Γράφει η Άννα Γρίβα //
Χρήστος Τουμανίδης – Γιώργος Δελιόπουλος, «Εορδαία γη ή Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο μας», Εκδόσεις Ρώμη, 2019
Σπάνιο φαινόμενο να συναντά κανείς ένα ποιητικό βιβλίο γραμμένο από δύο ποιητές. Και είναι λογικό αυτό: η ποιητική γραφή είναι ο πιο προσωπικός τρόπος να μιλήσει κανείς για τον άνθρωπο και τον κόσμο, είναι συχνά ένας μοναχικός δρόμος. Κι όμως, υπάρχουν φορές που οι αναζητήσεις και οι καταβολές φέρνουν μπροστά μας την ανάγκη μιας συμπόρευσης, μιας κοινής έκφρασης κι ενός διαλόγου. Οι δύο ποιητές του βιβλίου αυτού γράφουν για τη γη τους, τη μακεδονική γη, καταγράφουν το χθες και το σήμερα, την εξωτερική αλλά και την εσωτερική ζωή των ανθρώπων, τα τραύματα της ιστορίας και της φύσης.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, το γραμμένο από τον Τουμανίδη, ο τόπος μοιάζει με κλεψύδρα, ανασύρει εικόνες και ιστορίες προσφύγων, ανθρώπων που έφτιαξαν μια νέα πατρίδα και έζησαν μέσα σε μια διφορούμενη σιωπή που άλλοι την είπανε λυγμό και άλλοι ρυθμό του κόσμου. Κι όμως, μέσα στην ιστορική σιωπή των βασανισμένων προσφύγων υπήξαν εκείνες οι μυστηριώδεις λέξεις που σηκώνουν πάντοτε στις πλάτες τους/ τα βάρη των ανθρώπων. Η σιωπηλή ιστορία λέγεται και θα λέγεται με ανομολόγητους τρόπους ες αεί, μέσα από τις μικρές ιστορίες που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, μέχρι αυτές να σμίξουν με νέα τραύματα, μέχρι να σμίξουν με το τραύμα της φύσης, εκεί όπου ο λιγνίτης υψώνει μαύρο του θανάτου. Ο τόπος αυτός κινείται τελικά μέσα στις εκπληκτικές αντιφάσεις του κόσμου μας: – Η Εορδαία Γη – ένδοξη γη./ Πλούσια γη, μα λεηλατημένη!
Ίσως φανεί παράξενο ότι ο ποιητής συνεχίζει με μια ενότητα ποιημάτων που συνομιλεί με τον Λουντέμη και με τον Ρουμί. Κι όμως, αν διαβάσει κανείς τους στίχους, θα δει ότι το τραύμα του τόπου που έχει γίνει και τραύμα εσωτερικό αναζητά τελικά θεραπεία στην ενατένιση μιας άλλης δυνατότητας, της δυνατότητας να ισορροπίσει ο άνθρωπος με το περιβάλλον του, όπως το απέδωσαν στο έργο τους τόσο ο Λουντέμης όσο και ο Ρουμί. Οι δύο συγγραφείς στοχάστηκαν πάνω σε αυτή την ισορροπία, βλέποντας τον άνθρωπο ως μια ψηφίδα του κοσμικού μυστηρίου: Η αρχή και το τέλος βρίσκονται μέσα μας. Εκεί στα έγκατα γεννιέται η ομορφιά, λέει ο ποιητής, και με αυτή τη διαπίστωση αναμετρώνται όλοι οι στίχοι.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, το γραμμένο από τον Γιώργο Δελιόπουλο, ακολουθούμε τα ίχνη μιας Μικρής Εβδομάδας: η απλότητα και ο έντονος εσωτερικός ρυθμός των ποιημάτων δίνουν την αίσθηση ενός βηματισμού μέσα στον χρόνο, που αρχίζει με οικείες κινήσεις και χρώματα και φτάνει στην Κυριακή, στην κορύφωση. Το τελευταίο αυτό ποίημα λειτουργεί με έναν απροσδόκητο τρόπο, κάνει τη μετάβαση από το υλικό στοιχείο του γενέθλιου τόπου στο αιώνιο και το άφθαρτο: δίπλα σε μαύρα χώματα/ εκεί που λάμπουν λίμνες/ -η Ζάζαρη, η Χειμαδίτισα,/ η Βεγορίτιδα, οι Πέτρες-/ λίμνες ανάστροφοι ουρανοί/ λίμνες λιμάνια των στίχων μου/ λίμνες καημοί στον βυθό των αιώνων.
Στην ενότητα Ρόδα και Στάχτες είναι ενδιαφέρουσα η συμπλοκή των ανθρώπων του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά και η παρουσία των ζώων. Είναι όλοι οι στίχοι γεμάτοι με τις ανάσες και το τρέμουλο της ζωής. Οι ζωντανοί και οι νεκροί συνυπάρχουν, η μνήμη και το παρόν ενώνονται, γίνονται Ένα, η Ιστορία συναντά τον προσωπικό μύθο. Αποκαλύπτει τελικά ο ποιητής ότι τα θηρία, οι άγριες δυνάμεις της καταγωγής μας επέζησαν της μακρινής προϊστορίας, συνεχίζουν να δαμάζουν τις πόλεις και τους ανθρώπους, στη μαγική βόρεια ελληνική γη.
Στην ενότητα Ανορθόγραφα η συντομία των ποιημάτων κρύβει δουλειά εσωτερική, βάθος και πυκνότητα νοημάτων. Η ειρωνεία και το τραγικό περπατούν μαζί, όπως συμβαίνει και στη ζωή μας. Ο τόπος, γεμάτος ιστορίες και θρύλους, γίνεται ένα μέσο για να αρθούν τα εμπόδια και να ακούσουμε, όπως έκανε και ο Τουμανίδης στο πρώτο μέρος του βιβλίου, τους σιωπηλούς,: Την ώρα που στ’ αυτιά βουίζουν οι παρόντες/…/ τεντώνομαι ν’ ακούσω πίσω από τις κόρνες/ τι φωνάζουν όσοι λείπουν.
Το βιβλίο κλείνει με την ενότητα Σημείο συνάντησης, όπου η συνομιλία των δύο ποιητών πάνω στο τραύμα του γενέθλιου τόπου κορυφώνεται. Κορυφώνεται, για να θεραπεύσει: γιατί είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που απαλαίνει τις πληγές, όταν αγαπά, ακούει και κατανοεί. Όπως λένε και οι ποιητές: Και οι ψυχές στα σκοτεινά/ χορτάτες και πανσέληνες/ βρίσκουν τα βήματά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου