6.12.19

Ποιητική μετουσίωση ανθρώπινων σκέψεων και βιωμάτων: σχόλιο πάνω στην ποίηση του Σπύρου Θεριανού – γράφει η Ευσταθία Δήμου

Η ποιητική παρουσία του Σπύρου Θεριανού στα ελληνικά γράμματα χρονολογείται από το 1999, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Το εισόδημα στο Μόλυβο, εκδ. «Ποιήματα των Φίλων», η οποία γνώρισε έκτοτε δύο επανεκδόσεις, το 2002 και 2010 αντίστοιχα. Πρόκειται για ένα σύνολο τριάντα χαϊκού, τρίστιχων δηλαδή ποιημάτων που ακολουθούν πιστά τον στιχουργικό κανόνα των 5-7-5 συλλαβών σε κάθε στίχο. Ακολούθησε, εννέα χρόνια μετά, η συλλογή Ντυμένος επίσημα, εκδ. Πλανόδιον 2008, η οποία αποτελείται εξ ολοκλήρου από ελευθερόστιχα ποιήματα, άλλα από αυτά ολιγόστιχα και άλλα πολύστιχα. Ήδη, από τους τίτλους των συλλογών, μπορεί κανείς να υποθέσει πως πρόκειται για μια ποίηση χαμηλόφωνη, κουβεντιαστή,
ανθρώπινη, μια ποίηση που αποφεύγει τη ρητορεία και τους υψηλούς και θορυβώδεις τόνους. Το χαϊκού, εξάλλου, προϋποθέτει μια τέτοια πρόθεση και μια τέτοια διάθεση, αφού, παραδοσιακά, αποτελεί έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων ή αποτύπωση εικόνων και στιγμιοτύπων που διακρίνονται για την απλότητα τους, η οποία βεβαίως υπηρετεί πιστά την ανάδειξη της ουσίας των στιγμών αυτών.
Τα χαϊκού του Θεριανού, σε αντίθεση με τα χαϊκού άλλων Ελλήνων ποιητών, που διαμόρφωσαν μια «ελληνική εκδοχή» του ποιητικού αυτού είδους, είναι αρκετά πιο κοντά στις πρωταρχές και, συγκεκριμένα, στο ιαπωνικό χαϊκού, που αποτελεί άλλωστε και την πρώτη φανέρωση του είδους. Εδώ, η συντομία που απαιτεί η συγκεκριμένη φόρμα, δεν μοιάζει να επιδιώκεται ή να εκβιάζεται αλλά, αντίθετα, προκύπτει φυσικά κι αβίαστα, δημιουργώντας την αίσθηση ότι είναι το μόνο κατάλληλο όχημα για την έκφραση της ποιητικής σκέψης. Η μορφή και το περιεχόμενο των χαϊκού του Θεριανού πορεύονται μαζί και είναι τόσο στενά συνυφασμένα που θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι το ένα προϋποθέτει και προϋποτίθεται από το άλλο.
Στα χαϊκού της συλλογής αυτής, μπορεί να εντοπίσει κανείς πολλές και ποικίλες αποχρώσεις μιας διάθεσης στοχαστικής που εκκινεί από τη λεπτομέρεια, το ασήμαντο και το μικρό, για να αναχθεί σε προβληματισμούς που αφορούν την ίδια τη ζωή συνολικά (Σπάει το κλαδί. / Η μέρα δεν αντέχει / άλλα τραύματα.), τους ανθρώπους, αλλά και τους διάφορους τύπους που αυτοί ενσαρκώνουν και αντιπροσωπεύουν, έτσι που ο κόσμος να μεταβάλλεται σε θέατρο της ζωής. Ο ποιητής είναι ταυτόχρονα παρατηρητής, αλλά και σκηνοθέτης ή ενορχηστρωτής όλης αυτής της σύνθεσης των εικόνων, των ανθρώπων, των στιγμών.
Σημαντική θέση μέσα στη συλλογή έχουν τα ερωτικά χαϊκού στα οποία αποτυπώνεται ο ερωτισμός στις διάφορες αποχρώσεις του και συλλαμβάνεται η ουσία που ενυπάρχει μέσα στην ερωτική στιγμή. Τα ίχνη που αφήνει πίσω του το αγαπημένο πρόσωπο (Κάποια άφησε / στο νερό της μπανιέρας / ένα νούφαρο.), η αγρυπνία του ποιητή στο πλάι της κατά τη διάρκεια της νύχτας (Τα μυστικά σου / μαρτυράς στον ύπνο σου / κι εγώ ακούω.), η κόπωση, σωματική και συναισθηματική, που αισθάνεται μέχρι να την προσεγγίσει (Ουφ! απόκαμα / καταμεσής στο δρόμο / για το σπίτι σου.), αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της γραφής του Θεριανού.
Μια άλλη, ξεχωριστή ομάδα αποτελούν τα ποιήματα που συνιστούν εικόνες της φύσης και των πλασμάτων της. Εδώ ο ποιητής παίρνει απευθείας τη σκυτάλη από τους Ιάπωνες ομοτέχνους του, στα χαϊκού των οποίων η φύση είχε κυρίαρχη θέση, θα λέγαμε μάλιστα ότι αποτέλεσε και τη γενεσιουργό αιτία τους. Στα χαϊκού του Θεριανού που εκκινούν από τη διάθεση του ποιητή να αποτυπώσει στιγμές της φύσης, διαπιστώνεται η προσπάθειά του να συλλάβει τις στιγμές αυτές όσο είναι ακόμα εν κινήσει, γεγονός που προκαλεί στον αναγνώστη ένα ξάφνιασμα και μια έκπληξη και τον οδηγεί κατευθείαν στην – δια της φαντασίας – εικονοποίησή τους. Χταπόδια, βατράχια, σφήκες, χέλια, βάρκες που λάμνουν στα ήσυχα νερά, τα πεύκα με τα πουλιά που κρύβονται στις τούφες τους, η βροχή και ο καταρράκτης που δημιουργεί στον τοίχο του σπιτιού, η θάλασσα και η έρημη αμμουδιά, ο άνεμος που αλλάζει το χρώμα της θάλασσας, το μαύρο της νύχτας που κρύβει τα πάντα, το φθινόπωρο με τη βροχή και το μαρασμό των λουλουδιών, αλλά και ο μικρός ψαράς που γεμίζει το καλάθι του, ο ποδηλάτης που χάνει το καπέλο του συνιστούν ένα σύμπαν που ο ποιητής ατενίζει με ματιά πρωτόγνωρη και αθώα, για να τα βάλει ένα – ένα, αμέσως μετά, στο επίκεντρο της ποιητικής του φαντασίας και να τα συλλάβει, σαν φωτογραφίες, σε τρίστιχα που απαθανατίζουν όλο το μεγαλείο της ομορφιάς τους. Η εξύμνηση της ομορφιάς της φύσης γίνεται και εκ του αντιθέτου, με την συνειδητοποίηση δηλαδή της πλαστότητας κάθε πράγματος που μοιάζει αλλά δεν είναι φυσικό ή ζωντανό (Τόση ομορφιά / κι όμως πεταλούδα μου / είσαι χάρτινη!).
Στίχοι (και ήχοι) καίριοι, ευρηματικοί, παιγνιώδεις, ενίοτε χιουμοριστικοί, που εκφράζουν με γλώσσα λιτή και καθημερινή το μεγαλείο της στιγμής. Ο ποιητής στέκει δίπλα στον αναγνώστη για να παρατηρήσει, να εκπλαγεί, να γελάσει ή να μελαγχολήσει μαζί του και με αυτόν τον τρόπο να συν-δημιουργήσει τα ποιήματά του. Τα χαϊκού του Θεριανού αποτελούν μια ποιητική άσκηση και, ταυτόχρονα, ένα ποιητικό επίτευγμα που αποδεικνύει περίτρανα ότι η ομορφιά και η ουσία μπορεί να βρίσκονται στο μικρό, στο περαστικό ή στο περιστασιακό, σε αυτό που πολλές φορές παραβλέπουμε ή προσπερνάμε, αδυνατώντας να καταλάβουμε την σημασία και την σπουδαιότητά του.
Η δεύτερη ποιητική συλλογή του ποιητή, που φέρει τον προεξαγγελτικό τίτλο Ντυμένος επίσημα, αποτελείται από 26 ελευθερόστιχα ποιήματα στο οποία ο αναγνώστης εισάγεται με ένα μότο που αποτελεί μια απόφανση και μια συμβουλή μαζί, όχι μόνο για τη ζωή αλλά και για την τέχνη: Υπομονετικά, όπως περνούν τις χάντρες (Μαρίνα Τσβετάγιεβα). Ο περί τέχνης προβληματισμός του ποιητή κατατίθεται στο πρώτο ποίημα που ανοίγει τη συλλογή στο οποίο ο Θεριανός δεν διστάζει να προτρέψει σε αποχή από την ποίηση, αντί μιας ποιητικής παραγωγής αντιποιητικής ή ανέντιμης («Περί ποιητικής»). Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και το ποίημα «Η ποίηση του Αριστομένους» στο οποίο, με αφορμή το πλαστό πρόσωπο ενός ποιητή, ο Θεριανός προβληματίζεται για την τύχη του ποιητικού έργου, για την πρόσληψή του και, εν τέλει, για τη σχέση της ποσότητας με την ποιότητα, της υστεροφημίας του ποιητή με την πραγματική αξία του έργου του. Η θέση του ποιητή μέσα σε μια κοινωνία και σε μια εποχή, ιδιαίτερα όταν οι καιροί είναι «μικρόψυχοι» απασχολεί τον Θεριανό και τον οδηγεί σε έναν απολογισμό και μια αναδρομή στους ποιητές εκείνους που παρά τις αντιξοότητες πάλεψαν για τη ζωή και για την τέχνη τους και, μέσα από την πάλη αυτή, αναδείχθηκαν «ηττημένοι» νικητές («Ποίημα σε μικρόψυχους καιρούς»). Με τον ίδιο τρόπο και στο ποίημα με τίτλο «Στα καφενεία» η ματιά του ποιητή περιπλανιέται και σταματά πάνω σε γνωστούς ποιητές που επέλεξαν ένα καφενείο για τις συγγραφές τους, ενώ τελευταίος και ο ίδιος ο Θεριανός συλλαμβάνει τον εαυτό του αντιστοίχως σε ένα καφενείο να περνά απαρατήρητος, ταυτόχρονα όμως να αποτελεί μια ποιητική συνέχεια των προγενεστέρων: Στη γωνιά ενός καφενείου κάθομαι κι εγώ / χωρίς κανείς να με προσέχει. / Πίνω αργά το καφεδάκι μου / κοιτώντας την έρημη πλατεία / τους φανοστάτες, τα παγκάκια / τα μικρά καλάθια των απορριμμάτων / το αστικό λεωφορείο, που περνά βαρύθυμο / στο βάθος – / κλείνω τα μάτια μου στο χειμωνιάτικο φως / που με θερμαίνει ηδονικά / σα να ’ναι αυτό η μόνη αλήθεια. Γενικότερα πάντως, ο περί τέχνης και ποιήσεως προβληματισμός του ποιητή, εκκινεί με την ίδια δύναμη της διερώτησης είτε από τα μεγάλα ονόματα και τους μεγάλους ποιητικούς σταθμούς, είτε από την δική του περίπτωση, το δικό του παράδειγμα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα αυτοαναφορικά ποιήματα με τα οποία ο Θεριανός επιτρέπει στον αναγνώστη να εισέλθει στον εσωτερικό του χώρο και να τον αντικρύσει κλεισμένο στο δωμάτιο να σκέφτεται το αγαπημένο πρόσωπο που κυριαρχεί με την παρουσία του στον εξωτερικό χώρο και δημιουργεί μια αντίστιξη προσώπων και εννοιών: εγώ – εσύ, μέσα – έξω, καλοκαίρι – φθινόπωρο, μνήμη – λησμονιά. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι από το ποίημα «Κλεισμένος στο δωμάτιο»: και δε θα ξέρω / αν με σκέφτηκες σ’ όλες / αυτές τις περιηγήσεις σου / απ’ την πλατεία στα μπαρ / κι απ’ το σπίτι σου / στην παραλία / αν αφιέρωσες έστω ένα λεπτό / για να σκεφτείς εμένα / που πέρασα τούτο / τ’ απόγευμα του καλοκαιριού / ολομόναχος / πάνω απ’ το τετράδιο / με τους στίχους. Άλλοτε πάλι, η σκέψη του ποιητή στρέφεται στα πρόσωπα της μητέρας του που «φθίνει» συνεχώς και του πατέρα του που έχει φύγει από τη ζωή αλλά εξακολουθεί να προκαλεί στον ποιητή – γιο την μέριμνα και τη φροντίδα του σε ένα ποιητικό μοτίβο που απαντά συχνά στο δημοτικό τραγούδι: Κάθε φορά που βρέχει / τον σκέφτομαι κάτω απ’ το χώμα / ντυμένο επίσημα / όπως τον είχα δει την τελευταία φορά / στο φέρετρο. / Κι έχω την έγνοια / να μην λερώσει / το κοστούμι του. («Ντυμένος επίσημα»). Κορυφαίο παράδειγμα αυτής της κατηγορίας ποιημάτων είναι η «Αυτοπροσωπογραφία» του ποιητή που, σαν άλλος Βαν Γκονγκ, δίνει σε τέσσερις μόνο στίχους όλη του την αλήθεια, όλη του την πραγματικότητα, όλο του τον εαυτό: Το κουρασμένο μου / πρόσωπο / στο θολό τζάμι του βαγονιού / που με πάει στο σπίτι.
Ενδιαφέρον προκαλεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεριανός επιλέγει να ομαδοποιήσει ορισμένα ποιήματα κάτω από γενικότερους τίτλους που αποτελούν ταυτόχρονα και έννοιες. Υπό τον γενικό τίτλο «Κυριακή» παρατίθενται ποιήματα που αποκαλύπτουν την αίσθηση του κενού που γεμίζει τις Κυριακές του ποιητή, μια αίσθηση που ίσως μόνο οι στίχοι μπορούν να απαλύνουν: Απ’ το πρωί / πηγαινοέρχεται / μες στο δωμάτιο. / Είσαι η εμμονή / που γίνεται ποίημα. / Το τραύμα του καιρού / που επουλώνουν οι στίχοι. («Κυριακή, Ι»). Αντιστοίχως, μια μεγάλη ομάδα αποτελούν τα ολιγόστιχα ποιήματα που τιτλοφορούνται «Γράμματα ενός νέου ποιητή που αλλάζει πλευρό στις τρεις η ώρα το πρωί». Από τα ποιήματα αυτά αναδύονται προβληματισμοί και σκέψεις σχετικά με την φύση και το χαρακτήρα της ποιητικής δημιουργίας, την ιδιοσυγκρασία του ποιητή, αλλά και για ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο, την ευκολία με την οποία μεταβάλλει συνήθειες και τρόπους, την επιρροή που ασκούν πάνω του εξωτερικοί παράγοντες και συνθήκες, ακόμα και για ζητήματα επίκαιρα, μα πάντα διαχρονικά, όπως το προσφυγικό. Η τρίτη και τελευταία περίπτωση ομαδοποιημένων ποιημάτων είναι τα «Ερωτικά» που διερευνούν τη φύση του ερωτικού φαινομένου, ιδωμένου και από τις τρεις του πλευρές, τη σαρκική, τη συναισθηματική και την καθαρά ψυχολογική, με το βάρος να πέφτει στην πρώτη από αυτές, αφού σε πολλά από τα ποιήματα κυριαρχούν μορφές και τόποι του αγοραίου έρωτα.
Όλα σχεδόν τα ποιήματα της συλλογής διατρέχει ένας προβληματισμός φιλοσοφικής φύσεως, άλλοτε λιγότερο, και άλλοτε περισσότερο έντονος. Στο ποίημα «Εωθινό» ο προβληματισμός αυτός προβάλλεται ευθύβολα, ακριβώς γιατί αφορά τον άνθρωπο, την ουσία του και τον τρόπο με τον οποίο αυτός πολιορκείται και βάλλεται από μια σωρεία ερεθισμάτων που πολλές φορές δεν έχουν σχέση ή δεν υπηρετούν την ανάδειξη της ανθρώπινης ουσίας: Αναμένοντας στις στάσεις των λεωφορείων / ατενίζεις έναν πολλά υποσχόμενο / pairi-daeza / με ένα καλλίγραμμο μοντέλο Χαβανέζα / να σου γνέφει / απ’ την αφίσα του πρακτορείου ταξιδίων / στον απέναντι τοίχο∙ / εγκλωβισμένος. Με ανάλογο τρόπο στο ποίημα «Ρώμος και Ρωμύλος» ο ποιητής, με αφορμή τα εν λόγω ιστορικά πρόσωπα, προβληματίζεται για τα παιχνίδια που παίζει η μοίρα στον άνθρωπο και με την τροπή που μπορεί κάποτε να πάρει η ζωή του: γεννιέσαι, ας πούμε, αετός / και σ’ αναθρέφουν μια αλεπού / και ένας γύπας / ή ένα ζευγάρι σκαντζόχοιρων.
Από την άλλη, όμως, έντονη είναι και η αίσθηση μιας ματαιότητας, μιας διάψευσης των ελπίδων και των ονείρων που εικονοποιείται έξοχα στο ποίημα «Τα περιστέρια»: Αχ, να με ονειρευόσουν, λέει, σ’ ένα όνειρο / όπου όλοι οι δρόμοι θα συναντιόνταν / σε μια φωτισμένη αλέα επιθυμιών. / Κάτι τέτοια, βέβαια, δεν συμβαίνουν. / Κι όλα θα τελειώσουν με το απότομο άνοιγμα / των πατζουριών σου. Τα τρομαγμένα περιστέρια / θα φτερουγίσουν μακριά. Η αίσθηση αυτή βέβαια μετριάζεται από τη βεβαιότητα του ποιητή ότι η αναπότρεπτη ροή των πραγμάτων θα οδηγήσει μέσα από το «χειμώνα» στην «άνοιξη», η οποία όμως απαιτεί προσωπική προσπάθεια, κόπο και πίστη: Η ξαφνική νεροποντή σαν πισωγύρισμα, σα στιγμιαία / αναβολή δεν πείθει. Οδεύουμε προς την άνοιξη! («Μονοπάτια»)
Η στοχαστικότητα και η περισυλλογή που αναδύονται από τους στίχους των περισσότερων ποιημάτων μπορεί να εκκινεί ή να αφορμάται από μία εικόνα που λειτουργεί ως κέντρισμα ή ως ερέθισμα και οδηγεί τον ποιητή σε μια περιγραφή που είναι ταυτόχρονα και ξετύλιγμα της σκέψης του ή εκδήλωση ενός συναισθήματος και μιας διάθεσης: Κοντοστέκομαι στη μοναξιά μιας πλατείας / που τα παγκάκια της μουσκεύουν / στην υγρασία της νύχτας∙ σ’ αυτό / και σ’ ό, τι κράτησα απ’ την πρωινή περιήγησή μου / στο νησί – / η μεγάλη ευθεία του χωριού / το μίνι μάρκετ με τις κατεβασμένες τέντες / και τους πάγκους με τα φρούτα / οι φιλόξενες αυλές / ο χωρικός που ρωτήσαμε στη διαδρομή μας / το ηλιοκαμένο πρόσωπό του, το ψάθινο καπέλο του / το πρατήριο βενζίνης / με τις καλαμιές στο πίσω μέρος / ο οκνηρός υπάλληλος / κι αργότερα η ξαφνική στροφή του δρόμου / η ανταύγεια της θάλασσας, τα λευκά πανιά / η αλμύρα που κολλούσε πάνω μας. / Φεύγω απ΄ την πλατεία / με ανοιχτό πουκάμισο.(«Στο νησί»)
Μια ποίηση καθαρή, μεστή, ουσιαστική. Μια ποίηση ανεπιτήδευτη χωρίς προσποίηση και πόζα. Αυτή είναι η ποίηση του Σπύρου Θεριανού που ξέρει να αναζητά την αλήθεια, να τη βρίσκει και να την καταθέτει μπροστά στα μάτια του αναγνώστη κάνοντάς τον συμμέτοχο στους προβληματισμούς και τα συμπεράσματά του. Η απλότητα με την οποία προσεγγίζει τα θέματά του και τεχνουργεί τους στίχους του δεν μειώνει σε κανένα βαθμό το λυρισμό των ποιημάτων του και, παρόλο που κάποιες φορές το ύφος και ο τόνος γίνεται κουβεντιαστός, ο εσωτερικός ρυθμός των στίχων του ούτε χάνεται, ούτε υποβαθμίζεται. Η απλότητα της σκέψης και της έκφρασης που διατρέχει όλα τα ποιήματά του διαμορφώνει ένα ελεύθερο πεδίο για την κατάκτησή τους από τον αναγνώστη, αλλά και έναν δρόμο δίχως εμπόδια για την προσέγγιση και την άμεση επαφή με τον ίδιο τον ποιητή ο οποίος όχι απλώς δεν αντιστέκεται και δεν κλείνεται ερμητικά στο ποιητικό του σύμπαν, αλλά αντίθετα σπεύδει να καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό των βιωμάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων του. Και κάτι περισσότερο. Ο ίδιος ο δημιουργός, πολλές φορές, γράφει τα ποιήματά του ως αναγνώστης, ως ο καλλιτέχνης δηλαδή που πριν γράψει, έχει ανα-γνώσει, έχει δηλαδή γνωρίσει καλά αυτό το οποίο θα μετουσιώσει σε τέχνη και σε ποίηση.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Sabine Weiss. Δείτε τα περιεχόμενα της έντυπης έκδοσης εδώ.] 

Δεν υπάρχουν σχόλια: