Ο γεννημένος στο Αγρίνιο συγγραφέας οργανώνει λιτές ιστορίες, ζυγισμένες σωστά με μια γλώσσα προφορική σωστή, με την ντοπιολαλιά ιδιαίτερο στολίδι της.
Ξεκίνησα να διαβάζω την «Λυκοχαβιά» του Κώστα Μπαρμπάτση προκατειλημμένος. Είχα μπροστά μου ένα βιβλίο που συμπεριλάμβανε τρία χαρακτηριστικά που συνήθως δε με ελκύουν: κατ’ αρχάς, πρόκειται για διηγήματα. Πάντα είχα την γνώμη πως εύκολα μπορεί να γράψει κάποιος ένα μέτριο διήγημα, αλλά το καλό διήγημα, αυτό που θα μου βγάλει το wow factor –που λένε και οι Άγγλοι-, είναι δυσεύρετο (αν το συμπέρασμα απ’ αυτό είναι πως πιο εύκολα γράφεται ένα καλό μυθιστόρημα από ένα καλό διήγημα, τότε ας είναι). Το δεύτερο χαρακτηριστικό του βιβλίου που γενικά με απωθεί είναι η ντοπιολαλιά. Μπορεί να έχουν γίνει μια μόδα τελευταία οι ντοπιολαλιές για να εκφράσουν συγγραφικά μια σύνδεση με μια κουλτούρα και έναν τόπο, όμως φαίνεται πως κάποιες φορές η χρήση τους πάσχει από μια επιφανειακότατα που μειώνει συνολικά την αξία του έργου. Σε πολλά βιβλία με ντοπιολαλιές, αν μεταφράσεις την ντοπιολαλιά σε σύγχρονα ελληνικά το κείμενο βγαίνει πεζό και στενό από ιδέες. Τέλος, το χρονικό πλαίσιο του βιβλίου είναι το πλαίσιο αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που πραγματικά έχει κορεστεί από μυθιστορήματα και διηγήματα.
Λέξη λέξη όμως, καθώς έμπαινα στο πνεύμα του βιβλίου, αντιλήφθηκα πως εδώ είχα να κάνω με μια εξαίρεση. Το πρώτο αφήγημα «Θα φύγω, ξάδερφε» αφορά έναν μετανάστη στο Παρίσι που περιγράφει τη ζωή του και τη σύνδεση με το παρελθόν του. Δεν υπήρχε τίποτε το υπερβολικό σ’ αυτή την αφήγηση του Μπαρμπάτση και δεν υπήρχε τίποτε που να έλειπε από μια καλοζυγισμένη ιστορία που οδηγούσε στην επόμενη –για ένα κορίτσι φυλακισμένο στο σπίτι που ζητούσε τον πατέρα του παιδιού που θα γεννήσει-, η οποία με τη σειρά της οδηγούσε στην επόμενη – για ένα λοχαγό που προσπαθεί να γυρίσει σπίτι του μετά την κατάρρευση του μετώπου μαζί με έναν αμφιβόλου ηθικής φαντάρο.
Οι ιστορίες είναι λιτές, ο Μπαρμπάτσης τις οργάνωσε και τις ζύγισε σωστά με μια γλώσσα προφορικά σωστή, στην οποία η ντοπιολαλιά λειτουργεί σαν ιδιαίτερο στολίδι. Οι άνθρωποι των διηγημάτων του Μπαρμπάτση ανήκουν μεν σε ένα χαμένο κόσμο, αλλά εκφράζουν αρχέτυπα που δεν ξεθωριάζουν με το χρόνο. Ίσως ακριβώς εδώ να βρίσκεται η αξία των διηγημάτων: στη στεγνή απόσταξη ιδεών που μένουν αναλλοίωτες και που αν και είναι καλυμμένες από το πλαίσιο μιας λαϊκής προφορικής διήγησης τελικά αγγίζουν τη δική μας καθημερινότητα χωρίς στόμφο, διδακτισμούς ή την οποιαδήποτε έννοια κρίσης επάνω τους και επάνω στην κοινωνία στην οποία ανήκουν.
Τα διηγήματα της "Λυκοχαβιάς" μου θύμισαν πολλά πράγματα. Μου θύμισαν το «Διπλό βιβλίο» του Χατζή, μου θύμισαν τα διηγήματα του Ιωάννου, αλλά μου θύμισαν και τους συγγενείς μου απ’ την ορεινή Ήπειρο στις συναντήσεις, τις γιορτές και τα γλέντια που γνώρισα ως παιδί και που οι ιστορίες απ’ το παρελθόν, απ’ τα σκληρά χωριά της Ηπείρου, ήταν τμήμα της συζήτησης του κεφιού, της δράσης ή της θλίψης. Αυτό το παρελθόν που μου ανήκει και που είχα ξεχάσει πως υπήρχε, εμφανίστηκε στις σελίδες του βιβλίου και συνέβαλε στην ανάγνωση απ’ την πρώτη σελίδα ως την τελευταία.
Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο του γεννημένου στο Αγρίνιο και κατοίκου Θεσσαλονίκης Κώστα Μπαρμπάτση. Αναμφισβήτητα εμφανίζεται σαν νέος συγγραφέας με ταλέντο και με ιδιαίτερη άποψη πάνω στους χαρακτήρες και τα κείμενα του. Περιμένω τη συνέχεια και σε επόμενα βιβλία.
Ο Βασίλειος Δρόλιας είναι συγγραφέας. Το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ταξίδια με λάθος ανθρώπους» μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου