29.12.19

Γιάννης Πάνου, «..από το στόμα της παλιάς Remington…», εκδ. Τρίλοφος, 1981

[…] Είναι αλήθεια ότι σε όλο το διάστημα της τελευταίας μας επαφής, ούτε μια φορά δεν μας έδωσε το δικαίωμα ν’ αναφερθούμε, έστω και ευκαιριακά στο πρόσωπο της Ελένης, και γενικότερα στην περίοδο εκείνη της ζωής του που εκτείνεται από την πρώτη τους γνωριμία, τοποθετημένη στα τέλη του 1932, μέχρι το σκληρό χωρισμό, δέκα περίπου χρόνια αργότερα. Προτιμούσε να δέχεται επιπόλαιους χαρακτηρισμούς όπως ερημίτης, κοσμοκαλόγερος ή και μισογύνης ακόμη, παρά να επιτρέψει σε κάποιον απρόσκλητο τρίτο να εισδύσει στο δικό του κόσμο, που με τόση φροντίδα και προσπάθεια, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, κατόρθωσε να κρατήσει μακριά από κάθε μικρότητα και σύμβαση.

Εποπτικά εξετάζοντας το φαινόμενο Δημήτριος διακρίνουμε σαν κύριο γνώρισμα της ζωής του τη στέρηση, όχι μόνο των υλικών εκείνων μέσων που θα του έδιναν τη δυνατότητα μιας ανάπτυξης σ’ ένα προνομιούχο περιβάλλον, μα μια στέρηση, περισσότερο ουσιαστική, σκληρή και αδυσώπητη, αγαπημένων προσώπων, αγαπημένης πατρίδος, αγαπημένης. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το ότι κλείστηκε σ’ ένα αυστηρά προσωπικό και απρόσιτο για τους πολλούς κόσμο, γυρεύοντας διέξοδο μέσα στο πάθος της δημιουργίας. Κι αν αυτό του το πάθος το πλήρωσε με την ίδια τη ζωή του, χωρίς να βρει μια δικαίωση και μια δημόσια αναγνώριση, έξω από τον στενό συναδελφικό του κύκλο —όσο ζούσε τουλάχιστον— το γεγονός αυτό καθαυτό αποτελεί την πιο τρανή μαρτυρία της σωστής εκλογής του δρόμου του πεπρωμένου του. Είναι σχεδόν ιδανική η συγκέντρωση στο πρόσωπο του Δημητρίου ενός τόσο μεγάλου αριθμού συγκυριών, όπως στα παλιά μυθιστορήματα. Ορφανεμένος πολύ νωρίς από μητέρα, ζει τα πρώτα του χρόνια σ’ ένα έντονα θρησκευτικό περιβάλλον, όπου πρωτεύοντα ρόλο παίζει η φυσιογνωμία του Παπαθόδωρου. Στη συνέχεια, οι σπουδές του στην Αθήνα και η γνωριμία του με το Δελμούζο, προσδίδουν μια κοσμοπολίτικη χροιά στην επαρχιώτικη ηθική του, ενώ η διδασκαλική του θητεία σε διάφορες γωνιές της Ελλάδας, τον φέρνει σε στενότερη επαφή με τον κόσμο των απλών ανθρώπων. Έχει ήδη δεχτεί με το χαμό του Εμμανουήλ* στην ελεεινή συμπαιγνία της Μικρασιατικής εκστρατείας, το δεύτερο χτύπημα της μοίρας. Απογοητευμένος με τη γενική κρατούσα κατάσταση στην Ελλάδα και βλέποντας αδύνατη την εκπλήρωση των ονείρων του για κάτι καλύτερο, διαλέγει το δρόμο της ξενιτιάς κόβοντας κάθε δεσμό πίσω του. Από δώ και στο εξής θα κινηθεί ανάμεσα Αλεξάνδρεια και Κάιρο, σ’ ένα κλίμα ευρωπαϊκού πολιτισμού ποτισμένου με τη νωχέλεια της ανατολής. Από νωρίς επιδίδεται στο γράψιμο. Σημαντικό για την ανάλυση της προσωπικότητάς του είναι το ότι η συγγραφική του δραστηριότητα αναπτύσσεται σε τρία διαφορετικά και συγχρόνως παράλληλα στάδια. Σαν διηγηματογράφος ο Δημήτριος αντλεί το υλικό του από έναν κόσμο που σχεδόν ταυτίζεται με κείνον του μεγάλου Σκιαθίτη, μιλά για τα πάθη, τα παθήματα και τις απλές καρδιές των αφελών, αγράμματων ή κουτοπόνηρων συγχωριανών του, για φαντάσματα και ξόρκια, στοιχειωμένα ξωκλήσια και νεραϊδοπηγές. Εκεί όμως που ξεπερνά τον Παπαδιαμάντη είναι ο χαμηλός τόνος, η ασύλληπτη γλωσσική ευλυγισία, η καυτή σάτιρα και το πικρό πολλές φορές χιούμορ. Στα πρώτα του ποιήματα, ομοιοκατάληκτα τετράστιχα τα περισσότερα, αφήνεται στη λατρεία της φύσης, υμνεί τα κρυστάλλινα νερά, τις δασιές φυλλωσιές, τ’ αγριολούλουδα, τις φτέρες και τα κυκλάμινα, τα πλατάνια και τις αγριοκαστανιές. Οι εν των μεταξύ όμως ερωτικές του εμπειρίες και η σχεδόν ταυτόχρονη δολοφονία του Θεοδώρου*, δίνουν στροφή στην ποίησή του, έτσι που τώρα βρίσκει τα θέματά του στην αγωνία του θανάτου, στην ταπείνωση που φέρνει το ατιμώρητο οργανωμένο έγκλημα και οι συνέπειές του, στην κοινωνική αδικία, στη θλίψη και στη μοναξιά. Η γερασμένη ερωτόληπτη Αλεξάνδρεια του Καβάφη, η κουφότητα της ανόητης γυναίκας, η απιστία και η λαγνεία δέχονται τα χτυπήματα του σκληρού, ελεύθερου και ανομοιοκατάληκτου πλέον στίχου του. Τα προσωπικά του ημερολόγια αποτελούν τον τρίτο τομέα της συγγραφικής του επίδοσης. Εδώ κάθε λογοτεχνικό ντύμα απορρίπτεται και το γεγονός παρουσιάζεται ωμό και ανεπεξέργαστο, ο λόγος κοφτός, η ανάσα σπασμένη. Πολλές φορές επανέρχεται στα ήδη ειπωμένα, η πρωινή βεβαιότητα γίνεται νυχτερινή αμφιβολία, η χρήση των ερωτηματικών καταντά πληθωρική. Ανάμεσα στις γραμμές μισοτελιωμένοι στίχοι, προσχέδια μαθήματος, κατάλογοι αγοράς βιβλίων, σκέψεις και διαθέσεις της στιγμής, αρθρωμένες με μίαν ανορθόδοξη στίξη, καθημερινοί διάλογοι ελλειπτικά μεταφερμένοι, γεμίζουν μικρές σελίδες από ατζέντες και πρόχειρα σημειωματάρια. Είχε τη συνήθεια να καταγράφει τα πιο σημαντικά και κατά περίεργο τρόπο, άκρως συμβολικά όνειρά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα μεγάλα γεγονότα της ζωής του συνοδεύονται από μια σειρά ενυπνίων, στις σκηνές των οποίων οι προσφιλείς νεκροί επανέρχονται χωρίς την καθοριστική τους ιδιότητα, ενώ τα εν ζωή ευρισκόμενα αγαπημένα πρόσωπα εμφανίζονται την στιγμή ακριβώς που περνούν από την εδώ κατάσταση στην επέκεινα.
Από αυτά ακριβώς τα ημερολόγια αντλούμε και τις πιο θετικές πληροφορίες για το αληθινό πρόσωπο του Δημητρίου, για τις σχέσεις του με άλλα πρόσωπα ή την εκτίμηση που έτρεφε για καθένα από αυτά. Προς το παρόν, το πρόβλημα που απασχολεί τον ερευνητή είναι το γιατί ο Δημήτριος καλλιεργούσε μια τέτοια πολυσχιδή προσωπικότητα, και τι ήταν εκείνο που τον έκανε ν’ αναπτύσσει, ξέχωρα, μα χρονικά παράλληλα, κάθε επιφάνεια του πρισματικού εαυτού του. Μήπως με αυτή του την πολυμέρεια αγωνιούσε με κυκλική κίνηση να εκπορθήσει μια θέση, σφίγγοντας μέρα με τη μέρα έναν κλοιό, ως τη στιγμή που πεσμένος αιμόφυρτος ένιωσε ότι αποτελεί το κέντρο του;
Στην παγκόσμια λογοτεχνία, από τον Όμηρο ως τις μέρες μας, η χρησιμοποίηση του ονείρου σα συγγραφικού υλικού αποτελεί κοινό τόπο. Ίσως γιατί η περιγραφή ενός ονείρου παρέχει στον γράφοντα ορισμένες ευκολίες ή καλύτερα ένα πλαίσιο, ένα άλλοθι, πίσω από το οποίο πολλά λέγονται και γίνονται χωρίς τον κίνδυνο της παρεξήγησης και το χαρακτηρισμό του συγγραφέα σαν αναρχικού ή κολασμένου. Ακόμη κι αυτός ο μεγάλος Σαίξπηρ* έναν κόσμο ονείρου διάλεξε για να τοποθετήσει την δράση ενός από τα έργα του, όπου ο ωμός ερωτισμός κυριαρχεί από την αρχή ως το τέλος. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη και τις σχετικές πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες το έργο πρωτοπαίχτηκε την βραδιά του γάμου της σεβαστής μητρός του κόμητος του Σαούθαμπτον, μέσα σ’ ένα συρφετό εραστών και ερωμένων του κόμητος, εύκολα μπορούμε να μαντέψουμε την τύχη του κλασικού μας δασκάλου, αν δεν διέθετε την προνοητικότητα και το αδήριτο ένστικτο της αυτοσυντήρησης που τον έκανε να επιλέξει ένα ονειρικό πλαίσιο για το έργο του και να πει όσα είπε εκ του ασφαλούς. Οι συγγραφείς των Βυζαντινών μυθιστορημάτων από την άλλη μεριά, χρησιμοποιούν το τρικ του ονείρου στα έργα τους από καθαρή αδυναμία στο στήσιμο της πλοκής. Έτσι, πώς αλλιώς θα ξεκινούσε ο γενναίος Λίβιστρος την περιπλάνησή του για την αναζήτηση της ωραίας κόρης Ροδάμνης, αν ο συγγραφέας δεν κατέβαζε στα όνειρά του τον μικρό φτερωτό Θεό, που αφού ανάγκασε τον Λίβιστρο να του ορκιστεί αιώνια πίστη και αφοσίωση, του υπέδειξε μια ωραία γυναίκα και του προφήτεψε πως αυτήν ακριβώς θ’ αγαπήσει με πάθος ιπποτικό; Ή πώς αλλιώς η θαυμαστή Χρυσάντζα θ’ αναγνώριζε τον μασκαρεμένο σε υποταχτικό του πατέρα της Βέλθανδρο*, αν δεν ήταν αυτός που της είχαν υποδείξει τα παρθενικά της όνειρα σαν άντρα κι αφέντη της; Παρόμοια παραδείγματα μπορεί κανείς πολλά ν’ απαριθμήσει, φτάνοντας ακόμη και μέχρι τον σύγχρονό μας Νίκο Καχτίτση*, ο πρόωρος θάνατος του οποίου στέρησε αναμφίβολα την πεζογραφία μας από ένα μεγάλο τεχνίτη. Ο Καχτίτσης λοιπόν, όχι μόνο έκανε χρήση του ονείρου στα γραφτά του, αλλά έδωσε και τον τίτλο Ενύπνιον σ’ ένα από τα έργα του.
Στην περίπτωση του Δημητρίου, τα όνειρα δεν έρχονται σαν ομιχλώδη πετάσματα, πίσω από τα οποία ξετυλίγεται μια δράση ασήκωτη από την καθημερινή πραγματικότητα, ούτε σαν προμηνύματα μελλοντικών καταστάσεων. Αντίθετα εμφανίζονται με όλη την καταστροφική τους ένταση και σκληρότητα και μάλιστα επανέρχονται πολλές φορές, και για πολλά χρόνια, μετά το πραγματικό γεγονός που τα προκάλεσε, ματώνοντας παλιές πληγές μέσα στην αγωνία της νύχτας.
Αγωνία όλη νύχτα· ούτε ύπνος ούτε τίποτα. Μόνο ένα βύθος, κάτι σαν νάρκη. Είμαι στο σπίτι καθισμένος στον καναπέ και κοντά μου βρίσκεται και κείνη που προσπαθεί να μου γλυκάνει την λύπη. Γυρίζω το κεφάλι, δεν θέλω να την δω.
— «Με τα μάγια μπορώ να τους φέρω μπροστά σου. Να, κοίτα! Πάνω στα εικονίσματα θα περπατήσουν σε λίγο οι σκιές τους». Κλαίω και χτυπιέμαι, λέω πως δεν θέλω, δεν είναι σωστό, κάνει κακό στις εικόνες, με σκοτώνει και μένα τον ίδιο. Οι φωνές μου δεν φτάνουν στ’ αυτιά της. Δεν έχουν περάσει δευτερόλεπτα και δυο σκιές διασχίζουν τις εικόνες, από την μια ως την άλλη άκρη, και σβήνουν αθόρυβα. Κλείνω τα μάτια να μην αντικρίζω την κακιά μάγισσα.
Αθόρυβος σαν σκιά μπήκε στο δωμάτιο που κοιμόμασταν οι τρεις. Πετάχτηκα από το κρεβάτι τον αγκάλιασα, τον φιλούσα παντού. Στεκόταν σκεφτικός και μελαγχολικός, αν και φαινόταν καθαρά πως ήθελε να με ησυχάσει.
— «Πού ήσουν», κατάφερα να πω, «τι έχεις;»
— «Τίποτα δεν έχω, τίποτα»
— «Μα στην καρδιά, στο κεφάλι», και πάλι τον αγκάλιασα και τον φιλούσα, ψαύοντας το μέρος.
— «Πίστεψες και συ πως θα μπορούσαν να μου κάνουν κακό; Δεν είναι τίποτα, μια γρατζουνιά στο δέρμα», και μου ‘δειξε μια κόκκινη γραμμή στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Άρχισε να διαλύεται μέσα στην αγκαλιά μου δίχως να μπορώ να τον κρατήσω.
Οι φωνές και οι κινήσεις μου έμειναν κρεμασμένες στον αέρα. Την άλλη μέρα έρχεται και με βρίσκει ο Μανόλης. Με τα επιβλητικά του λόγια, μόλο που τα ‘λεγε βραχνά σαν και μένα, δήλωσε απερίφραστα πως ήρθε να δει πώς περνώ, τι σόι δάσκαλος είμαι.
Τον πήρα και τραβήξαμε στις ακρογιαλές του Νείλου, είδε το σχολείο μου και θάμπωσε από χαρά. Μ’ έπιανε με τα δυο του χέρια και με καμάρωνε, έτσι που από την συγκίνησή μου έχανα τα λόγια μου. Για μια στιγμή του ήρθε βήχας και κοντοστάθηκε, γύρισε να κρυφτεί, να κρύψει το βήχα μέσα του. Καθώς αντίκρισα το πορφυρό του πρόσωπο, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
— «Το δωμάτιό σου», μίλησε με φανερή την προσπάθεια που κατέβαλε, «η ζωή σου, ο δρόμος σου ακόμη, διαφορετικός από τον δικό μας. Ζεις σ’ ένα περιβάλλον που θέριεψε ο καλογερισμός στις ακρογιαλιές του Νείλου. Μην κολλήσεις και συ από την αρρώστια, θα σου ρημάξει το νου, τα σωθικά».
Τον άφηνα να μιλάει ενώ η σκέψη μου πετούσε: χωριό – Άργος – Αθήνα – Θεσσαλία – Μικρασία.
— «Είμαστε μαζί με τον Θόδωρο, δουλεύουμε μαζί. Εσύ μείνε στο Νείλο, γίνε Οδυσσέας, τρώγε λωτούς και ξέχνα μας όλους. Άκουσέ με, μπόρεσέ το αυτό, μπόρεσέ το».
Τράβηξε προς την αμμουδιά πιο επιβλητικός από πριν. Τον είδα ν’ ανταμώνει με το Θόδωρο και να χάνονται. Χαμένος κι εγώ βρίσκομαι πάνω στο καράβι που κατεβαίνει το ποτάμι. Κόσμος πολύς στέκεται αμίλητος, ούτε που με θωρεί κανείς ούτε κι εγώ κοιτάζω κανέναν. Μόνο άσπρα του ματιού είναι γυρισμένα πάνω μου. Σε μια κόχη, γερασμένη και ζαρωμένη στέκει κι εκείνη, ανάμεσα σε μια συντροφιά, και είναι στραμμένη κατά το ποτάμι. Πετάγεται ξαφνικά: «Αυτός εδώ δεν βιάζεται να μας αράξει στο λιμάνι του θανάτου…», και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στο νερό. Δεν φαίνεται τίποτα, κανείς δεν νοιάζεται να την σώσει. Πέφτω γρήγορα στο νερό και ψάχνω, αναδεύοντας την λάσπη του βυθού. Τίποτα. Σαν ανεβαίνω, τη βλέπω ντυμένη στα ολόλευκα να πλέει κοιμισμένη στο νερό, με τα μαλλιά ολόγυρα απλωμένα. Δεν θέλω να πιστέψω ούτε το ναι ούτε το όχι.
`
**********
Ο Γιάννης Πάνου γεννήθηκε στην Τρίπολη της Αρκαδίας το 1943. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης. Έζησε και συνδέθηκε δυνατά με την πόλη της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1986. Το 1971 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην ομαδική αντιδικτατορική έκδοση Νέα Κείμενα. Το Μάιο του 1981 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του …από το στόμα της παλιάς Remington… και λίγο πριν το θάνατό του, το 1998, το δεύτερο μυθιστόρημά του Ιστορία των μεταμορφώσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: