του Γιάννη Σ. Παπαδάτου (*)
Το έργο του Αριστοφάνη σε μια δύσκολη και συνάμα ελκυστική νοηματικά γλώσσα, αυτή του πολύμορφου αστείου, καυτηριάζει πρόσωπα και καταστάσεις, διαμέσου δε των αιώνων είναι νέο όσο και επίκαιρο. Οι κωμωδίες συνομιλούν με όλους τους καιρούς και χωρίς να χάνουν το νόημά τους προσφέρουν διεξόδους, όχι αναγκαστικά λύσεων αλλά σίγουρα ερμηνείας τους. Τα μεγάλα έργα συνομιλούν με όλες τις εποχές και γι’ αυτό είναι μεγάλα, είχε σημειώσει ο T.S. Eliot. Ορισμένες
κωμωδίες που να απευθύνονται στο ανήλικο κοινό έχουν κατά καιρούς διασκευαστεί με ικανοποιητικό τρόπο. Θα ξεχωρίσω τον Πλούτο, τους Αχαρνιώτες (Αχαρνείς), την Ειρήνη, Τα πουλιά (Όρνιθες) και τη Λυσιστράτη, που έχουν αποδοθεί με ένα ιδιότυπο ύφος, από τον Δημήτρη Ποταμίτη σ΄εκείνο το ανεπανάληπτο βιβλίο του με τίτλο Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη («Έργο για παιδιά βασισμένο στα έργα του Αριστοφάνη», όπως αναφέρεται στο εξώφυλλο), το οποίο ανέλπιστα κι ευχάριστα εκδόθηκε αρχές της δεκαετίας του 1980 κι έστρεψε το βλέμμα πολλών εκπαιδευτικών προς την πλευρά της στοιχειοθέτησης μιας υποτυπώδους θεατρικής παιδείας στα σχολεία. Το συγκεκριμένο βιβλίο ακόμη εκδίδεται, αλλά και στο επίπεδο των παραστάσεων χρησιμοποιείται πολλαπλώς. Ο Ποταμίτης αξιοποίησε τις κωμωδίες σε μια σχέση ποίησης και πρόζας άλλοτε να γέρνει υπέρ του ενός ή του άλλου λόγου. Θεατράνθρωπος και ποιητής, άλλωστε, ο ίδιος.Τα τελευταία χρόνια σε ένα εκπαιδευτικό τοπίο με μια θεατρική παιδεία που έχει απεμπλακεί από τις παλιές εθνικόφρονες κορώνες και που κάνει τα πρώτα της βήματα στα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, εκδόθηκαν, οι αριστοφανικές κωμωδίες, Πλούτος και Αχαρνείς, διασκευασμένες από τον Βασίλη Πανόπουλο και τη Ζοζεφίνα Τζονάκα.
Ο Πανόπουλος είναι δάσκαλος της πράξης και μουσικός με μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές. Το έργο του στη μουσική είναι αξιοσημείωτο: έχει συνθέσει μουσική για έργα των Καμπανέλλη, Μπρεχτ, Τσέχωφ, Σαίξπηρ, για τραγωδίες κι έχει λάβει βραβεία και διακρίσεις. Έχει, επίσης, δημοσιεύσει εργασίες σε συλλογικούς τόμους για την εκπαίδευση και τη μουσική στο θέατρο. Η Τζονάκα, επίσης, δασκάλα με μεταπτυχιακές σπουδές στην κοινωνική ψυχιατρική-παιδοψυχιατρική έχει συμμετάσχει σε θεατρικές ομάδες και σε συνέδρια για το θέατρο. Κι οι δύο συγγραφείς, ζευγάρι στη ζωή, έχουν ασχοληθεί με την ποίηση και την πεζογραφία. Επομένως, έχουν τα εχέγγυα αφενός της επιστημονικότητας και της ενασχόλησης ουσιαστικά με τη μουσική και το θέατρο και αφετέρου της μεγάλης πείρας τους στις περιοχές της θεατρικής πράξης και της εμπλοκής τους με τα παιδιά σε σχολικές θεατρικές παραστάσεις.
Ο Πλούτος είναι η τελευταία σωζώμενη αριστοφανική κωμωδία και γράφτηκε το 388 π.Χ., όταν Αθήνα και Σπάρτη βρίσκονταν σε πόλεμο. Η φτώχεια επικρατούσε κι ένας γέροντας τυφλός, ο Πλούτος που λέει ότι ο Δίας τον τιμώρησε, επειδή πήγαινε με τους δίκαιους, περιθάλπεται από τον Χρεμύλο και τον δούλο του, τον Καρίωνα. Εμφανίζονται διάφορα πρόσωπα (Πενία, Συκοφάντης, Δίκαιος κ.ά.) μεταξύ αυτών και ο Ερμής που από την πλευρά των δύο πόλων, του πλούτου και τη φτώχειας, αντιδικούν μεταξύ τους. Στο τέλος, ο Πλούτος βρίσκει το φως του και εγκαθίσταται στον ναό της Αθηνάς, κοντά στα χρήματα του δημόσιου ταμείου. Πρόκειται για ένα καθρέφτισμα της κοινωνίας αλλά και της πολιτικής της εποχής του Αριστοφάνη και των απόψεων και αξιών της, ακριβώς όπως και η επόμενη κωμωδία.
Οι Αχαρνείς, η παλαιότερη κωμωδία του Αριστοφάνη που διασώθηκε ολόκληρη, διδάχτηκε στα Λήναια το 425 π.Χ., όταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος έμπαινε στο έβδομο έτος του, με πολλές καταστροφές στην ύπαιθρο της Αττικής, από τους Σπαρτιάτες. Οι κάτοικοι κλείνονται στα Μακρά Τείχη. Ο Αθηναίος αγρότης Δικαιόπολης μάταια επιζητεί τη σύναψη ειρήνης με τη Σπάρτη. Έτσι αποφασίζει να συνάψει ο ίδιος ειρήνη για τον ίδιο και την οικογένειά του. Το καταφέρνει ως ένα βαθμό, αλλά στη συνέχεια ένα τμήμα του Χορού των Αχαρνιωτών τον απειλεί φέρνοντάς του τον στρατηγό Λάμαχο. Η κωμωδία τελειώνει με νικητή τον Δικαιόπολη, που κερδίζει κι ένα βραβείο οινοποσίας.
Και τα δύο βιβλία-διασκευές αρχίζουν με εκτενείς αναφορές στα αριστοφανικά έργα. Στην εισαγωγή του πρώτου υπάρχει ένας κατατοπιστικός πρόλογος του καθηγητή Θόδωρου Γραμματά και ένα κείμενο για την υπόθεση και για τον τρόπο που διαχειρίστηκαν οι συγγραφείς τη διασκευή, στην δε εισαγωγή του δεύτερου βιβλίου παρουσιάζεται ένα εκτενές κείμενο, στο οποίο οι συγγραφείς εξηγούν και αναλύουν την κωμωδία κι επίσης τον τρόπο που αντιμετώπισαν τη γλώσσα, τη βωμολοχία, τους νεολογισμούς, τις αφαιρέσεις τμημάτων από το αρχικό κείμενο και τις διάφορες μετασχηματιστικές τεχνικές που χρησιμοποίησαν.
Πρέπει να πω ότι οι συγγραφείς, για το καθένα βιβλίο, ακολούθησαν διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές. Στον Πλούτο ανάμεσα στα άλλα παραθέτουν, ενδιάμεσα των επεισοδίων, δυο έφηβους της σύγχρονης εποχής να σχολιάζουν, αλλά και να παίρνουν μέρος στα δρώμενα ενώ στους Αχαρνείς το κείμενο ακολουθεί εν πολλοίς την κλασική ροή. Η διαφορετική αντιμετώπιση των δύο διασκευών δεικνύει την ανησυχία των συγγραφέων, αφενός να προσεγγίσουν ουσιαστικά το αριστοφανικό κείμενο και αφετέρου να το φέρουν κοντά στις αγωνίες των καιρών μας. Ήδη, η φτώχεια σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού είναι παρούσα στις μέρες μας με το ενεργειακό και την ασταμάτητη ακρίβεια στο κατακόρυφο, αλλά και ο πόλεμος της Ουκρανίας μαίνεται δίχως ικανό φως στον ορίζοντα. Επομένως είναι επίκαιρες και οι δύο κωμωδίες.
Στη συνέχεια, αναφερόμενος και στα δύο βιβλία θα σταθώ επιγραμματικά στις αρετές του εγχειρήματος και ιδίως στις κυρίαρχες αφηγηματικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται δίνοντας σύγχρονη μορφή στις κωμωδίες.
Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν έντεχνα τη διακειμενικότητα η οποία «προσδιορίζει το υπαρκτό πλέγμα των σχέσεων που αναπτύσσουν διάφορα κείμενα μεταξύ τους» (Ζερβού, 1997: 165). Ευφυές το εγχείρημά τους, γιατί δεν μεταμορφώνουν μόνο τις κωμωδίες απλά σε ένα «σύγχρονο κείμενο», αλλά κρατώντας στο μεδούλι τους το αριστοφανικό χιούμορ (παρωδία, ειρωνεία, σαρκασμός, λεκτικό και καταστασιακό χιούμορ κ.ά.) αφενός δεν τις απομακρύνουν από αυτό και αφετέρου τις προσαρμόζουν, με σεβασμό στο πρωτότυπο, αξιακά και ιδεολογικά στις μέρες μας. Το χιούμορ της εποχής του Αριστοφάνη ταυτίζεται με το σημερινό χιούμορ μέσα από διαφορετικές εκφράσεις της καθημερινότητας απολύτως αντιληπτές από τα παιδιά αλλά και από τους/τις εφήβους. Και, βέβαια, να υπογραμμίσω το γεγονός, όπως γράφει και ο Riffaterre (1990: 57), ότι το διακείμενο είναι το βασικό στοιχείο λογοτεχνικότητας το οποίο οδηγεί στην ερμηνεία. Γιατί η ανάγκη κατανόησης του κειμένου από τον αναγνώστη και την αναγνώστρια τους ωθεί, ώστε να αναγνωρίσουν την ύπαρξη του διακειμένου, να συμπληρώσουν τα κενά στην ερμηνεία του και να αποκωδικοποιήσουν τους τυχόν υπαινιγμούς του κειμένου (Παπαντωνάκης κ.ά., 2010: 70). Μ’ άλλα λόγια τα διακείμενα κρύβουν την αλήθεια του κειμένου.
Μερικά παραδείγματα από τα δύο βιβλία: Φράσεις, όπως οι παρακάτω κλειδώνονται εύστοχα στη δεκτικότητα των αναγνωστών-αναγνωστριών/θεατών-θεατριών: «Θα βρεις το διάολό σου», «Ρούπι να μην το κουνήσω από κοντά του», «Συγγνώμη κύριε, ποιος είστε;», «Τράμπα- τραμπαλίζεται πέφτει και τσακίζεται», «του Πατροκλέους βεβαίως, βεβαίως», «Αγκινάρες και κουκιά, κόκκινες καλές ντομάτες», «Κόψε λάσπη και να μη σε ξαναδώ», «Εν τη παλάμη και ούτω βοήσωμεν» (Πλούτος), «τις Αγορεύειν βούλεται», «Σκάσε και παλουκώσου», «Πώς καταντήσαμε έτσι περιμένοντας τους βαρβάρους», «Αυτοί μας ρημάξανε τα αμπελοχώραφα», «Σοφία ορθοί…», «Στρίβειν δια του αρραβώνος», «Εδώ κατάπια αμάσητο ολόκληρο Ευρυπίδη», «Κουκούτσι μυαλό δεν έχετε;», «Βάρκα θέλω ν’ αρματώσω με σαράντα δυο κουπιά», «ρεζίλι των σκυλιών μας έκανες», «Τρεις κι ο κούκος», «Οι καλεσμένοι κρέμασαν τα κουτάλια» (Αχαρνείς). Οι περισσότερες από αυτές εξηγούνται υποσελίδια από τους συγγραφείς. Τα συγκεκριμένα διακείμενα που προέρχονται από γνωστά ποιήματα, κινηματογραφικές ταινίες, το ελληνικό τραγούδι, την αρχαία, τη λαϊκή, την ιστορική και εκκλησιαστική παράδοση δίνουν ένα σύγχρονο ύφος στο κείμενο που διασκεδάζει το κοινό εμμέσως υπαγορεύοντάς του και τρόπους προσωπικής ερμηνείας.
Το δεύτερο στοιχείο που χρησιμοποιείται είναι η μεταμυθοπλασία η οποία αποτελεί μια μοντέρνα στρατηγική έκφρασης που βοηθάει τον αναγνώστη να σταθεί αποστασιοποιημένα και κριτικά απέναντι στο κείμενο (Οικονομίδου, 2000: 78), αν και όπως σημειώνει ο Τζιόβας, πολλά μορφικά επινοήματα έλκουν την καταγωγή τους από κείμενα του παρελθόντος. Οι συγγραφείς των διασκευών επιχειρούν τη διάρρηξη του αφηγηματικού πλαισίου –μια τεχνική της μεταμυθοπλασίας- (Τζιόβας, 1987: 290-293 – Οικονομίδου, 2000: 78-82, για παράδειγμα, με την παράθεση, όπως προανέφερα, της εμφάνισης δύο σύγχρονων παιδιών, του Αρίστου και του Φάνη, που σχολιάζουν τη συζήτηση της Πενίας και του Χρεμύλου, αλλά και συμμετέχουν στα δρώμενα. Απόσπασμα: «ΑΡΙΣΤΟΣ: Πώς τον είδες τον Χρεμύλο; ΦΑΝΗΣ: Άσ’ τα, βράσ΄ τα! Ο Χρεμύλος ήθελε να νικήσει και δεν άκουγε τίποτα. Αδιάβαστος ήρθε. Ήθελα να του φωνάξω: “Παίξε μπάλα, ρε μεγάλε”» (Πλούτος, σελ. 62).
Επιπλέον και σύμφωνα με την Waugh, τα μεταμυθοπλαστικά έργα προκαλούν τον αναγνώστη να προσέξει τις συμβάσεις τους, τις οποίες η μεταμυθοπλασία απογυμνώνει, δημιουργώντας έτσι ερωτήματα σχετικά με την προβληματική σχέση της μυθοπλασίας με την πραγματικότητα (Waugh, 1984, σ. 4). Πρόκειται για ένα στοιχείο που έχει αναφερθεί, μάλιστα και με διαφορετικές προσεγγίσεις από θεωρητικούς, για την αριστοφανική κωμωδία και για τα ουτοπικό της στοιχείο. Για παράδειγμα ουτοπική είναι η ενέργεια του Δικαιόπολη να συνάψει ειρήνη, για τον ίδιο και την οικογένειά του, με τους Σπαρτιάτες. Ένα παράδειγμα είναι η στιγμή που, ευρισκόμενος μπροστά στον εχθρικό χορό που κυριολεκτικά τον …κράζει, ο Δικαιόπολης αρχίζει να δικαιολογείται μάλιστα επικαλούμενος και τον ρόλο της κωμωδίας. Λέει: «Ποιος είμαι εγώ; Ένας ζητιάνος που θέλει να σας μιλήσει υπέρ πατρίδος σε μια κωμωδία. Γιατί το δίκαιο το ξέρει και η κωμωδία» (σελ. 106). Εδώ το ίδιο το κείμενο, «μιλάει» με τον εαυτό του. Μάλιστα οι συγγραφείς της διασκευής χρησιμοποιούν στοιχεία μεταμυθοπλασίας, όταν αναφέρονται σε άλλο αριστοφανικό κείμενο. Απόσπασμα: «ΕΡΜΗΣ: Καρίωνα, να σε ρωτήσω. Έχεις δει την παράσταση Ειρήνη του Αριστοφάνη; ΚΑΡΙΩΝΑΣ: Και το ρωτάς; Απέξω κι ανακατωτά το ξέρω το έργο» (Πλούτος, σελ. 88). Το συγκεκριμένο στοιχείο χωρίς να υπάρχει στο αριστοφανικό πρωτότυπο ή τουλάχιστον σε μεταφράσεις του, το προσθέτουν ευφυώς οι συγγραφείς της διασκευής.
Σχετικά με την έννοια της ουτοπίας στο έργο του Αριστοφάνη, αναφέρονται αρκετοί ξένοι θεωρητικοί. Μεταξύ αυτών ο Zimmermann (2013), σημειώνει ότι, στους Αχαρνείς, η χρήση της σάτιρας και οι συμβολισμοί της αποτελούν τα υλικά κατασκευής μιας ουτοπίας, η οποία στοιχειοθετείται και με τη «συμβολή» της ματαίωσης της εισβολής των Σπαρτιατών ένεκα της οποίας οι αγρότες επέστρεψαν στις δουλειές τους, προκειμένου να περάσει το μήνυμα της ειρήνης στο φιλοπόλεμο κοινό και να ταυτιστεί με τον κωμικό ήρωα.
Επίσης, η παρωδία την οποία χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης, αποτελεί βασικό τέχνασμα της σύγχρονης μεταμυθοπλασίας (Τζιόβας, 1987: 292). Στις διασκευές αναδύεται μέσα από ζωντανούς και σπαρταριστούς διαλόγους. Για παράδειγμα όταν ο Ερμής, στον Πλούτο, παραπονιέται ότι γουργουρίζει η κοιλιά του, ο Καρίωνας του λέει: «Ήθελές τα κι έπαθές τα! Μόνο να παίρνεις ήξερες και να τίποτα να μη δίνεις» Κι όταν ο Ερμής συνεχίζει τα παράπονά του «Τι θέλεις τώρα αυτά και τα θυμάσαι; Πάνε αυτά», του απαντά ο Καρίωνας»… (σελ. 90). Εξάλλου ο Αριστοφάνης θαυμάσια εκμεταλλεύεται σε όλες τις κωμωδίες του το δίπολο των αντιθέσεων (π.χ. Χρεμύλος-Πενία, Δικαιόπολης-Λάμαχος) μεταξύ των εμπλεκομένων κι ο Πανόπουλος με την Τζονάκα το χρησιμοποιούν κατάλληλα μέσα από ζωντανούς διαλόγους. Ο Greimas (2005:43) αναφέρεται στην αρχή της δυαδικής αντίθεσης σύμφωνα με την οποία από ένα κείμενο αναδύονται δομικά στοιχεία που τακτοποιούνται σε αντιθετικές κατηγορίες. O αναγνώστης αντιλαμβάνεται τουλάχιστον δύο όρους-αντικείμενα ως ταυτόχρονα παρόντα, κατανοεί τη σχέση τους και τα συνδέει μεταξύ τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Έτσι, αποκαλύπτεται η βασική δομή της πλοκής της ιστορίας (Παπαντωνάκης, 2009: 85-86). Οι συγγραφείς θαυμάσια την αποκωδικοποιούν και την μεταφέρουν στις διασκευές τους με καθημερινά λόγια, όπως επίσης αποτυπώνουν και την παιγνιώδη διάθεση ένα άλλο κύριο μεταμυθοπλαστικό στοιχείο, το οποίο είναι προσφιλές στα παιδιά. Άλλωστε είναι γνωστή από διάφορες παιδαγωγικές θεωρίες και η παιδαγωγική και κοινωνικοποιητική διάσταση του παιχνιδιού για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού. Απόσπασμα: «ΕΡΜΗΣ: Καρίωνα…Καρινάκο… Καριωνούλη…εγώ είμαι το Ερμούλι! ΚΑΡΙΩΝΑΣ: Και γιατί χτυπάς έτσι δυνατά και μετά κρύβεσαι; Θέλεις να παίξουμε κρυφτό; Έλα, εσύ τα φυλάς» (Πλούτος, σελ. 87).
Ένα άλλο στοιχείο της μεταμυθοπλασίας αναδύεται αν λάβουμε υπόψη το τέλος των κωμωδιών. Με το να δίδεται διαφορετική μορφή, από το πρωτότυπο, στο τέλος των έργων (Τζιόβας, ό.π., σσ. 287-298), οι συγγραφείς είναι σαν να κλείνουν το μάτι σε όποιον επιθυμεί να διδάξει τις κωμωδίες (δάσκαλο της τάξης, θεατρολόγο κ.ά.). Η σύγκριση αποτελεί εξαιρετικό στοιχείο και για την προώθηση πιθανών δραστηριοτήτων με τα παιδιά και τους εφήβους όπως της διασκευής, της σκηνοθεσίας ή της δημιουργικής γραφής. Παραθέτω ένα παράδειγμα από το τέλος της διασκευής του Πλούτου από τη μετάφραση ενός σπουδαίου φιλόλογου, ποιητή και μεταφραστή, του Θρασύβουλου Σταύρου. Στο κλείσιμο της κωμωδίας η Γριά βάζει τις χύτρες στο κεφάλι της μαζί με τον Χρεμύλο, τον Πλούτο κι ο Χορός δίνει έναυσμα, ώστε να αρχίσει η πομπή, ενώ στη διασκευή όλες οι τελευταίες εικόνες της κωμωδίας περνάνε στο τελευταίο εξαιρετικό τραγούδι της Εξόδου. Αυτό αποτελεί και ένα δείγμα το πώς οι συγγραφείς περιλαμβάνουν προηγούμενες εικόνες χωρίς να αλλοιώνεται η ουσία του κειμένου, δίνοντας παράλληλα κι ένα σύγχρονο μήνυμα: «Τα καπρίτσια της Πενίας-επαράτου κι αιωνίας-/θα περάσουν με τα χρόνια/σαν τελειώσουν τα μνημόνια. Ας τελειώσουν τα μνημόνια» (σελ. 98).
Και στα δύο βιβλία δίνονται χρήσιμες πληροφορίες για τη μουσική που γράφτηκε από τον Βασίλη Πανόπουλο και τους έξοχους στίχους των τραγουδιών από τον ίδιο, που συνοδεύουν τις σκηνές των κωμωδιών και, βέβαια, τα συνοδεύουν οι ψηφιακοί δίσκοι. Στίχος και μουσική αναδύουν μια μελωδική ώσμωση λυρισμού και χιούμορ που στοχεύουν στην καρδιά των αριστοφανικών νοημάτων. Ο Πανόπουλος ακολουθεί διάφορα μουσικά είδη (λαϊκό, δημοτικό κ.ά.) και χορευτικούς ρυθμούς (μπάλο, καλαματιανό κ.ά.). Στο τέλος και των δύο βιβλίων παρατίθενται οι παρτιτούρες των τραγουδιών. Αξίζει να ακουστούν τα τραγούδια, που τα λέει κυρίως ο Χορός, γιατί πέρα από τις ανάγκες των παραστάσεων, ορισμένα, θα μπορούσαν να σταθούν αυτόνομα στη σύγχρονη δισκογραφία. Όλα, με αφορμή το περιεχόμενο των κωμωδιών θίγουν με διεισδυτικό τρόπο και με πηγαίο χιούμορ σύγχρονες καταστάσεις (δημόσια υγεία, μοίρασμα του πλούτου, πόθεν έσχες, ειρήνη, πόλεμος, έρωτας, διαφθορά, μνημόνια, εξουσία κ.ά.). Ακούστε, ας πούμε το «Κάλεσμα του Καρίωνα», «Το τραγούδι της Πενίας», το «Delivery boy» ή το «Έξοδος: χύτρες άναψαν στο γλέντι» από τον Πλούτο ή τα «Ειρήνη», «Ω, Τάλαινα καρδία», «Δικαιολαμαχωδία» «Δικαιο(απο)λογίες», «Ειρήνη Ι.Χ», και την «Έξοδο: ποιος είν’ ο Δικαιόπολης» από τους Αχαρνείς. Μουσική πανδαισία μέσα από ένα ταξίδι διαχρονίας…
Οι διασκευές του Πανόπουλου και της Τζονάκα έχουν μόνο αρετές και αποτελούν, δίχως να προδίδουν το κείμενο και μέγιστη συμβολή αφενός στις διασκευές των αριστοφανικών κωμωδιών για ανηλίκους θεατές και όχι μόνον κι επίσης πρωτοποριακή συμβολή στο σύγχρονο σχολικό θέατρο. Δίχως δε ίχνος διδακτισμού, με πρότυπο τους αριστοφανικούς ήρωες, συμβάλλουν στην πολιτική κοινωνικοποίηση των νέων, στην ανάπτυξη της φιλειρηνικής τους συμπεριφοράς, στην ενεργή συμμετοχή τους στα κοινά διαφυλάσσοντας ως κόρη οφθαλμού την αριστοφάνεια ιδεολογία, μπολιάζοντάς την μέσα από εικόνες του παρόντος με σύγχρονα μηνύματα και ιδέες σε ένα πλαίσιο αστείρευτου χιούμορ και γόνιμου προβληματισμού. Και, νομίζω πως δεν υπερβάλλω, αν πω ότι αποτελούν μια ουσιαστική αναδημιουργία της αριστοφανικής κωμωδίας, χωρίς να προδίδεται το κείμενο, αλλά, αντίθετα, αντιμετωπίζεται με απόλυτο σεβασμό. Ακόμη και η ανάγνωση των κειμένων είναι απολαυστική και μάλιστα με το ταυτόχρονο άκουσμα των τραγουδιών στο σχολείο ή στο σπίτι.
Τα συγκεκριμένα βιβλία μπορούν να εμπνεύσουν τους/τις θεατρολόγους του σύγχρονου σχολείου και των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης κι επίσης να εισαγάγουν τους μαθητές και τις μαθήτριες σε μια αληθινή θεατρική παιδεία, ώστε να γίνουν στο μέλλον καλοί θεατές και ακροατές και καλές θεάτριες και ακροάτριες. Τέλος, θα ήταν παράλειψη αν δεν σημείωνα την κατατοπιστική υποσελίδια παράθεση σχολίων, με παραπομπές, στις πηγές τους κι επίσης την πλούσια ελληνική βιβλιογραφία, η οποία αναμφίβολα αποτελεί χρήσιμο εργαλείο όχι μόνον για τους/τις εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης αλλά και για τους ερευνητές και τις ερευνήτριες του θεάτρου.
———————————————
(*) Ο Γιάννης Σ. Παπαδάτος είναι αν. καθηγητής του παν/μίου Αιγαίου, κριτικός βιβλίων για παιδιά και εφήβους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ζερβού, Αλ. (1997). Στη χώρα των θαυμάτων. Αθήνα: Πατάκης.
Greimas, A. J. (2005). Δομική Σημασιολογία-Αναζήτηση μεθόδου. Μτφρ. Γ. Παρίσης,
Αθήνα: Πατάκης.
Lyotard, J.-F. (2008). Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση. Μτφρ. Κ. Παπαγιώργης. Αθήνα:
Γνώση.
Οικονομίδου Σ. (2000). Χίλιες και Μία Ανατροπές. Η νεοτερικότητα στη λογοτεχνία
για μικρές ηλικίες. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Παπαδάτος, Σ. Γ. (2016). Το παιδικό βιβλίο στην εκπαίδευση και στην κοινωνία.
Αθήνα: Παπαδόπουλος.
Παπαντωνάκης, Δ.Γ. (2009). Θεωρίες Λογοτεχνίας και Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις
Κειμένων για Παιδιά και για Νέους. Αθήνα: Πατάκης
ΠαπαντωνάκηςΔ. Γ. κ.ά. (2010). Οι ιδέες των παιδιών για την παιδική λογοτεχνία.
Αθήνα: Τόπος.
Ποταμίτης, Δ. Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη. Αθήνα: Διαχρονική, χ.χ. και
αργότερα Ντουντούμης, 2013).
Riffaterre, M. (1990). «Compulsory reader response: the intertextual drive».
In: Intertextuality. Theories and practices. Worton, M & Still, J. [eds].
Manchester, UK Manchester: University Press.
Σταύρου, Θρ. (χ.χ.). Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»-Ι.Δ.
Κολλάρου & ΣΙΑΣ Α.Ε.
Τζιόβας, Δ. (1987). Μετά την Αισθητική. Θεωρητικές Δοκιμές και Ερμηνευτικές
Αναγνώσεις στης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Γνώση.
Zimmermann, B. (2013). Η Αρχαία Ελληνική Κωμωδία. Μτφρ. Η. Τσιριγκάκης,
Αθήνα: Παπαδήμας.
Waugh, P. (1984). Metafiction. The Theory and Practice of Self–concious Fiction.
London and New York: Methuen & Co.Ltd.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου