7.12.19

Μυθιστόρημα οδυνηρής αναζήτησης

Γράφει η Νάντια Τράτα //

Κώστας Β. Κατσουλάρης, “Στο στήθος μέσα χάλκινη καρδιά”, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2018.

Στους δρόμους του Κολωνού, σε υπόγειες διαβάσεις κάτω από την Εθνική Οδό και σε σπίτια που ο χρόνος έχει πάψει να κυλά, σε ομάδες ψυχοθεραπείας και σε ομάδες αντιφά, σε κείμενα της Ιλιάδας και σε καταγραφές της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, σε χρόνο παρελθοντικό και σε χρόνο ενεστώτα, περιπλανούνται οι βασικοί ήρωες του έργου του Κ.Β. Κατσουλάρη, ο Αργύρης και ο Νάσος, καθηγητής φιλόλογος ο πρώτος, εξέχων μαθητής ο δεύτερος. Η μυστηριώδης εξαφάνιση του μαθητή θα κινητοποιήσει τον καθηγητή ο οποίος αναζητώντας τον χαρισματικό μαθητή του θα έρθει αντιμέτωπος με καταστάσεις που ματώνουν κορμιά και ψυχές συνάμα.

Ένα σύγχρονο έργο, πολυεπίπεδο, ένα μυθιστόρημα οδυνηρής αναζήτησης του χαμένου μαθητή, του χαμένου εαυτού, των χαμένων ιδανικών, των χαμένων ευκαιριών, των χαμένων πατρίδων, οδηγεί τον αναγνώστη μέσα από δαιδαλώδεις διαδρομές από τα σκοτεινά στενά μίας υποβαθμισμένης εν πολλοίς αθηναϊκής συνοικίας, στις σκοτεινές γωνιές της ψυχής του Αργύρη και του Νάσου και από την ποιητική αύρα ενός αρχαίου πολέμου στα βρώμικα πεζοδρόμια όπου δίνονται μάχες αήθεις έως τις άλλες ματωμένες, σύγχρονες μάχες που ξεβράζουν τα θύματά τους σε άγνωστες ελληνικές ακτές. Όλα στέκονται σε δίπολα και αναμετρώνται μεταξύ τους, ο καθηγητής και ο μαθητής, οι φασίστες και οι αναρχικοί,  ένας πόλεμος επικός προοικονομεί μία κοινωνία σε κατάσταση πολέμου, μυστικά καλά κρυμμένα σε σπίτια αλλά και σε καρδιές, ομάδες ψυχοθεραπείας και ομάδες κρούσης, τα ελληνικά παράλια ως τόπος εξορίας αλλά και τόπος σωτηρίας, καρδιές από χαλκό και καρδιές πληγωμένες, παρελθόν που γίνεται παρόν, όλα σε μία σφιχτοδεμένη, καλοδουλεμένη αφήγηση που αποτυπώνει την αγωνία του δημιουργού αλλά και κάθε σκεπτόμενου αναγνώστη.
Κυρίαρχη είναι η αίσθηση του μοναχικού, του κυνηγημένου, ενίοτε και καταραμένου, μέσα σε ένα σκηνικό τραγωδίας που εξυφαίνεται περίτεχνα εν είδει νέο-νουάρ : σε πρώτο πλάνο, ένας καθηγητής σε ρόλο ντετέκτιβ που αναλαμβάνει δράση προκειμένου να βρει το χαμένο  μαθητή του, ένα επώδυνο μυστικό, ένα γενικευμένο κλίμα σήψης, διαφθοράς, ωμής βίας ή ακόμη και της υποδόριας υπόσχεσής της, μίας τιμής που κερδίζεται ακόμη και με αίμα. Το βασικό γεωγραφικό πλαίσιο, εντός του οποίου διαδραματίζονται τα γεγονότα, είναι ο Κολωνός, ως η «χαλκόπους οδός» κατά τον Σοφοκλή, μέσω της οποίας οι ήρωες κατεβαίνουν στο νυμφώνα του Άδη, μία συνοικία που αναδεικνύεται ως ο οδυνηρός τόπος στον οποίο τα χνάρια ενός αλλοτινού πολέμου γίνονται μία νοσηρή καθημερινότητα, ένα πεδίο σύγχρονων συγκρούσεων όπου κορμιά και ηθική κατρακυλούν λαβωμένα σε βορβορώδη βάθη.
Μεστός και βαθυστόχαστος ο συγγραφέας, λάτρης και γνώστης της Ιλιάδας, εισάγει αποσπάσματα του ομηρικού έπους ως σημείο αναφοράς και δραματολογικής κορύφωσης. Πανταχού παρούσα και τα πάντα ανιχνεύουσα, η ποιητική αφήγηση κρατάει το ίσο ενισχύοντας, οδηγώντας, επεξηγώντας, συνταιριάζοντας χρόνους και πρόσωπα, ήρωες και αντι-ήρωες,  καταδεικνύοντας πόσο η ομορφιά ενός κειμένου και οι αλήθειες που αυτό κρύβει μπορεί να γίνουν αντικείμενο παρερμηνείας, ηθελημένης ή και αθέλητης, εγχειρίδιο στα χέρια θερμοκέφαλων, έργο καθοδήγησης για ομάδες που δρουν στο περιθώριο του κοινωνικού φάσματος, απενοχοποιώντας, εν τέλει, πρακτικές που αναπόδραστα οδηγούν τόσο το κοινωνικό όσο και το πολιτικό γίγνεσθαι στα μακάβρια χέρια μίας κυνικής αποκτήνωσης. Σοφά χωρισμένα τα κεφάλαια αριθμούνται, σαν τις ραψωδίες, με τα γράμματα του αλφαβήτου (Α-Ω), ενώ δανείζονται τους τίτλους τους με φράσεις από το επικό ποίημα, προεικάζοντας την εξέλιξη της πλοκής. Κυκλική η γραφή, το τελευταίο κεφάλαιο, ηλεκτρονικό μήνυμα του Νάσου, δίνει πλέον τις απαντήσεις, κλείνοντας έτσι τον κύκλο της αφήγησης, στην πρώτη επιστολή του Αργύρη με την οποία ξεκινά η λογοτεχνική περιπλάνηση στο τόσο επίκαιρο έργο του Κ.Β. Κατσουλάρη.
Πολλά τα μέτωπα της μάχης, μάχες αληθινές, μάχες ηρωικές αλλά και μάχες προσωπικές, στους δρόμους, στα σχολεία ακόμη και στις ομάδες ψυχοθεραπείας. Ένα περιβάλλον εχθρικό νιώθει ο Αργύρης πως τον περιβάλλει. Εκείνος αισθάνεται ότι «ζει μέσα σε μια μυθοπλασία», η πραγματικότητα σταμάτησε χρόνια πριν, ο πόνος στράγγιξε τη ζωή απ’ το κορμί του, το σπίτι του είναι «ένα ακρωτηριασμένο σώμα», σε αυτό ζούσε «σαν υπνοβάτης». Μόνος τρόπος άμυνας για τις συναντήσεις της ομάδας ψυχοθεραπείας, η χρήση ονομάτων από την Ιλιάδα, ονόματα νεκρών Τρώων για τους άνδρες, ονόματα Νηρηίδων για τις γυναίκες. Μα φθάνει η στιγμή που η πανοπλία του κομματιάζεται, η τριτοπρόσωπη αφήγηση αντικαθίσταται από έναν σπαρακτικό μονόλογο, η αλήθεια, το παρελθόν, έρχεται σαν κύμα ορμητικό και εισβάλει στο παρόν καταλύοντας το μύθο. «Τα πράγματα απλώς συμβαίνουν», πικρά, αμετάκλητα, αδυσώπητα. Και εκείνος «συνέχιζε να αναπνέει, παρότι η καρδιά του είχε σταματήσει να χτυπάει»…..
Καίρια τα ζητήματα που θέτει ο συγγραφέας σε αυτό το κοινωνικά ευαίσθητο και βαθιά ανθρώπινο έργο όπου η αρχαία τραγωδία με όλη της την ομορφιά, τη δύναμη, τις συγκρούσεις, μοιάζει να συνομιλεί με μία σύγχρονη κοινωνία όπου η καλοκουρδισμένη μηχανή ενός απρόσωπου συστήματος τρέφει τα γρανάζια της με μία ασίγαστη οργή, έναν ανεξέλεγκτο θυμό, μία δίψα για εκδίκηση. Σχολεία-ναρκοπέδια, ομάδες που παραφυλάνε η μία την άλλη, τα ξέφτια μιας ζωής στην ξενιτιά που εξακολουθεί να χτυπά στους ρυθμούς βαθιά ριζωμένων προκαταλήψεων, η δική μας αντίληψη του «άλλου», η εύκολη «ρετσινιά» (Αλβανός είναι….το παιδί; Σελ. 31), μία σαφής αδιαφορία των κρατούντων έναντι των μη εχόντων, συνθέτουν τις κοινωνικές και προσωπικές συνιστώσες ενός δράματος. Πόσο εύκολα μπορεί ένας νέος να παρασυρθεί και να βρεθεί στην αντίπερα όχθη, να γίνει θύτης αφού ένιωσε ως θύμα, ως παρίας, εντός μίας κοινωνίας που του κολλά ταμπέλες, τον ξυλοφορτώνει, τον ξεβράζει….


Κώστας Κατσουλάρης

Παρόλα αυτά, ο συγγραφέας επιτρέπει στο τέλος να αχνοφανεί ένα κάποιο φως, μία σταλιά ελπίδας πως, ίσως, υπάρχει μία δεύτερη ευκαιρία, αφήνοντας τις πληγές να κλείσουν (προσωρινά;), τον Νάσο (κινητήριος μοχλός του έργου) που έχασε τον προσανατολισμό του και έπεσε στην παγίδα του πολιτικά ανορθόδοξου, να βάλει νέες βάσεις στη ζωή του, τον  Αργύρη να κάνει ανακωχή με το παρελθόν του, τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στη διαδρομή της τυχαιότητας στην ανθρώπινη βιωτή, στις έννοιες της ευθύνης και της αλληλεγγύης, στην αναγνώριση της αδυναμίας της κοινωνίας να σταθεί αποτελεσματικά απέναντι σε φαινόμενα ανεξέλεγκτης βίας και συναισθηματικού εκβιασμού, τα οποία, η ίδια, δυστυχώς, ολοένα προκαλεί.
Αφήνω για το τέλος μία ακόμη διάσταση του μυθιστορήματος: ο συγγραφέας  με ανεπαίσθητες, αέρινες βελονιές κεντά το έργο του αποτυπώνοντας την ομορφιά και τις αγωνίες μίας, εν δυνάμει, πατρικής καρδιάς. Ο Αργύρης έχει μία συμπεριφορά και ένα ενδιαφέρον που ξεπερνά τα αυστηρά όρια καθηγητή-μαθητή, αν και κατά κάποιο τρόπο δικαιολογημένα, όπως προκύπτει προς το τέλος του βιβλίου. Πάνω στον καμβά μίας αγωνιώδους εσωτερικής περιπλάνησης που έρχεται να συμπληρώσει την αναζήτηση του μαθητή, ο συγγραφέας μας χαρίζει μία υποδόρια μελέτη για τις σχέσεις πατέρα-γιου καθοδηγώντας τους δύο βασικούς ήρωές του σε λογοτεχνικές ερμηνείες εξαιρετικής ακρίβειας μα και αξιοθαύμαστου ρεαλισμού. Υποσυνείδητα, διαισθάνομαι, ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί βραδυφλεγείς πρώτες ύλες για να καταγράψει μία προσωπική μαρτυρία για τις αξίες πάνω στις οποίες ισορροπεί  η αγάπη ανάμεσα στους γονείς (πατέρες) και τα παιδιά (γιους), η οποία χτίζεται πάνω σε κάτι περισσότερο πολύπλοκο από τη βιολογική γονεϊκή ιδιότητα.
Για όλα θα μιλήσει το εξαιρετικό αυτό μυθιστόρημα του Κ.Β. Κατσουλάρη, για όλες τις μάχες που δίνονται σε όλα τα επίπεδα, στα σχολεία, στους δρόμους, στην κοινωνία, στην οικογένεια, εντός μας, προτείνοντας «ας κάνουμε ανακωχή τώρα, να θάψουμε τους νεκρούς μας, να κλάψουμε τους αγαπημένους μας και ξαναπιάνουμε τον πόλεμο αργότερα – εἴ περ ἀνάγκη», εστιάζοντας με την αρωγή του ομηρικού έπους, στην εγγεγραμμένη στο ανθρώπινο γονιδίωμα ανάγκη αναζήτησης ταυτότητας  όχι μόνο της προσωπικής μας αλλά και της ταυτότητας μίας κοινωνίας. Πληρώσαμε και εξακολουθούμε να πληρώνουμε σε ατομικό επίπεδο όλα τα δεινά της συλλογικής καπηλείας αξιών και ιδεών. Ίσως είναι καιρός να βαδίσουμε μπροστά με περισσότερη εμπιστοσύνη πλέον στον εαυτό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: