Tα έπιπλα -ποίηση Κώστας Παπαγεωργίου
`
ΣΤ’
(Φωτιά στο δάσος …φώναξε πριν γίνει δέντρο)
…………………………………………..
Τα έπιπλα είναι υπάκουα ζώα στην αρχή
από τη θέση τους ακίνητα σε παρακολουθούν
Σε αποστηθίζουν μες στη στιλπνή ή θαμπή γυαλάδα τους
τραβούν κινήσεις μέλη εικόνες απ’ το σώμα σου
ταΐζουν μ’αυτές τα ξύλινά τους σπλάχνα
Τα έπιπλα αγριεύουν με τον καιρό
ξυπνούν τη νύχτα τρίζουν ή γαβγίζουν σαν σκυλιά με δόλο
από την κλειδαρότρυπά τους σε κοιτούν ή ουρλιάζοντας γυρεύουν τη φωτιά θέλουν να ξαναγίνουν δέντρα .
Η μνήμη τους κοιμάται πράσινη παντού
– ξυπνάει όταν τινάζει τα μαλλιά του ο ξυλοκόπος.
`
Βροχή Δωματίου – ποίηση: Αργύρης Χιόνης
Η βροχή κρύωνε έξω, στο δρόμο.
Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω.
Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών.
Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου;
Είναι βροχή δωματίου.
Χτυπούσε το τζάμι και φώναζε, κρυώνω.
Ήτανε, πράγματι, χειμώνας.
Το τζάμι τη λυπήθηκε, της άνοιξε, την έβαλε μες στο δωμάτιο.
Ο άνθρωπος έγινε έξω φρενών.
Είσαι τρελό, του φώναξε, πού ξανακούστηκε να μπαίνει η βροχή μες στο δωμάτιο; Είσαι τρελό.
Μα είναι βροχή δωματίου, είπε ήρεμα το τζάμι, δεν ακούς τι ωραία που ηχεί πάνω στο πάτωμα, πάνω στο τραπέζι, πάνω στο μέτωπό σου;
Είναι βροχή δωματίου.
`
*****
Πιάνο βυθού – ποίηση: Γιάννης Βαρβέρης
Αυτές οι νότες
που σας στέλνω με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ’ τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δυo
ως κάτω στον βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.
Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σολ και μι
μη φανταστείτε μουσική
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.
που σας στέλνω με την άνωση
δεν έχουν πια κανένα μουσικό ενδιαφέρον.
Απ’ τον καιρό του ναυαγίου
που αργά μας σώριασε τους δυo
ως κάτω στον βυθό
σαν βάρος έκπληκτο
το πιάνο του ολόφωτου υπερωκεανίου κι εγώ
έχουμε γίνει μάλλον μια διακόσμηση πυθμένος
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη
του παπιγιόν των πλήκτρων του κολάρου.
Κι αν σε καμιά βαρκάδα σας
διακρίνετε στην ήρεμη επιφάνεια
τρεις πέντε δέκα φυσαλίδες
σαν ντο και σολ και μι
μη φανταστείτε μουσική
είναι λίγη σκουριά που όταν θυμάται
πιέζει κι ανεβαίνει.
Γι’ αυτό να μην ανησυχείτε.
το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ’ εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.
το πιάνο μου κι εγώ
είμαστ’ εδώ πολύ καλά
εκπνέοντας ίσως πότε πότε νότες άσχετες
αλλά μες στην ασφάλεια πλήρους ναυαγίου
και ιδίως
μακριά επιτέλους
από κάθε προοπτική πνιγμού.
`
******
Ωραία ξεκίνησε η μέρα- ποίηση Κώστας Παπαγεωργίου
“Ωραία ξεκίνησε η μέρα,
μονάχα να μη μ’άγγιζε στο τρόλεϊ ο τυφλός και η τρελή,με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγίων,σε πόζες καθημερινές.
Όπως στην κάμαρα, στο μπάνιο,στο παράθυρο ή να χαζεύουνε Σαρακοστή ,μπροστά σε βιτρίνες κρεοπωλείων.Μπορώ να πω, ευχάριστα ξεκίνησε η μέρα.
Διέκρινα ως και σπέρματα στ’αντικρινό που λιάζονταν σεντόνι, μόνο να μην έκοβε στα δύο ,την καλημέρα μου,
ο κρεμασμένος απ’τ’απέναντι μπαλκόνι.
Τόση ομορφιά που είναι αδύνατο να πω.
Στο φως του ήλιου ,η πρωινή εφημερίδα.Να ήταν άραγε ,μια λίμνη απ’το αίμα μου ή μήπως μαύρη του τυπογραφείου κηλίδα;
μονάχα να μη μ’άγγιζε στο τρόλεϊ ο τυφλός και η τρελή,με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες αγίων,σε πόζες καθημερινές.
Όπως στην κάμαρα, στο μπάνιο,στο παράθυρο ή να χαζεύουνε Σαρακοστή ,μπροστά σε βιτρίνες κρεοπωλείων.Μπορώ να πω, ευχάριστα ξεκίνησε η μέρα.
Διέκρινα ως και σπέρματα στ’αντικρινό που λιάζονταν σεντόνι, μόνο να μην έκοβε στα δύο ,την καλημέρα μου,
ο κρεμασμένος απ’τ’απέναντι μπαλκόνι.
Τόση ομορφιά που είναι αδύνατο να πω.
Στο φως του ήλιου ,η πρωινή εφημερίδα.Να ήταν άραγε ,μια λίμνη απ’το αίμα μου ή μήπως μαύρη του τυπογραφείου κηλίδα;
`
`
*******************************************************
`
«Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 … αρχές ’70, εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, μία νέα γενιά ποιητών, που στις μέρες μας έχει πλέον καταγραφεί επίσημα σαν “η γενιά του ’70”.
Σχεδόν όλοι απ’ την αρχή κιόλας, αρνήθηκαν πεισματικά να πιάσουν το νήμα από όπου το άφησαν οι προηγούμενοι.
Γύρισαν την πλάτη σε κάθε τι, που είχε σχέση με την παράδοση και έδειξαν μια σαφή προτίμηση σε πιο σκοτεινές φιγούρες (Καβάφη, Καρυωτάκη κλπ) καθώς και σε Αμερικανούς ομότεχνούς τους, όντας ταυτόχρονα επηρεασμένοι από τα αριστερά και λοιπά κοινωνικά κινήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και από το Μάη του ’68 στη Γαλλία.
Η γραφή τους κοφτή, κάθετη και χωρίς ίχνος καλολογικού στοιχείου.
Λόγος αψύς, καταγγελτικός και συχνά συνθηματολογικός.
Λίγο λίγο όμως, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, και ήταν ολοφάνερο, ότι αυτό το “κίνημα” θα έσβηνε κακήν κακώς, εάν δε συνέβαινε κάτι, κυριολεκτικά δραματικό.
Και πράγματι. Αυτό το κάτι, ήταν η πτώση της δικτατορίας του ’67.
Και καθώς η ζωή της χώρας σταδιακά επανερχόταν στην κανονικότητα, η “γενιά του ’70” άρχισε να μην ετεροκαθορίζεται από την άχαρη και ανελέητη, εξωτερική πραγματικότητα. Οι ποιητές στράφηκαν σε μία καθαρά εσωτερική αναζήτηση και άρχισαν να περιπλανιούνται στους “κήπους των ψιθύρων”(που ήταν πάντα ο φυσικός χώρος των ποιητών). Και ξαφνικά, άνθισαν!
Έγραψαν ποίηση ισχυρή, ζεστή και μεστή, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει, από τη μεγαλοσύνη ενός Ελύτη ή ενός Σεφέρη.
Οι αγαπημένοι μου από αυτούς τους ποιητές είναι ο Αργύρης Χιόνης, ο Γιάννης Βαρβέρης και ο Κώστας Παπαγεωργίου (..αυτοί οι τρεις υπέροχοι παραμυθάδες!).
Έκανα ό,τι μπόρεσα για να τους τραγουδήσω. Ελπίζω με όλη μου την ψυχή, να το κατάφερα.»
Σχεδόν όλοι απ’ την αρχή κιόλας, αρνήθηκαν πεισματικά να πιάσουν το νήμα από όπου το άφησαν οι προηγούμενοι.
Γύρισαν την πλάτη σε κάθε τι, που είχε σχέση με την παράδοση και έδειξαν μια σαφή προτίμηση σε πιο σκοτεινές φιγούρες (Καβάφη, Καρυωτάκη κλπ) καθώς και σε Αμερικανούς ομότεχνούς τους, όντας ταυτόχρονα επηρεασμένοι από τα αριστερά και λοιπά κοινωνικά κινήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και από το Μάη του ’68 στη Γαλλία.
Η γραφή τους κοφτή, κάθετη και χωρίς ίχνος καλολογικού στοιχείου.
Λόγος αψύς, καταγγελτικός και συχνά συνθηματολογικός.
Λίγο λίγο όμως, οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο, και ήταν ολοφάνερο, ότι αυτό το “κίνημα” θα έσβηνε κακήν κακώς, εάν δε συνέβαινε κάτι, κυριολεκτικά δραματικό.
Και πράγματι. Αυτό το κάτι, ήταν η πτώση της δικτατορίας του ’67.
Και καθώς η ζωή της χώρας σταδιακά επανερχόταν στην κανονικότητα, η “γενιά του ’70” άρχισε να μην ετεροκαθορίζεται από την άχαρη και ανελέητη, εξωτερική πραγματικότητα. Οι ποιητές στράφηκαν σε μία καθαρά εσωτερική αναζήτηση και άρχισαν να περιπλανιούνται στους “κήπους των ψιθύρων”(που ήταν πάντα ο φυσικός χώρος των ποιητών). Και ξαφνικά, άνθισαν!
Έγραψαν ποίηση ισχυρή, ζεστή και μεστή, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει, από τη μεγαλοσύνη ενός Ελύτη ή ενός Σεφέρη.
Οι αγαπημένοι μου από αυτούς τους ποιητές είναι ο Αργύρης Χιόνης, ο Γιάννης Βαρβέρης και ο Κώστας Παπαγεωργίου (..αυτοί οι τρεις υπέροχοι παραμυθάδες!).
Έκανα ό,τι μπόρεσα για να τους τραγουδήσω. Ελπίζω με όλη μου την ψυχή, να το κατάφερα.»
Χάρης Κατσιμίχας 14 Νοεμβρίου 2019
`
**************************
`
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Ενορχήστρωση: Θύμιος Παπαδόπουλος
Ηχογράφηση, Μίξη, Mastering: Σωτήρης Παπαδόπουλος στο Studio Στέντωρ
Κάποιες ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν στο Studio Ηχοβρύχιο με τον Γιάννη Οικονόμου
Όλα τα φωνητικά έχουν γίνει από τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα
Ηχογράφηση, Μίξη, Mastering: Σωτήρης Παπαδόπουλος στο Studio Στέντωρ
Κάποιες ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν στο Studio Ηχοβρύχιο με τον Γιάννη Οικονόμου
Όλα τα φωνητικά έχουν γίνει από τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα
Μάξιμος Δράκος: πιάνο, πλήκτρα
Σωτήρης Παπαδόπουλος: πλήκτρα, προγραμματισμός
Θύμιος Παπαδόπουλος: άλτο και τενόρο σαξόφωνο, μαντολίνο, πλήκτρα, προγραμματισμός, φλάουτο, κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο, κλασική κιθάρα, φλάουτο με ράμφος, άλτο φλάουτο.
Βαγγέλης Καρίπης: ντέφι
Μίμης Ντούτσουλης: κοντραμπάσο
Γιάννης Παπαζαχαριάκης: κλασική κιθάρα
Μανόλης Ανδρουλιδάκης: κλασική και ακουστική κιθάρα, ακουστική (σόλο) και ηλεκτρική κιθάρα
Μανώλης Καραντίνης: ακουστική κιθάρα, γουκαλίλι, μαντολίνο, μπαλαλάικα
Σωτήρης Πομόνης: ακουστική (gipsy) κιθάρα
Γιώργος Τσιατσούλης: ακορντεόν
Μιχάλης Πορφύρης: βιολοντσέλο
Θάνος Γκιουλετζής: βιολί
Αριστείδης Χατζησταύρου: ηλεκτρική κιθάρα
Θωμάς Κωνσταντίνου: μαντολίνο, ακουστική κιθάρα
Φυσαρμονικά στο 1 και το 6 : Πάνος Κατσιμίχας
Σωτήρης Παπαδόπουλος: πλήκτρα, προγραμματισμός
Θύμιος Παπαδόπουλος: άλτο και τενόρο σαξόφωνο, μαντολίνο, πλήκτρα, προγραμματισμός, φλάουτο, κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο, κλασική κιθάρα, φλάουτο με ράμφος, άλτο φλάουτο.
Βαγγέλης Καρίπης: ντέφι
Μίμης Ντούτσουλης: κοντραμπάσο
Γιάννης Παπαζαχαριάκης: κλασική κιθάρα
Μανόλης Ανδρουλιδάκης: κλασική και ακουστική κιθάρα, ακουστική (σόλο) και ηλεκτρική κιθάρα
Μανώλης Καραντίνης: ακουστική κιθάρα, γουκαλίλι, μαντολίνο, μπαλαλάικα
Σωτήρης Πομόνης: ακουστική (gipsy) κιθάρα
Γιώργος Τσιατσούλης: ακορντεόν
Μιχάλης Πορφύρης: βιολοντσέλο
Θάνος Γκιουλετζής: βιολί
Αριστείδης Χατζησταύρου: ηλεκτρική κιθάρα
Θωμάς Κωνσταντίνου: μαντολίνο, ακουστική κιθάρα
Φυσαρμονικά στο 1 και το 6 : Πάνος Κατσιμίχας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου