρέαστη, προκαταλαμβάνοντας τα γεγονότα. (Είναι κι αυτό βέβαια μια αναντίρρητη εξέλιξη: αίφνης οι πιο καταρτισμένοι μας φιλόλογοι αποφάσισαν πως δεν τους ταιριάζει ο παρωχημένος ρόλος του ακαδημαϊκού τυμβωρύχου που κληρονόμησαν, οπότε αποφάσισαν να κάνουν ασκήσεις ανατομίας, χωρίς αναισθησία όμως, πάνω στο ζωντανό σώμα της ποίησης, θεωρώντας το ως ήδη νεκρό ή φασματικό). Οι συνομαδώσεις ποιητών κάτω από σημαίες ευκαιρίας και οι περιστασιακές συσπειρώσεις ή συμπεριλήψεις, που επινοούν επί τη εμφανίσει «τομές», «ρήξεις» ή «ασυνέχειες», απλώς επιβεβαιώνουν ότι τα λογής προβαλλόμενα ή εικαζόμενα «μανιφέστα» αποβλέπουν, όπως συνέβαινε πάντοτε άλλωστε, στην ηγεμονία, διαμοιράζοντας τα ράκη μιας λογοτεχνίας που αναζητά απεγνωσμένα σήμερα την ταυτότητά της, και το χειρότερο: δεν την ψάχνει αυτήν την ταυτότητα πλέον για υπαρξιακούς λόγους, αλλά με σκοπό απλώς να τη διαφημίσει, για να αποκτήσει την περίφημη ορατότητα που της αναλογεί. Η εμβληματική φράση του Ρεμπώ «εγώ είναι ένας άλλος» έχει γίνει σήμερα «εγώ είναι κάθε λεπτό ένας άλλος», γιατί οφείλεις να χειραφετείσαι και ν’ αποξενώνεσαι διαρκώς από τον εαυτό σου, να είσαι μονίμως ένας αντιφατικός κανένας ή μια δαιμονική, πληθυντική λεγεών, να μην έχεις σταθερή ταυτότητα, γιατί αλλιώς ο εαυτός σου-εμπόρευμα δεν μπορεί να γίνει δημοφιλής και ευπώλητος στη σκηνή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στη μόνη αυτοκαταναλωτική πραγματικότητα που αναγνωρίζει ο σύγχρονος κόσμος ως αυθεντική. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση και οι ίδιοι οι ποιητές νιώθουν συχνά υποχρεωμένοι να αλλάζουν ύφος και θεματικές, να εκφράζουν έναν πληθυντικό και την ίδια στιγμή αφόρητα αυτοαναφορικό εαυτό, με αποτέλεσμα να προτιμάται από τους ερμηνευτές τους η ευρύτερη πολιτισμική κριτική, παρά η ad hoc φιλολογική προσέγγιση των κειμένων, να χάνουμε τους ποιητές και να γενικολογούμε περί ποιήσεως (όπως εύκολα μπορείτε να πείτε ότι κάνω κι εγώ τώρα). Κι όμως αυτό που χρειαζόμαστε επειγόντως δεν είναι μια θεωρία περί του παρόντος, αλλά ποίηση για το μέλλον. Και με βάση αυτή τη φράση σταματάω εδώ να γενικολογώ και περνάω στο προκείμενο, δηλαδή στο συγκεκριμένο βιβλίο του Θωμά Τσαλαπάτη.

2.

Πιάνοντας στα χέρια μου για πρώτη φορά το βιβλίο και προτού ακόμα το φυλλομετρήσω, αυτονόητα σκέφτηκα ο καθείς και τα όπλα του. «Εδώ σ’ έχω Τσαλαπάτη, είσαι ευκολάκι». Σκέφτηκα με βάση τον τίτλο Η ομορφιά των όπλων μας –απ’ τα κουτάκια που λέγαμε πρωτύτερα και την ευκολία τους δυστυχώς δεν ξεφεύγει κανείς– ότι ο Θωμάς λογικά θα γράφει κάτι που θα εμπίπτει στην αριστερή μελαγχολία του Βασίλη Λαμπρόπουλου, φαντάστηκα την κινηματογραφημένη σκηνή που οι αντάρτες του ΕΛΑΣ παραδίδουν κλαίγοντας τον πολεμικό εξοπλισμό τους μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και ακόνιζα ήδη έτοιμες φράσεις του Βλαντιμίρ Ζανκελεβίτς λ.χ., όπως «Δεν υπάρχει άλλη νίκη παρεκτός της νίκης της δικαιοσύνης και άλλη τραγωδία παρεκτός της δικαιοσύνης που πέφτει στα χέρια της ισχύος […]». Σκεφτόμουν ότι στο κείμενό μου δεν θα παρέλειπα να υπογραμμίσω πως είμαστε με το μέρος των αδύναμων, των πενήτων, των άοπλων, των μειοψηφούντων, των παραιτημένων∙ ότι το θριαμβικό στρατόπεδο των σαματατζήδων, της παράφορης σύγχρονης κουλτούρας που ηδονίζεται από τη δύναμη των γεγονότων και εκφράζεται με υπεροψία, δεν είναι το δικό μας στρατόπεδο, δεν είναι και δεν πρέπει ποτέ να γίνει το στρατόπεδο της δικής μας ποίησης. Κι ενώ είχα παραδοθεί σ’ έναν ναρκισσευόμενο ενθουσιασμό πρώτου μεγέθους για την ευχέρεια με την οποία ήδη σχημάτιζα στο μυαλό μου το κείμενο της παρουσίασης, εκεί πάνω ακριβώς έκανα το μοιραίο λάθος ν’ ανοίξω το βιβλίο και να διαβάσω στην πρώτη τυχαία σελίδα που άνοιξα ότι ο Τσαλαπάτης εισέβαλε, λέει, μια μέρα με μουσκέτα και σάλπιγγες στη Δανία και τη βρήκε, κυρίες και κύριοι, άδεια, μάλιστα η αδειοσύνη της Δανίας, οι τέσσερις λέξεις «Και τη βρήκε άδεια» γέμιζαν μια ολόκληρη, ολωσδιόλου απαρηγόρητη σελίδα. Δηλαδή θα πρέπει τώρα να διαβάσω και το βιβλίο; αναλογίστηκα με τρόμο. 154 σελίδες ποιήματα χωρίς τις υποσημειώσεις; Και με αυτοαναφορικό ή μάλλον αυτοπαθές ποίημα μεγαλοπρεπώς τιτλοφορούμενο «Θωμάς Τσαλαπάτης» μέσα; Άρα τελικά δεν θα γλυτώσω την ανάγνωση, σκέφτηκα περίλυπος και όλη η αριστερή μελαγχολία μού έπεσε κατακέφαλα αφού, ως γνωστόν, εμείς οι μη αποαποικιομένοι δυτικοί διαβάζουμε από αριστερά προς τα δεξιά και η ποίησή μας είναι αναντίρρητα μελαγχολική, ή μήπως όχι;

3.

Ας σοβαρευτούμε όμως. Αν αναφέρθηκα στις θεωρητικές αναζητήσεις της εποχής στην αρχή κι αν αυτοσαρκάστηκα ως γονατογράφος βιβλιοπαρουσιαστής στη συνέχεια, αυτό έγινε αφενός γιατί ήθελα να πω ότι σήμερα μας χρειάζονται αληθινά ποιήματα κι όχι ερμηνευτικά σχήματα περί διαγραμμάτων, ερήμην των κειμένων∙ και αφετέρου ότι ποτέ δεν θα έχουμε την ποίηση που χρειαζόμαστε (γιατί αν δεν νιώθουμε υπαρξιακή ανάγκη γι’ αυτήν σημαίνει ότι δεν είναι εκείνη που μας πρέπει) αν δεν υπάρχει ουσιαστικός κριτικός λόγος –και δεν εννοώ αυτός να είναι κατ’ ανάγκην αρνητικός και αντιλογικός, όπως είναι η νέα μόδα. Και εδώ έρχομαι να δηλώσω, ως ποιητής και όχι ως περιστασιακός κριτικός, ότι θαύμασα και ζήλεψα σε πολλά σημεία το βιβλίο του Θωμά (την τεχνοτροπική του ποικιλία, τον πειραματισμό και εντέλει την ομορφιά του βιωμένου χρόνου της μνήμης, κι ίσως ακόμα περισσότερο της παιδικής μνήμης που εκβάλλει στους στίχους του, γιατί για μένα αυτά είναι τα όπλα του τίτλου του), επανήλθα αρκετές φορές σε συγκεκριμένα ποιήματα της συλλογής και θεωρώ ότι αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα απάντηση στο ερώτημα, το δικό μου αλλά και άλλων, για την κατεύθυνση στην οποία θα πρέπει να στραφεί η νέα ποίησή μας.

Εδώ έχουμε ένα βιβλίο που αποφεύγει τον αφηρημένο λόγο, τη λυρική ασάφεια, τις θεωρητικές έννοιες, την υπερχείλιση του συναισθήματος, τη σοβαροφάνεια. Αντίθετα απ’ αυτά, στην Ομορφιά των όπλων μας θαυμάζουμε την εντυπωσιακή ευρηματικότητα του ποιητή, τις ευφυείς, ειρωνικές, ενίοτε μπρεχτικές παραδοξολογίες, τη θεατρικότητα του λόγου που απογειώνεται στην ενότητα «Οι ορθοί σου τρόποι» αγγίζοντας το γκροτέσκο και το καρναβαλικό, τις επιγραμματικές κατακλείδες των ποιημάτων που μοιάζουν με αιφνίδιο τράβηγμα χειρόφρενου. Εδώ προκρίνεται η ανατρεπτική φαντασία, η παιγνιώδης διάθεση, η αφοριστική έκφραση, η σουρεαλιστική μαθηματικοποίηση του αισθήματος (στην ενότητα «Τα έμπρακτα»). Υπάρχουν ποιήματα που συνομιλούν με άλλα (όπως «Η εποχή των υπερηρώων»), ποιήματα που συνομιλούν και ενίοτε διαπληκτίζονται μεταξύ τους («Δήλος» – «Η επέλαση της ελαφράς ταξιαρχίας» – «Επιστροφή στη Δήλο»), ποιήματα που περιλαμβάνουν αυτοσχόλια (λ.χ. «Τι ωραίοι Πρώσοι»), ποιήματα πάνω σε εξωφρενικά ιστορικά γεγονότα (ειδικά στην ενότητα «Η ιστορία έτσι και όχι αλλιώς»). Γενικά πρόκειται για ένα πενταμερές βιβλίο έξυπνο, αισιόδοξο (σημαντικό αντιστάθμισμα στην εθνική μας μίρλα), προκλητικό, που δείχνει επιρροές και διαβάσματα έξω από τον ελληνικό χώρο, για ποίηση-μάθημα για το πώς θα μπορούσαν να γραφτούν καλά ποιήματα σήμερα αν αποφασίζαμε να μην αφήνουμε την παράδοση να μας συνθλίβει κι αν δεν επιτρέπαμε στις φιλολογικές μόδες να μας παρασύρουν άκριτα. Λέμε συχνά ότι η ποίηση κατά κανόνα απεχθάνεται την ευφυολογία, φαίνεται όμως ότι την ίδια στιγμή η ποίηση αγαπά τον Τσαλαπάτη. Δεν πρόκειται για μια γενναιόδωρη παραχώρηση στον ποιητή. Διαβάστε αυτό το βιβλίο και νομίζω πως θα συμμεριστείτε τον ενθουσιασμό μου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του έβδομου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

https://frear.gr/?p=34195&fbclid=IwAR0o6vq1SfvRe47ZhGBaJy-pkOAz-B6Vzwe00SKqEwxQz8FCOTgccRjHTh0

Δεν υπάρχουν σχόλια: