Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της. Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.
H Καμίλ Κλοντέλ (Camille Claudel, 8 Δεκεμβρίου 1864 – 19 Οκτωβρίου 1943) ήταν Γαλλίδα γλύπτρια με σημαντικό έργο. Γεννήθηκε στην γαλλική περιοχή της Καμπανίας, στη νότια Γαλλία, κόρη του Louis Prosper Claudel και της Louise Athanaise Cécile Cerveaux, αδελφή του Γάλλου ποιητή και διπλωμάτη Πολ Κλοντέλ.
Από πολύ νεαρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση στη γλυπτική και τα πρώτα της έργα χρονολογούνται ήδη στα 1876 ενώ αποτελούν κυρίως μικρές φιγούρες. Το 1879 η Κλοντέλ γνωρίζεται με τον γλύπτη Alfred Boucher, ο οποίος αναγνωρίζει το ταλέντο της και πείθει την οικογένεια της να ακολουθήσει μια ακαδημαϊκή εκπαίδευση. Το 1881 εγκαθίσταται με την μητέρα και τα αδέλφια της στο Παρίσι όπου ξεκινά σπουδές σχεδίου και ανατομίας στην ιδιωτική Ακαδημία Colarossi, που αποτελεί μία από τις λιγοστές σχολές όπου γίνονται αποδεκτές και γυναίκες σπουδάστριες. Κατά την διάρκεια των σπουδών της, με δάσκαλο τον Boucher, το ενδιαφέρον της εστιάζεται σε πορτρέτα αν και ελάχιστα έργα αυτής της περιόδου διασώζονται, μεταξύ αυτών μια προτομή του αδελφού της σε ηλικία 13 ετών.
Η γνωριμία με τον Ροντέν
Το 1882 η Κλοντέλ ενοικιάζει ένα εργαστήριο όπου μπορεί να επεξεργαστεί τα έργα της ενώ ο Boucher την παρουσιάζει στον διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών, Paul Dubois. Τον επόμενο χρόνο καταγράφεται και η πρώτη της γνωριμία με τον Ωγκύστ Ροντέν, ο οποίος αντικαθιστά τον Boucher για ένα διάστημα στη διάρκεια των μαθημάτων της Ακαδημίας. Ερωτικές επιστολές του Ροντέν προς την Κλοντέλ, γραμμένες την Άνοιξη του 1883, αποδεικνύουν πως μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια πολύ στενή σχέση. Την ίδια χρονιά, η Κλοντέλ συμμετέχει για πρώτη φορά στο Σαλόν της Société des Artistes français, ενώ στον κατάλογο της έκθεσης αναφέρεται ως μαθήτρια των Ροντέν και Dubois.
Το 1884 αποτελεί πρακτικά μαθήτρια του Ροντέν με τον οποίο συνεργάζεται στενά στο εργαστήριο του, ως μαθητευόμενή του αλλά και μοντέλο, ενώ τον επόμενο χρόνο γίνεται επισήμως συνεργάτιδα του. Την περίοδο αυτή και για τα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει σημαντική πηγή έμπνευσης για τον Ροντέν και είναι βέβαιο πως μεταξύ τους υπάρχει μεγάλη αλληλεπίδραση. Παράλληλα εξελίσεται η ταραχώδης ερωτική σχέση τους που εμπλέκεται από το γεγονός της παράλληλης και σταθερής σχέσης του Ροντέν με την σύντροφό του Rose Beuret. Υπάρχουν αρκετές αναφορές πως ο Ροντέν και η Κλοντέλ απέκτησαν ένα ή δύο παιδιά αν και τέτοιου είδους υποθέσεις δεν επιβεβαιώνονται.
Η σχέση της Κλοντέλ με τον Ροντέν διακόπτεται μετά από δική της πρωτοβουλία περίπου το 1894 αν και οριστικά τερματίζεται τελικά το 1898, ενώ παράλληλα επιχειρεί να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική πορεία με μια σειρά από σημαντικά έργα και διακρίσεις. Από το 1898 εκθέτει έργα της σε διάφορα Σαλόν αλλά οι συμμετοχές της διακόπτονται ξαφνικά το 1905, χρονιά από την οποία παρατηρείται μία έντονη απομόνωση της Κλοντέλ σε συνδυασμό με ψυχολογικές διαταραχές που την οδηγούν στην συστηματική καταστροφή πολλών έργων της αλλά και κατηγορίες εναντίον του Ροντέν σχετικά με κλοπή από μέρους των δικών της ιδεών.
Τον Οκτώβριο του 1907 η Κλοντέλ συμμετέχει σε δημόσια έκθεση ενώ η εφημερίδα La Fronde φιλοξενεί μία προσωπική της συνέντευξη. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιείται η τελευταία ατομική της έκθεση, συνολικά έντεκα γλυπτών, στη Gallery Blot. Η ψυχική της υγεία παραμένει άστατη, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα ημερολόγια του αδελφού της, στα οποία περιγράφει την Κλοντέλ ως διαταραγμένη. Σταδιακά απομονώνεται ολοένα και περισσότερο ενώ η οικονομική της κατάσταση είναι πλέον πολύ κακή.
Εγκλεισμός
Το 1913 πεθαίνει ο πατέρας της, ωστόσο η Κλοντέλ δεν ενημερώνεται για το γεγονός από την οικογένειά της. Οκτώ ημέρες μετά την κηδεία του, μετά από πρωτοβουλία του αδελφού της, η Κλοντέλ εισάγεται στην ψυχιατρική κλινική Maison de Santé. Θεωρείται πιθανό πως για την εισαγωγή της υπέγραψε η μητέρα της. Σε μια επιστολή της προς τον ξάδελφό της η ίδια γράφει την ίδια χρονιά: “[…] πιστεύω ότι είμαι στα πρόθυρα ενός κακού τέλους […]. Ήταν χωρίς νόημα η τόση εργασία και το ταλέντο με μία ανταπόδοση όπως αυτή.”. Η τοπική εφημερίδα L’ Avenir de L’ Aisne δημοσιοποιεί τον εγκλεισμό της Κλοντέλ ενώ και πολλά δημοσιεύματα που ακολουθούν, κατηγορούν την οικογένειά της για το χαμό μιας διάνοιας της τέχνης.
Το 1914 ο Ροντέν αποστέλει χρήματα για την κάλυψη της νοσηλείας της ενώ κατόπιν παρότρυνσης του Mathias Morhardt, διατηρεί και ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο Biron όπου διαμένει για την προστασία και φύλαξη των έργων της.
Στα επόμενα χρόνια, η Κλοντέλ μεταφέρεται σε διάφορα ιδρύματα και άσυλα, ενώ δέχεται επισκέψεις μόνο από τον αδελφό της. Σε επιστολή της, του 1915, προς τον διευθυντή της κλινικής όπου τότε νοσηλευόταν η Κλοντέλ, η μητέρα της γράφει πως δεν επιθυμεί να την επισκεφτεί ξανά καθώς έχει προκαλέσει πολύ κακό στην οικογένεια. Στις αρχές του 1920 ο γιατρός της, Dr. Brunet, στέλνει επιστολή στη μητέρα της ζητώντας τη βοήθειά της για τη σταδιακή επανένταξη της Κλοντέλ στο οικογενειακό περιβάλλον, βοήθεια που όμως αρνείται.
Μετά από περίπου τριάντα χρόνια εγκλεισμού σε ψυχιατρικές κλινικές, η Κλοντέλ πέθανε στις 19 Οκτωβρίου του 1943 και η σορός της βρίσκεται σήμερα στο κοιμητήριο του Monfavet.
Αν και η ίδια κατέστρεψε σημαντικό μέρος του καλλιτεχνικού έργου της, έχουν διασωθεί έως σήμερα περίπου 90 γλυπτά και σχέδια. Το 1951, ο αδελφός της οργάνωσε μία έκθεση στο Μουσείο Ροντέν και έκτοτε, το μουσείο έχει ενσωματώσει στη συλλογή του τον κύριο όγκο των έργων της. Τα υπόλοιπα γλυπτά της φιλοξενούνται σε διάφορα μουσεία ανά τον κόσμο.
Μια σημαντική έκθεση έργων της πραγματοποιήθηκε επίσης το 1984.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου