22.12.22

Τα Χριστούγεννα της Βαγγελιώς του Τρύφωνα Ούρδα


Τα Χριστούγεννα της Βαγγελιώς

Στ’ αλήθεια, ήταν πολύ μεγάλη η έκπληξη των χωριανών, όταν εκείνο το πρωί, κατά τα μέσα της Λειτουργίας των Χριστουγέννων, είδαν τη Βαγγελιώ να μπαίνει στην εκκλησία. Κανένας δεν περίμενε να τη δει εδώ έτσι, με τις παντόφλες της, με λυμένη τη σκούρα μαντήλα στο κεφάλι της και ανακατωμένα τα κατάμαυρα μαλλιά της, αν και όλα τα χρόνια βέβαια ήταν απεριποίητα κι έπεφταν πάντα σαν χοντρά σχοινιά στους ώμους της. Σήμερα, όμως το πλάσμα αυτό του Θεού ξεπέρασε κάθε όριο, λες και πριν από λίγη ώρα μάλωσε με κάποιους που την είχαν αρπάξει απ’ τα μαλλιά και την τράβαγαν μέχρι που κάποτε η δύστυχη κατάφερε να τους ξεφύγει..

Άσε για τα ρούχα της. Χειμώνα-καλοκαίρι τα ίδια, λιωμένα και σχισμένα απ’ την καθημερινή χρήση, με το ζόρι έκρυβαν το ισχνό κορμί της. Μόνο το κοντό παλτό της, ριγμένο πρόχειρα πάνω της, φαινόταν να είναι καινούργιο. Αλλά κι από ‘κείνο άμα το ‘βλεπες καλά, έλλειπαν τα μισά κουμπιά. Πολύ δε περισσότερο το ένα μανίκι του ήταν ξηλωμένο, έτοιμο να φύγει απ’ τη θέση που το ‘βαλε μια φορά όταν το ‘ραβε η ράφτρα του χωριού, η θεία Σταυρούλα. Καλή της ώρα της γελαστής τεχνίτριας τώρα εκεί που βρίσκεται, μια και προτίμησε να φύγει απ’ το χωριό και να ξενιτευτεί στην πόλη με τον άντρα και τα παιδιά της.

Ένα ερείπιο στην εμφάνιση της η ανύπαντρη γυναίκα, άλλωστε και ποτέ δε ζήτησε να παντρευτεί, δεν κατάλαβε ποιος δρόμος την έφερε μέχρι τον ναό σήμερα τα Χριστούγεννα που γεννήθηκε ο Χριστός μακριά στην πόλη της Βηθλεέμ, αλλά κι εδώ στις καρδιές των πιστών κι έκανε όλους μέσα στον φτωχό ναό της Ανάληψης, μαζί με τον παπά-Στέλιο και τους ψάλτες, να ψάλλουν τον ερχομό Του. Τη Βαγγελιώ ίσως οι συγχωριανοί της να την είδαν πρώτη φορά να μπαίνει στην εκκλησία μετά τη βάφτισή της και, εδώ που τα λέμε να τους κοιτάζει σαν αγρίμι, που το δόλιο κι αυτό ξέφυγε απ’ τα γνωστά του τα μέρη, τα βουνά, και χάθηκε στο πλήθος των ανθρώπων.

Τι να σκεφτείς αυτές τις ώρες της μεγάλης προσευχής και τι να πεις όταν βλέπεις τέτοια πράγματα, που χωρίς να το θέλεις, σε κάνουν να λυπάσαι για τον άνθρωπο και το ριζικό του!

Και δε θα είχες άδικο. Όλοι γνώριζαν τη Βαγγελιώ και την οικογένειά της. Φερμένοι οι γονείς της απ’ την πατρίδα, μόλις που πρόλαβαν να στεριώσουν στο χωριό και να δουν λίγο ήλιο. Πρώτα ήταν οι δυσκολίες με το σπίτι τους. Έτυχε να είναι παλιό και γκρεμισμένο και σχεδόν όλο ήθελε φτιάξιμο απ’ την αρχή. Η οικογένεια των τούρκων που έμεινε σ’ αυτό ήταν φαίνεται και η ίδια φτωχιά και όταν έφυγε μια μέρα βιαστικά, το παράτησε στο μαύρο του το χάλι. Άντε, λοιπόν, εσύ που το πήρες να το επιδιορθώσεις στα γρήγορα και μάλιστα μοναχός και χωρίς λεφτά, για να βάλεις μέσα τα παιδιά σου και να τα προστατέψεις απ’ τις καιρικές συνθήκες. Ιδιαίτερα απ’ τα χιόνια και τις παγωνιές που δεν έλεγαν να σταματήσουν, τότε, στα πρώτα χρόνια που έφτασε η προσφυγιά στο χωριό κι έγινε η εγκατάσταση.

Ύστερα για να ζήσεις ήταν και το θέμα της δουλειάς. Τι να σπείρεις στα χωράφια και πώς να τα δουλέψεις χωρίς να έχεις ζώα και τ’ άλλα  χρειαζούμενα να τα καλλιεργήσεις, ώστε όταν έρθει ο καιρός να πάρεις τη σοδειά για να φαν και να μεγαλώσουν τ’ ανήλικα στόματα. Επίπονη η ζωή, όπως και να το κάνουμε, εκείνα τα πρώτα-πρώιμα και μαύρα χρόνια, μέχρι να ορθοποδήσει ο πρόσφυγας στον τόπο που του είπαν να κάτσει και να τον έχει καινούργια πατρίδα.

Γι αυτό και τα παιδιά, στερημένα απ’ τα πάντα και με μπόλικη βαθιά στα φυλλοκάρδια τους τη στεναχώρια των γονιών για την επιβίωση της οικογένειας τους, μόλις μεγάλωσαν και πήραν λίγο τ’ απάνω τους, από νωρίς το καθένα πήρε τον δρόμο του. Ένα τ’ αγόρι, τον Στέφανο, ήρθαν και τον πήραν κάποιοι μακρινοί συγγενείς και το πήγαν στην Αμερική για να ζήσει με μια άλλη οικογένεια σ’ αυτή την πλούσια χώρα, όπως την έλεγαν, που δεν είχε καθόλου δικά της παιδιά. Το άλλο, την όμορφη Βγενούλα, κορίτσι στην εφηβεία του, με τη βοήθεια της Πρόνοιας γύρεψαν να το κάνουν υπηρέτρια σ’ ένα σπίτι στην Αθήνα. Και όταν πήγε, τα μαντάτα στο χωριό έλεγαν ότι το πάντρεψαν, έτσι μικρό, μ’ έναν στρατιωτικό. Από τότε δεν έδειξε σημάδια της καινούργιας του ζωής και έτσι χάθηκαν τα ίχνη του. Το τελευταίο στην ηλικία, κορίτσι κι αυτό, η Αντίκλεια ή Αντικλειώ όπως τη φώναζαν, πρώτο στα γράμματα του σχολειού και νοικοκυρά, μέσα στην απελπισία της απ’ τη φτώχια κλέφτηκε μ’ έναν έμπορα την ώρα που πήγαινε στη βρύση για να πάρει νερό με τη στάμνα. Ευτυχώς όμως γι αυτό, μετά από καιρό είπαν πως το είδαν σ’ ένα νησί βαθιά στο Αιγαίο. Είχε καλή οικογένεια και πέρναγε καλά στη ζωή του.

Αλλά το μεγαλύτερο απ’ όλα τα παιδιά, τη Βαγγελιώ, η τύχη την κράτησε να μείνει στο χωριό μαζί με τη μάνα και τον πατέρα της. Την ήθελε κάθε μέρα ν’ αργοσβήνει στην ψυχή και το σώμα της κλεισμένη μέσα στα παλιοντούβαρα του γέρικου σπιτιού και ποτέ να μην κάνει βήμα πέρα απ’ αυτό. Εκτός κι αν με τη μάνα του πήγαινε μαζί απέναντι στο ποτάμι και στα καϊνάκια που ανάβλυζαν νερό για να πλύνουν τα πιάτα και τα κουτάλια που έτρωγαν στη φαμίλια τους, όπως ακόμα και για να τρίψουν τους τεντζερέδες που μαύριζαν απ’ τη φουφού.

Καλοκαίρια και χειμώνες, γιορτές και καθημερινές αυτό ήταν μονάχα το ξέσκασμα του κοριτσιού απ’ τα μικρά του τα χρόνια, μια και η μάνα του σαν μεγαλύτερο το ήθελε κοντά της, για να τη βοηθάει στις δουλειές και να κοιτάζει τα μικρότερα αδέρφια του. Και αυτό, το καημένο, υπάκουο στις προσταγές της καλής του μανούλας, ποτέ δεν είπε όχι στις απαιτήσεις της ούτε και γκρίνιαξε για τις δουλειές που της έβαζε να κάνει ενώ ήταν κι αυτό ένα μικρό κορίτσι, σχεδόν συνομήλικο μ’ αυτά που πρόσεχε. Ευτυχώς, όμως, που πολλές φορές τ’ απόγευμα που πήγαιναν για τα πιάτα συναντούσαν κάποιους απ’ το χωριό και αντάλλαζαν μερικές κουβέντες, για να ξέρει κι η Βαγγελιώ ότι εκτός απ’ την οικογένειά της υπάρχουν και άλλοι άνθρωποι που ζουν και εργάζονται στη μικρή κοινωνία του χωριού. Γιατί, όταν τέλειωνε το «σεργιάνι» με το πλύσιμο, άντε πάλι μέσα στο σπίτι με την προσμονή να βασιλέψει ο ήλιος, να πέσει το σκοτάδι και ν’ ανάψει λίγες ώρες η λάμπα μέχρι να την πάρει ο ύπνος. Και το πρωί πάλι στο σπίτι ένα σωρό δουλειές, με λίγο σταματημό για φαγητό μόνο τα μεσημέρια έξω στη σκάλα με τα σάπια τα παρμακλίκια, κοιτάζοντας βουβή πότε τον ήλιο ψηλά στον ουρανό, όταν είχε καλό καιρό και πότε τη βροχή όταν είχε άστατο, ακούγοντας τις στάλες της που έπεφταν με θόρυβο  στην αυλή, όπως και τα τρομακτικά μπουμπουνητά τ’ ουρανού.

Στα χρόνια, λοιπόν, που διαβήκαν, πέρασαν κι έφυγαν, όλος ο κόσμος ίδιος γύρω της, με τα ίδια καθημερινά πράγματα, χωρίς όνειρα και ελπίδες για καλυτέρευση και ίσως, ακόμα, χωρίς την αντίληψη πως η ζωή κάποτε τελειώνει και πρέπει να τη χαρείς. Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε για να πεθάνει!

Μοιραία όμως έτσι είσαι δυστυχισμένος!

Εκείνο το πρωινό των Χριστουγέννων, λίγα ήταν ακόμα τα σπίτια που έμειναν για να τραγουδήσουν τα κάλαντα τρία παιδιά, φίλοι  στο χωριό. Ήταν ο Σωτήρης, μοναχογιός της χήρας της Αναστασίας απ’ τ’ Αλώνια, ο Μπούλης του κυρ Σταύρου, που είχε τον μύλο στο ποτάμι και η μάνα του το ήθελε ακόμα να είναι βρέφος, γι αυτό κι ολόκληρο παιδί δεν το φώναζε με τ’ όνομα του, και ο χοντρούλης ο Πετράκης απ’ το σόι των πλούσιων τσορμπατζήδων, που αυτού πάλι οι γονείς δίσταζαν να τ’ αφήσουν να τραγουδήσει, μήπως και κατηγορηθούν για ζητιανιά. Και τα τρία, λίγο ακόμα πριν να ξημερώσει και φέξει στο χωριό, έριξαν περισσότερο γκάζι στα φανάρια τους για να βλέπουν καλύτερα την ώρα που θα πέρναγαν τη στενή γέφυρα. Ήθελαν  να πάνε κι απέναντι απ’ το ποτάμι, στις γιαγιάδες τους που τα περίμεναν με τις δεκάρες στα χέρια για ν’ ακούσουν κι αυτές απ’ τις παιδικές τους τις φωνούλες το «καλήν ημέρα άρχοντες» και τα «Χριστούγεννα Πρωτούγεννα». Κι όταν το πέρασαν, πήραν τον ανήφορο για να πάνε στα σπίτια των δικών τους.

Στην πορεία, όμως, άλλαξαν γνώμη και είπαν να περάσουν εκεί κοντά κι απ’ τ’ άλλα τα σπίτια, με πρώτο της Βαγγελιώς, αν και το μεγαλύτερο, ο Σωτήρης, ήταν αντίθετος με την ιδέα, γιατί, κανά δυο φορές που πέρασε έξω απ’ την αυλή της, μόνο που την είδε πήρε μεγάλο φόβο. Γι αυτό, από τότε το μικρό παιδί για να πάει στη γιαγιά του έπαιρνε πάντα τον δρόμο που πήγαινε ξυστά και πίσω απ’ το σπίτι της. Στην επιμονή όμως των άλλων αναγκάστηκε να υποκύψει και έτσι τελικά όλα μαζί να μπουν στην αυλή του σπιτιού της. Κάτω απ’ τη ξύλινη σκάλα με το θαμπό φως στο παραθύρι άρχισαν το τραγούδι, σίγουρα πως η Βαγγελιώ τώρα κοιμάται και το μπαχτσίσι απ’ αυτό θα το πάρουν απ’ τη μάνα της, τη γριά και  πάντα μαυροφορεμένη Ανθή.

Έτσι, τα παιδιά είπαν τα κάλαντα και στη νύχτα, που τώρα πια πήρε να δίνει τη θέση της στη μέρα, περίμεναν ν’ ανοίξει η πόρτα για να πάρουν τα λεφτά και να τα βάλουν στο κουτάκι που τα μάζευαν. Όσο όμως κι αν περίμεναν στο κρύο, η πόρτα δεν άνοιγε. Όλο απορία τότε οι αγαθές ψυχές κοίταξαν απ’ την κουρτίνα μέσα στο δωμάτιο. Είδαν το τζάκι να καίει, αλλά κανέναν απ’ τους νοικοκυραίους να βρίσκεται μέσα. Γι αυτό, με φανερή την απογοήτευση στ’ αθώα προσωπάκια τους, συμφώνησαν να φύγουν διώχνοντας από μπροστά τον σκύλο του σπιτιού, που κι αυτός, όλη την ώρα όσο έλεγαν τα κάλαντα, μπερδευόταν στα πόδια τους και κούναγε την ουρά του, μήπως πάρει κανένα ξερό κομμάτι απ’ το ψωμί που είχαν τα παιδιά στην τσέπη τους.

Στο τέλος, όταν τ’ αγαπημένο ζώο πείστηκε να τ’ αφήσει και τα παιδιά έβγαιναν απ’ την αυλή, άκουσαν πίσω τους κραυγές και τσιρίδες. Γύρισαν απότομα τα κεφάλια και τότε είδαν στην πόρτα τη Βαγγελιώ. Ήταν στημένη στο κεφαλόσκαλο και κούναγε τα χέρια της να γυρίσουν πίσω, ενώ απ’ το στόμα της έβγαιναν λέξεις που τα παιδιά δεν μπορούσαν να τις καταλάβουν. Γι αυτό, και φοβισμένα απ’ τη  θέα της, το ‘βαλαν στα πόδια για να κρυφτούν. Κι αυτή, όμως, όταν κατάλαβε πως έχουν τέτοιο πρόθεση, έβαλε όπως-όπως κάτι στα πόδια της και έτρεξε από πίσω τους χωρίς να σταματήσει να φωνάζει. Πάντοτε, βέβαια, προς μεγάλη έκπληξη των παιδιών, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι ακριβώς ήθελα απ’ αυτά και τα πήρε καταπόδι.

Έτρεχαν μπροστά στα στενά τα καλαντόπαιδα, έτρεχε κι η Βαγγελιώ με φωνές για να τα φτάσει, μέχρι που τα ‘χασε από μπροστά της. Τα παιδιά, πανικοβλημένα απ’ την επιμονή της να τρέχει από πίσω τους, λαχανιασμένα και κουρασμένα απ’ το κυνηγητό και με την ψυχή να θέλει να ‘βγει απ’ το στόμα τους, κρύφτηκαν πίσω απ’ την αποθήκη του γέρου του Καμαριέρη. Ο άνθρωπος εκείνη την ώρα μαζί με τη γυναίκα του, τη Βηθανία, έσβηναν τη λάμπα να μην καίει τζάμπα το γκάζι της κι άνοιγαν την κουρτίνα στο χάραμα για να ζυμώσουν τα κουλούρια. Μετά να τα βάλουν στον φούρνο και να τα ψήσουν, όπως απαιτούσε το έθιμο της Γιορτής να κάνει η κάθε οικογένεια.  

Ζάρωσαν εκεί κάτω απ’ την αστρέχα τα παιδιά και έμειναν αμίλητα, ακίνητα και μαρμαρωμένα με τα μάτια να βλέπουν σαν το λαγό, μήπως από καμιά μεριά ξεφυτρώσει η Βαγγελιώ κι αρχίσει ξανά το κυνηγητό. Όμως, και η Βαγγελιώ με την ανάσα της κομμένη απ’ το πιλαλητό που άχνιζε στο χειμωνιάτικο κρύο και στο γκριζωπό φως της μέρας, όταν είδε ότι χάθηκαν τα παιδιά από μπροστά της, έπιασε κι έκατσε πάνω σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν εκεί για πολλά χρόνια, ένα φυσικό σύνορο της περίφραξης με κλάρες απ’ το ξεροπόταμο και ξεχώριζε τον μπαχτσέ της Λυμπιάδας του Μέγα με το μονοπάτι.

Μέσα της, εκτός απ’ την κούραση, είχε και την απογοήτευση που τα σχολιαρόπαιδα δεν έκατσαν να τους δώσει την πληρωμή για τον κόπο τους που ήρθαν χαρούμενα στο σπίτι της να πουν για τη γέννηση του Χριστού. Έτσι θυμόταν ότι έκανε ακόμα από πέρυσι η μάνα της τέτοια μέρα. Έβγαινε έξω στην πόρτα και εκτός από φρούτα και ξυλοκέρατα, έδινε και δεκάρες για να τα ευχαριστήσει. Κι αυτή τη φορά ήθελε η ίδια να τα πληρώσει με μια μαυρισμένη τρύπια δεκάρα που βρήκε το καλοκαίρι στα ξύλινα ράφια του τζακιού τους. Γι αυτό και τόση ώρα την κρατάει σφιχτά στα ιδρωμένα χέρια της. Μην της πέσει και τη χάσει στα τσαλιά και στα χαλίκια του δρόμου.

Μα τα μπαγάσικα τα παιδιά δε στάθηκαν Και της προξένησαν μεγάλη στεναχώρια!

Έτσι, με τις σκέψεις αυτές να σκεπάζουν την ψυχή της όπως το σκοτάδι σκεπάζει τις έρημες γειτονιές, ξαπόσταινε στην πέτρα που καθόταν και, όταν πια κατάλαβε ότι μπορεί να περπατήσει, σηκώθηκε για να γυρίσει στο σπίτι της. Μετάνιωσε, όμως, όταν την ίδια στιγμή άκουσε στα κοντά της την καμπάνα της εκκλησιάς της Ανάληψης να χτυπάει χαρμόσυνα και να φωνάζει τους χωριανούς να πάνε στη Θεία Λειτουργία. Χωρίς να ξέρει και πολλά απ’ αυτά, αμήχανη ξανακάθισε στην πέτρα και τότε σαν από θαύμα, χωρίς και η ίδια να καταλαβαίνει τι κάνει, αντί να γυρίσει πίσω για το σπίτι της, άφησε την πέτρα που την ξεκούραζε και αποφασιστικά με γρήγορα βήματα πήρε τον δρόμο που κατηφόριζε μπροστά της και οδηγούσε κατ’ ευθείαν στο ναό. Να δει, τι τέλος πάντων, τι γίνεται εκεί μέσα. Αλλά, μήπως έβρισκε και τα παιδιά!

Στα τόσα χρόνια της ζωής της δεν έτυχε να πάει ποτέ σ’ αυτόν. Ούτε και οι γονείς της συνήθιζαν να την πηγαίνουν ακόμα και στις μεγάλες τις γιορτές, όταν ο μικρός αυτός και ιερός τόπος γέμιζε από άτομα κάθε ηλικίας και πιο πολύ από παιδάκια του χωριού.  Τα ευλογημένα από τον Θεό, τέτοια μεγάλη μέρα, δε χόρταιναν με τα γιορτινά τους τα ρούχα να μπαινοβγαίνουν στη χαμηλή του εξώπορτα και να παίζουν στα χαλασμένα σκαλοπάτια του λες κι ήταν στο σχολειό τους. Οι μεγαλύτεροι και οι  γονείς τους, φυσικά, συνέχεια τα συμβουλεύουν να είναι πιο ήσυχα και ν’ ακούν τις ψαλμωδίες κάνοντας το σταυρό τους. Γι αυτό και η ίδια ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως είναι μέσα η εκκλησία και περισσότερο τι γίνεται με τους ψάλτες και τον παπά. Αυτόν τον σεβάσμιο γέροντα που κάποιες φορές τον έβλεπε απ’ το σπίτι της να περπατάει μακριά στο δρόμο με τα μαύρα ράσα του και μια ή δυο φορές τον χρόνο με το πετραχήλι και τον Σταυρό να μπαίνει στην οικογένεια και να τους αγιάζει.

Έτσι, η Βαγγελιώ τάχυνε ακόμα περισσότερο το βήμα και χωρίς να πάρει τα μάτια της από την πόρτα του ναού, που φεγγοβόλαγε απ’ τα κεριά και τις καντήλες, έφτασε σε απόσταση μιας ανάσας απ’ αυτόν. Όσο ζύγωνε η περιέργεια γινόταν και μεγαλύτερη. Ήθελε να μάθει τι τέλος πάντων κάνουν και όλοι όσοι τώρα μπαίνουν μέσα και κρατάν στα χέρια τους λειτουργιές τυλιγμένες σε άσπρες πετσέτες. Η ίδια δε βάσταγε ακόμα τη δεκάρα στην παλάμη της, αυτή που ήθελε να δώσει στα παιδιά. Ποιος ξέρει, ίσως να πίστευε ότι αν θα τα ‘βρισκε εδώ θα ξεχρέωνε επιτέλους την οφειλή που της υπαγόρευε η ηθική της!

Μπήκε η γυναίκα στον ναό και έμεινε έκπληκτη απ’ όλα όσα έβλεπε. Τόσος κόσμος μαζεμένος μέσα και όλοι να κοιτάν προς μια μεριά, την Ωραία Πύλη, και να κάνουν τον σταυρό τους. Και πολλοί απ’ αυτούς να είναι γονατιστοί και να κάνουν μετάνοιες. Όμως, και κάποιοι να βλέπουν την ίδια λίγο περίεργα, μια και ποτέ δεν την είδαν εδώ. Γι αυτό κι αυτή, σαστισμένη απ’ ό,τι έβλεπε, έμεινε σαν να ‘τανε κολώνα στο κέντρο του ναού. Δεν της ερχόταν να κάνει βήμα απ’ εκεί, άλλες φορές χαμογελώντας μ’ αυτά που αντίκριζε και άλλοτε παίρνοντας ύφος σοβαρό, σκεπτόμενη μήπως οι άνθρωποι δεν την ήθελαν εδώ μέσα, κι ακόμα πιο πολύ, μήπως ακόμα ήθελαν να της κάνουν και κανένα κακό.

Ιδιαίτερα της έκαναν εντύπωση οι ψάλτες πάνω στο ψαλτήρι που έψελναν τα χαρούμενα και μελωδικά χριστουγεννιάτικα τροπάρια κι  ο ιερέας μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Τον καλόκαρδο εφημέριο τον έβλεπε τη μια φορά να είναι σκυμμένος και την άλλη όρθιος μ’ ανοιγμένα τα χέρια του και κοιτώντας ψηλά στον ουρανό να προσφέρει την αναίμακτη Θυσία στον Θεό. Φυσικά, ούτε συζήτηση να πάει στον πάγκο με τα κεριά για να πάρει δυο απ’ αυτά και να τ’ ανάψει ευλαβικά στα μπρούτζινα μανουάλια μπροστά στις εικόνες του Χριστού και μάλιστα της Παναγίας. Της Μάνας όλου του κόσμου, που σήμερα το πρόσωπό έλαμπε από χαρά γιατί έφερνε στη γη ένα Θεό. Γι Αυτόν είχαν μιλήσει οι προφήτες εκατοντάδες χρόνια από σήμερα στην Αγία Γραφή.                                                                                                         

Η φτωχιά δεν ήξερε από τέτοια προσκυνήματα!

Για τον λόγο αυτό ο Χριστόδουλος, πολλά χρόνια επίτροπος στον ναό, μόλις την είδε να στέκεται έτσι μπερδεμένη, άρπαξε δυο κεράκια απ’ το παγκάρι κι έτρεξε κοντά της να της τα δώσει. Εκείνη, χωρίς να φέρει αντίρρηση τα πήρε στα χέρια της και στη συνέχεια ο καλός επίτροπος κρατώντας την απ’ τον ώμο την πήγε στις εικόνες. Σ’ αυτές που χρόνια τώρα ο κάθε πιστός χωριανός ανάβει το μικρό κεράκι του και ταπεινά σκύβει το κεφάλι ευχαριστώντας τον Θεό για τις ευεργεσίες του και ύστερα Τον παρακαλεί με την καρδιά του να του δίνει πάντα την πολυπόθητη υγεία και την προκοπή στη ζωή του.

Και τότε, ω του θαύματος! Η Βαγγελιώ μόνη της, εντελώς αβοήθητη, άναψε το ένα απ’ τα κεριά και το ‘ βαλε μαζί με τ’ άλλα στο πρώτο απ’ τα μανουάλια που ήταν μπροστά στον Χριστό. Μετά, πάλι με τη βοήθεια του επιτρόπου, πήγε μπροστά στην Παναγία και άναψε το δεύτερο κερί. Αυτή τη φορά με το πρόσωπό της να γαληνεύει κι από άγριο και σκυθρωπό να γίνεται μειλίχιο και πράο, όπως κανένας ποτέ δεν την είδε έτσι στο χωριό. Και, επιπλέον, τώρα πια να μην φοβάται!

 Ήταν η στιγμή που οι ηλικιωμένοι ψάλτες, σαν δεύτεροι άγγελοι απ’ τον ξάστερο χειμωνιάτικο ουρανό με τη βραχνή φωνή τους και μ’ όλον τον κόσμο έψαλλαν τον γνωστό ύμνο της χριστιανοσύνης, «η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιον τίκτει..». Αλλά κι η στιγμή που οι καλοί στην καρδιά τους χωριανοί άφησαν για λίγο απ’ τα μάτια τους το άτομο που καμιά φορά δεν είδαν να μπαίνει στην εκκλησία και ν’ ανάβει κεριά στα εικονίσματα. Κι αργότερα, πάλι, όταν την έψαξαν την είδαν όπως ποτέ δεν περίμεναν. Μαζεμένη ψυχή η Βαγγελιώ, ευλαβικά, μετά το άναμμα να παίρνει τη θέση της και να κάθεται σιωπηλή πίσω στον πρόναο και πάνω στο πρώτο σκαλοπάτι της ξύλινης σκάλας που σ’ ανέβαζε στον γυναικωνίτη.

Η ώρα μέσα στην εκκλησία περνούσε και κάποτε ο παπα-Στέλιος με την προσευχή «δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων…» σήμανε και το τέλος της Χριστουγεννιάτικης Λειτουργίας, ενώ απ’ τη διπλανή πόρτα του Ιερού ο μικρόσωμος καντηλανάφτης, ο Θεοφάνης, του έφερνε γρήγορα να μοιράσει τ’ αντίδωρο. Πήγαν οι πιστοί κοντά στον παπά και απ’ το χέρι του που το φιλούσαν έπαιρναν τον ευλογημένο άρτο μαζί με την ευχή του. Στη σειρά με όλους στάθηκε κι η Βαγγελιώ, μα σαν την είδε ο παπάς μ’ ένα πλατύ χαμόγελο άφησε τους άλλους και τη φώναξε κοντά του. Ύστερα έπιασε δυο απ’ τα κομμάτια του άρτου και της τα ‘βαλε στη χούφτα. Την ίδια δε στιγμή για να της δώσει θάρρος, τη χτύπησε πατρικά στην πλάτη. Ήταν σαν να της έλεγε: «Θα σε περιμένουμε ξανά στο ναό».

Και είναι σίγουρο πως από μέσα του ο λειτουργός ευχαριστούσε τον Θεό που σήμερα εδώ, μέσα στον οίκο Του, έδωσε η Θεία Χάρη μαζί με τη γέννηση του Γιου Του να γεννηθεί στην ψυχή του κι ένας ακόμα χριστιανός. Η Βαγγελιώ της σιωπής και της μοναξιάς.

Μεγάλη μέρα ξημέρωσε στο χωριό, την όμορφη Δωροθέα. Τα Χριστούγεννα! Όλα τριγύρω μια ευτυχισμένη, αισιόδοξη, ελπιδοφόρα  ατμόσφαιρα και προπάντων χαρά και ευφροσύνη στις καρδιές όλων των κατοίκων. Οι περισσότεροι μετά την εκκλησία βγήκαν στους δρόμους και στις γειτονιές, στην πλατεία και στα καφενεία για να γιορτάσουν το γεγονός και να πάρουν ζωή απ’ το φως τους. Ήταν απ’ τις γιορτές που έκαναν όλους να σφίγγουν μεταξύ τους τις αγκαλιές και τα χέρια και δίπλα στην καρέκλα του τραπεζιού τους κατά την ώρα του φαγητού να νιώθουν κοντά τους όλους τους  ξενιτεμένους συγγενείς.

Μαζί με τους άλλους, χαμένη κι αυτή κάπου στα γιορτινά σοκάκια του χωριού, μετά την εκκλησία,  περιπλανιόταν και η Βαγγελιώ. Με τα μάτια της να βλέπουν πρώτη φορά έτσι τον κόσμο, βρέθηκε να περπατάει στα πλατάνια της πλατείας και κοντά στο Ηρώο, που στα σκαλοπάτια του καθόταν μια παρέα από παιδιά. Όλα είχαν βγαλμένα τα κουτάκια τους και μέτραγαν στο χώμα και στις χούφτες τους τα χρήματα που πήραν απ’ τα κάλαντα. Μερικές φορές μάλιστα τσακώνονταν και φώναζαν για το ποιο έχει τα περισσότερα. Και ήταν ευχαριστημένα που μέτραγαν δεκάρες!

Αυτά τα παιδιά τα είδε η Βαγγελιώ και τα θυμήθηκε. Ήταν τα ίδια παιδιά που στο σκοτάδι ακόμα, λίγο πριν το ξημέρωμα, ήρθαν στο σπίτι της και τραγούδησαν τα κάλαντα αλλά δεν κάθισαν να πάρουν για την αμοιβή τους τη δεκάρα κι αυτή τα έψαχνε. Ευκαιρία τώρα να τα ξεπληρώσει. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του παλτού της και βρήκε το νόμισμα. Ύστερα, με γρήγορο περπάτημα πήγε προς το μέρος τους. Τα παιδιά απορροφημένα στο μέτρημα στην αρχή δεν την είδαν. Όταν την αντιλήφθηκαν να έρχεται προς αυτά, για άλλη μια φορά φοβήθηκαν. Μάζεψαν από κάτω τα χρήματα και μ’ αλαλαγμούς εξαφανίστηκαν από μπροστά της.

 Ήταν η δεύτερη απογοήτευση σήμερα για τη Βαγγελιώ!

Πολύ λυπημένη που πάλι δεν μπόρεσε να πληρώσει τα παιδιά και να τηρήσει το έθιμο για τα κάλαντα, έφτασε στο σπίτι της. Κάθισε στο πεζούλι της πόρτας και με παράπονο κοίταζε τη δεκάρα. Ήταν γεγονός πως μαζί της έζησε μια πρωτόγνωρη περιπέτεια αυτά τα Χριστούγεννα.                                                                                          

«Ας την κρατήσω», είπε από μέσα της. «Θα περιμένω να τη δώσω του χρόνου. Μήπως και του χρόνου δε θα γεννηθεί ο Χριστός;»                                                                                                                                                                  

Και σηκώθηκε να πάει να την κρύψει εκεί που τη βρήκε. Στο ράφι τ’ αναμμένου για τα Χριστούγεννα τζακιού τους.

                                                                                               10-12-2022

                                                                                           ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ

 

 

 

  

 

                                               

  

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: