Για το cd "Ω λέλε" των Σούλη Λιάκου και Βασίλη Νιτσιάκου
3/12/2019.
Ανεβαίνω στα βουνά, με αντάρα κι ομίχλη, σε βουνά ξεχασμένα απ' τους αρχαίους θεούς, με χιόνια, με οξυές που θροΐζουν στους παγωμένους αγέρηδες, με έλατα που τρυπούν τον ουρανό, με ρόμπολα. Βουνά κακοτράχαλα, σε καιρούς παλαιϊκούς, με τσελιγκάδες τραχείς, βοσκούς ντυμένους με χοντρές μαύρες κάπες, με τα κορίτσια στον αργαλειό να υφαίνουν την προίκα τους και να τραγουδούν τον καλό τους που θα έρθει από τη Μαύρη Θάλασσα. Τραγουδούν σε μια γλώσσα παλιά, απόμακρη, απομεινάρι περασμένων εποχών, τη γλώσσα των ψηλών βουνών, που δεν την
καταλαβαίνω, όμως την αισθάνομαι, με ταξιδεύει, στις ρεματιές και στα πλάγια, στα έλατα και στους πληγωμένους από βόλι ή από το άλλο βόλι της αγάπης. Τραγουδούν στη γλώσσα που γράφει ο Νιτσιάκος τα ποιήματά του. Οι μουσικές του Σούλη Λιάκου με μαγεύουν, κι έτσι μαγεμένος από τον ήλιο, τη σελήνη και τ' άστρα, καβάλα στα σύννεφα, ακούω το δίσκο Ω λε λε, κι ανεβαίνω βουνά κακοτράχαλα, με ομίχλες κι αντάρες. Ακούω μια ντουφεκιά και την ηχώ της που σέρνεται στη βαθιά χαράδρα μέχρι να σβήσει.Σε βράχο δεμένος πισθάγκωνα ακούω λόγια ακατάληπτα, απόκοσμα, μαυλιστικά και μουσικές εξαίσιες, μεθυστικές.
5/12/2019
Ταξιδεύω από τη Βέροια για τη Θεσσαλονίκη. Ούτε μια ώρα δρόμος. Αμφίβολο αν προφτάσει το cd να τελειώσει. Το cd ενός συνθέτη, από αυτούς που λέμε ελάσσονες, άσημους ή ταπεινούς. Με τις πρώτες νότες, εισβάλει στο χάρτη της μνήμης μου, καθαιρεί από τον θρόνο τούς μεγάλους που από χρόνια είχα βάλει στην πρώτη θέση, με μια βελόνα τρυπάει τη φούσκα της σημαντικότητάς τους, σκίζει το πέπλο της αλαζονείας τους, αφαιρεί την τήβεννο της πολυγνωσίας τους, με παίρνει με τις μελωδίες του και με πάει στις παγωμένες λίμνες της Πίνδου να δω τις νεράιδες πώς κατεβάζουν τις νύχτες το φεγγάρι , λούνα λούνα, με εκσφενδονίζει στα κατσάβραχα όπου μόνον αετοί φωλιάζουν, να ακούσω τον ψάλτη που υμνεί τα καραβάνια των Βλάχων με τα μουλάρια φορτωμένα την πραμάτεια τους, που πάνε για τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, το Βουκουρέστι, το Βελιγράδι σιγοτραγουδώντας αργόσυρτα των κυρατζήδων τραγούδια ατελείωτα.
Να δω την άνοιξη, που ανθίζει ο γάβρος κι η οξυά, κοπάδια αμέτρητα με γίδια, με μπροστάρηδες τα γκισέμια, θηριώδη τραγιά με τα στριφογυριστά κέρατα και στο σβέρκο τους κρεμασμένια κυπριά ή κουδούνια να ανηφορίζουν για τα θερινά τους λιβάδια.
Κι ενώ έχω φτάσει και περπατώ στην πλατεία Αριστοτέλους όπου στήνουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα με τα χρωματιστά στολίδια και τα χιλιάδες λαμπιόνια, ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων που γεύονται το παρόν, σε γυναίκες με τσάντες που μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά, παραμένω τυλιγμένος στην αχλύ μυστηριακών λόγων και μουσικών, παράξενων δημιουργών, γαντζωμένος σε βράχια και πεύκα, σε βουνά με ομίχλες και χιόνια.
Να δω την άνοιξη, που ανθίζει ο γάβρος κι η οξυά, κοπάδια αμέτρητα με γίδια, με μπροστάρηδες τα γκισέμια, θηριώδη τραγιά με τα στριφογυριστά κέρατα και στο σβέρκο τους κρεμασμένια κυπριά ή κουδούνια να ανηφορίζουν για τα θερινά τους λιβάδια.
Κι ενώ έχω φτάσει και περπατώ στην πλατεία Αριστοτέλους όπου στήνουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα με τα χρωματιστά στολίδια και τα χιλιάδες λαμπιόνια, ανάμεσα σε πλήθος ανθρώπων που γεύονται το παρόν, σε γυναίκες με τσάντες που μπαινοβγαίνουν στα μαγαζιά, παραμένω τυλιγμένος στην αχλύ μυστηριακών λόγων και μουσικών, παράξενων δημιουργών, γαντζωμένος σε βράχια και πεύκα, σε βουνά με ομίχλες και χιόνια.
Ο τελευταίος λυγμός της μουσικής, ερήμην της πια, σε οδηγεί σε άλλον λυγμό κι από τα ψηλά βουνά και τα έλατα, τους αετούς και τα σύννεφα, κατεβαίνεις χαμηλότερα, στα ημιορεινά, όπου φύεται η βελανιδιά σε όλες τις ποικιλίες, το τοπίο κάπως ημερεύει, θα βρεις λίγο τόπο με το τσαπί και το τσεκούρι να ξεριζώσεις κορμούς παλιούς, χαμόκλαδα και κέδρα, να τον οργώσεις με το μουλάρι ή ένα ζευγάρι βόδια, να βγάλεις τσίμα τσίμα το ψωμί σου, τα γάλατα και τα τυριά σου από καμιά πενηνταριά γιδοπρόβατα, να μάθεις όμως και να χτίζεις καλύβες, σπίτια, μαγειριά κι αχούρια.
Να ξενιτεύεσαι για μήνες, Καρδίτσα ή Τρίκαλα, να χτίζεις ξένα σπίτια κι αν είσαι τυχερός γυρίζεις πάλι σπίτι με τα πόδια, μα αν δεν είσαι, εκεί γύρω στα 1910 αφήνεις τα κόκαλα και την ψυχή σε ξένο τόπο, στα τριάντα πέντε χρόνια σου, αφήνεις χήρα κι ορφανά, άκλαυτο σε λάκκο μέσα σε πετούν και ποιος να σε 'βρει.
Κι αν είσαι τυχερός, αφού έχεις πεθάνει κι έχουν περάσει χρόνια εκατό και πάνω, το οξύμωρο μπορεί και να συμβεί, να σε πενθεί και να σε μνημονεύει εγγονός εβδομήντα χρόνων, εσένα παππού που έφυγες στα τριάντα πέντε από μια γρίπη, ένα κρυολόγημα, μια σκωληκοειδίτιδα.
Να ξενιτεύεσαι για μήνες, Καρδίτσα ή Τρίκαλα, να χτίζεις ξένα σπίτια κι αν είσαι τυχερός γυρίζεις πάλι σπίτι με τα πόδια, μα αν δεν είσαι, εκεί γύρω στα 1910 αφήνεις τα κόκαλα και την ψυχή σε ξένο τόπο, στα τριάντα πέντε χρόνια σου, αφήνεις χήρα κι ορφανά, άκλαυτο σε λάκκο μέσα σε πετούν και ποιος να σε 'βρει.
Κι αν είσαι τυχερός, αφού έχεις πεθάνει κι έχουν περάσει χρόνια εκατό και πάνω, το οξύμωρο μπορεί και να συμβεί, να σε πενθεί και να σε μνημονεύει εγγονός εβδομήντα χρόνων, εσένα παππού που έφυγες στα τριάντα πέντε από μια γρίπη, ένα κρυολόγημα, μια σκωληκοειδίτιδα.
Έκανα χτες μια απόπειρα να ξεφύγω από τη μέγγενη του cd Ω λε λε. Να τινάξω από πάνω μου την επιρροή που ασκούν τα τραγούδια του. Μάταια όμως.
Το βράδυ, μου τηλεφώνησε ο γείτονας από το χωριό μου των Γρεβενών " Αύριο έχω τα σαράντα μου, σε περιμένω". Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες από το θάνατό σου; τον ρώτησα. Γρήγορα περνάει ο καιρός, μου είπε.
Νύχτα ξεκίνησα για να είμαι στην ώρα μου. Δυτικά αυτή τη φορά. Αριστερά από το τιμόνι έβαλα το καπουτσίνο στη θήκη του, δεξιά το cd.
Τα ακατάληπτα, για μένα, λόγια του Νιτσιάκου, γραμμένα στη βλάχικη γλώσσα, πάνε γάντι, με τη νύχτα, την ομίχλη, τα τούνελ, τον σκοπό του ταξιδιού μου. Άρχισε ο Λιάκος να χτυπάει τα κλαπατσίμπαλά του, χωρίς να σκέφτεται ότι τόσες μέρες μου διέλυσε τη σκέψη και τον ψυχισμό μου. Με μια αρίδα, μου τρυπάει το κρανίο, ξεβιδώνει, φέρνει την άκρη της κοντά στα μάτια του, σαν έμπειρος ξυλουργός, φου, φου φυσάει τα ρινίσματα του μυαλού μου και ξανατρυπάει.
Ω λε λε ακούω κι ο νους μου πάει στο μακαρίτη. Ήταν γεννημένος βοσκός. Δεν τον κράτησε ούτε η πρωτεύουσα, ούτε η συμπρωτεύουσα κι όσο δούλευε στα λιγνιτωρυχεία του Νοτίου Πεδίου (από όπου πολύ πιθανό να κονόμησε το σαράκι που τον έστειλε στον άλλο κόσμο) τηλεφωνούσε στον πατέρα του στο χωριό για να μάθει αν γέννησε η κόρμπα, η μπάρτζα, η φλώρα, η ρώσσια. Επόμενο ήταν να βγει στη σύνταξη πρόωρα και να ασχοληθεί με το κοπάδι, αφού δεν είχε υποχρεώσεις με γυναίκα και παιδιά. Τα έκανε γρήγορα διακόσια τα γίδια , κι όταν τύχαινε να είμαι στο χωριό κι αυτός να τα απλώνει στις πλαγιές κοντά στα σπίτια, να λαλούν τα κουδούνια και τα κυπριά, ήταν σαν να είχαμε γιορτή.
Ήταν και γλεντζές ο μακαρίτης. Τα καλοκαίρια πήγαινε στα πανηγύρια των χωριών κι απαιτούσε από τα όργανα, όταν χόρευε να σηκώνονται όρθιοι και να παίζουν στο ρυθμό του. Αγαπούσε τον χορό Καραπατάκι, όπως κι ο Νιτσιάκος.
Έφτασα στην ώρα μου, τέλειωσαν και τα τραγούδια στο cd. Έσμπρωξα την πόρτα της εκκλησίας και μπήκα. Στο τραπέζι, είχαν βάλει τα σχετικά των μνημοσύνων και μια φωτογραφία του με γραβάτα και κοστούμι.
Το καλύτερο μνημόσυνο σου έκανα αδελφέ Δημήτριε, του είπα.
Ω λελε λελε, να 'ναι καλά ο Νιτσιάκος και ο Λιάκος(εν αρχή ην ο λόγος) που σου πρόσφεραν ακόμα ένα ωραίο ταξίδι, μου απάντησε.
Το βράδυ, μου τηλεφώνησε ο γείτονας από το χωριό μου των Γρεβενών " Αύριο έχω τα σαράντα μου, σε περιμένω". Πέρασαν κιόλας σαράντα μέρες από το θάνατό σου; τον ρώτησα. Γρήγορα περνάει ο καιρός, μου είπε.
Νύχτα ξεκίνησα για να είμαι στην ώρα μου. Δυτικά αυτή τη φορά. Αριστερά από το τιμόνι έβαλα το καπουτσίνο στη θήκη του, δεξιά το cd.
Τα ακατάληπτα, για μένα, λόγια του Νιτσιάκου, γραμμένα στη βλάχικη γλώσσα, πάνε γάντι, με τη νύχτα, την ομίχλη, τα τούνελ, τον σκοπό του ταξιδιού μου. Άρχισε ο Λιάκος να χτυπάει τα κλαπατσίμπαλά του, χωρίς να σκέφτεται ότι τόσες μέρες μου διέλυσε τη σκέψη και τον ψυχισμό μου. Με μια αρίδα, μου τρυπάει το κρανίο, ξεβιδώνει, φέρνει την άκρη της κοντά στα μάτια του, σαν έμπειρος ξυλουργός, φου, φου φυσάει τα ρινίσματα του μυαλού μου και ξανατρυπάει.
Ω λε λε ακούω κι ο νους μου πάει στο μακαρίτη. Ήταν γεννημένος βοσκός. Δεν τον κράτησε ούτε η πρωτεύουσα, ούτε η συμπρωτεύουσα κι όσο δούλευε στα λιγνιτωρυχεία του Νοτίου Πεδίου (από όπου πολύ πιθανό να κονόμησε το σαράκι που τον έστειλε στον άλλο κόσμο) τηλεφωνούσε στον πατέρα του στο χωριό για να μάθει αν γέννησε η κόρμπα, η μπάρτζα, η φλώρα, η ρώσσια. Επόμενο ήταν να βγει στη σύνταξη πρόωρα και να ασχοληθεί με το κοπάδι, αφού δεν είχε υποχρεώσεις με γυναίκα και παιδιά. Τα έκανε γρήγορα διακόσια τα γίδια , κι όταν τύχαινε να είμαι στο χωριό κι αυτός να τα απλώνει στις πλαγιές κοντά στα σπίτια, να λαλούν τα κουδούνια και τα κυπριά, ήταν σαν να είχαμε γιορτή.
Ήταν και γλεντζές ο μακαρίτης. Τα καλοκαίρια πήγαινε στα πανηγύρια των χωριών κι απαιτούσε από τα όργανα, όταν χόρευε να σηκώνονται όρθιοι και να παίζουν στο ρυθμό του. Αγαπούσε τον χορό Καραπατάκι, όπως κι ο Νιτσιάκος.
Έφτασα στην ώρα μου, τέλειωσαν και τα τραγούδια στο cd. Έσμπρωξα την πόρτα της εκκλησίας και μπήκα. Στο τραπέζι, είχαν βάλει τα σχετικά των μνημοσύνων και μια φωτογραφία του με γραβάτα και κοστούμι.
Το καλύτερο μνημόσυνο σου έκανα αδελφέ Δημήτριε, του είπα.
Ω λελε λελε, να 'ναι καλά ο Νιτσιάκος και ο Λιάκος(εν αρχή ην ο λόγος) που σου πρόσφεραν ακόμα ένα ωραίο ταξίδι, μου απάντησε.
Γιώργος Σιώμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου