26.12.19

Μία συζήτηση με την Κατερίνα Αγυιώτη

πρόλογος – επιμέλεια ερωτήσεων, Θ.Δ.Τυπάλδος
Όσο κι αν γίνεται κουραστική η επανάληψη, οφείλω να το ξαναπώ: η εξέλιξη είναι θέμα κινητήριας δύναμης. Συγκεκριμένα, μίας δύναμης φυγόκεντρης. Αν η ποίηση επιθυμεί να είναι συνεχώς κι αδιάλειπτα εξελίξιμη, οφείλει να διαθέτει την ικανότητα της κίνησης: κίνηση στην υφολογία, τη μορφολογία, την τεχνική και – ίσως το πιο βασικό – την κίνηση των δικών της ιδεών αλλά και των ίδιων των ποιητών – αν διαχωρίζονται αυτές οι έννοιες –, που σαν λεκτικό ψηφιδωτό
ιδεογράφημα, οριοθετεί την ποιητική διαλεχτική στη σχέση της με την καθημερινότητα, καθώς και τον υλισμό κι ό,τι αυτός καθορίζει στο σύνολό του. Μία τέτοια ποιήτρια, ποιήτρια της κίνησης σε όλους του τομείς, είναι η Κατερίνα Αγυιώτη. Μία από τις πολύ σπάνιες ποιητικές φωνές που διαθέτει η «σύγχρονη ελληνική ποίηση».
Στη νέα ποιητική συλλογή της «Ο Ταμίας του Θεού» (εκδόσεις Φαρφουλάς), προσλαμβάνουμε πολλές διαφοροποιήσεις στο ύφος και τη μορφή των ποιημάτων της από εκείνα που εμπεριείχε η πρώτη της προσωπική συλλογή (“Ο Φρουρός”, – και πάλι εκδόσεις Φαρφουλάς). Υπάρχει σίγουρα πλέον η ωριμότητα που αποκτάται μέσα από το εμπειρικό στοιχείο και τον χρόνο που μεσολαβεί από τη μία συλλογή στην άλλη, υπάρχει όμως και η δροσιά μιας ολότελα πρωτότυπης ποίησης ακόμη πιο εμπλουτισμένη και – ίσως – πιο μεστή.
Εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει στις σελίδες του “Ταμία” θεματολογικές ενότητες να ανοίγονται καθώς βουλιάζει στη διάθεση του. Θέματα όπως ο ποιητής και η σχέση του με τη ζωή, την ποίηση, αλλά και το ίδιο το έργο του. Θέματα όπως η θυσία, ο έρωτας, οι σχέσεις, η μνήμη και τα παιχνίδια της, που αποκαλύπτονται εντός του σήμερα, ένα σήμερα που μπορεί είναι συγχρόνως χτες και αύριο. Θέματα που διέπουν και (ίσως) δεσπόζουν στο σήμερα του Σύγχρονου Δυτικού Πολιτισμού. τονίζονται και υπερτονίζονται σε αυτές τις θεματικές ενότητες του «Ταμία του Θεού!»
Η Κατερίνα ακονίζει τα νύχια και τα δόντια της. Αληθινά πρωτοποριακή, δίχως αυτό να είναι ο αυτοσκοπός της, μιλά με μια γλώσσα τόσο σύγχρονη, με μία γλώσσα που αναγνωρίζει το πού βρίσκεται αλλά κι από πού προέρχεται, με μία γλώσσα που ξεπερνά την ανάγκη  του καθορισμού, της ταμπέλας και διαφεύγει από την όποια κολακεία. Καταφέρνει να είναι μέσα την εποχή της, να είναι μάλιστα τόσο βαθιά μέσα της διαθέτοντας όμως ταυτόχρονα τη δυνατότητα να μην εγκλωβίζεται σ’ αυτή.  Γεννημένη στον Βόλο, αλλά μένοντας στο Λονδίνο εδώ και χρόνια, πέρα αυτού του άχρονου ιδιώματος, η ποίηση της Κατερίνας διαθέτει και το χαρακτηριστικό του άτοπου. Αν τώρα δεν είναι λόγοι αυτοί για να κεντρίσουν την περιέργεια ενός αναγνώστη που δεν γνωρίζει την εν λόγω ποιήτρια, τότε, θα τα καταφέρει η ίδια με τη συζήτηση που ακολουθεί:
ΕΡ: Από τον «Φρουρό» του 2016 στον «Ταμία του Θεού» που μόλις εκδόθηκε. Ο κοινός μας φίλος Διαμαντής Καράβολας, αποκάλεσε τα ποιήματά σου λόγω της τεχνοτροπίας που χρησιμοποιείς, «νιφάδες ποίησης». Εγώ, τα αποκαλώ «θραύσματα ποίησης». Τελικά, αυτό που μετράει περισσότερο είναι πώς αποκαλείς εσύ τα γραπτά σου και τι είναι για σένα η ποίηση;
ΑΠ: Νομίζω ότι η νιφάδα πλησιάζει περισσότερο σε εκείνο που ελπίζω να είναι τα ποιήματά μου, από την άποψη ότι δε θα τους λείπει ή περισσεύει τίποτα και θα είναι μοναδικά. Δε μου αρέσει η διάσταση του τυχαίου και ατελούς στο θραύσμα, ούτε ο συνειρμός της έκρηξης – δε γράφω εκτονώνοντας ενέργεια. Ωστόσο, αν τα αποκαλείς θραύσματα εννοώντας ότι σε ‘χτυπούν’, σε ‘βρίσκουν’, ναι, μου το λένε συνέχεια οι αναγνώστες (‘κεφαλιά’, ‘κατραπακιά’) – είναι και δική μου πρόθεση αυτό το ξάφνιασμα, μια σύνδεση παράδοξη, ένα νόημα που ξαφνικά αστράφτει! Επίσης,  μερικά ποιήματά μου μπορεί να δίνουν την εντύπωση θραύσματος υπό την έννοια ότι μοιάζουν ατελή, σαν να ξεκόλλησαν από ένα μεγαλύτερο σώμα νοήματος. Σε αυτή την περίπτωση η πρόθεσή μου είναι να προσφέρω μια νιφάδα σε μορφή θραύσματος, διότι έτσι εξυπηρετείται το ποίημα. Τώρα, εγώ λέω ότι γράφω μικροποιήματα, ποιήματα, και μικροκείμενα. Διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους, διότι η αγωνία μου είναι να πω αυτό που πρέπει κι όχι να διατηρήσω ένα στυλ. Αν υπάρχουν νήματα νοήματος, τεχνοτροπίας, ύφους, που εκ των υστέρων βλέπει κανείς ότι τα διαπερνούν, είναι διότι ο αρθιμός των εαυτών μου και των δυνατοτήτων τους είναι περιορισμένος. Τι είναι η ποίηση; Τα πιάσαμε τα λεφτά μας. Δεν ξέρω. Μια στήλη γνωριμιών για τους μοναχικούς της γλώσσας στην τοπική εφημερίδα.
ΕΡ: Άρα, η ποίησή σου είναι περισσότερο βασισμένη στο εμπειρικό στοιχείο και λιγότερο στο φαντασιακό ή κατ’ εσένα, δεν υφίσταται ένας τέτοιου είδους διαχωρισμός;
ΑΠ: Θα σου απαντήσω με δεδομένο για μένα ότι κάθε περιγραφή της εμπειρίας, πόσω μάλλον κάθε σχόλιο πάνω στην εμπειρία, ανήκουν στο πεδίο του φαντασιακού – αλλά κι ότι φαντασιακό μη βασισμένο στην εμπειρία δεν υπάρχει: Τα ποιήματά μου που θα μπορούσες να αποκαλέσεις αφορισμούς συνδέουν πολλά επίπεδα εμπειρίας, γι’ αυτό ίσως είναι και τα περισσότερο απομακρυσμένα από αυτή. Εδώ ανήκουν μάλλον και τα ποιήματα ποιητικής.
Άλλα ποιήματά μου, και κυρίως τα μεγαλύτερης φόρμας, βάζουν στο κέντρο την εμπειρία που τα ενέπνευσε και στροβιλίζουν γύρω της το ψυχικό νόημα. Τα μικροκείμενά μου, δε, συνήθως ξεκινούν από μια καθημερινή σκηνή, η οποία εξελισσόμενη εισέρχεται ολοκληρωτικά στο βασίλειο του φαντασιακού, επειδή εκεί υπάρχει η δυνατότητα της ολοκλήρωσής της. Αυτές είναι νομίζω οι βασικές κατηγορίες. Βέβαια, υπάρχουν και τα ποιήματα-προθήκες γοητευτικών φράσεων, που αποτελούν αυτοσκοπό όταν είμαι άρρωστα ερωτευμένη με τη γλώσσα.
ΕΡ: Με αυτή σου την απάντηση, δικαιώνεις κατά κάποιο τρόπο την άποψη που απέκτησα διαβάζοντάς τον «Ταμία του Θεού», πως είσαι δηλαδή μία έμβια απόδειξή της ρήσης του Ζαν Ζενέ την οποία παραθέτω ολόκληρη κι απλώς θα ήθελα είτε να συμφωνήσεις με την οπτική μου είτε να διαφωνήσεις κι ακόμη, θα ήθελα να μου πεις αν αυτά που θα γράψω είναι ένας περιορισμός στον στενό κύκλο που ονομάζεται «ποιητική διαλεκτική» ή αν θα μπορούσαν να βρουν έναν αντικατοπτρισμό και πέρα αυτής: «Η ομορφιά δεν εκπορεύεται από πουθενά αλλού παρά από κείνη τη μοναδική, τη διαφορετική σε κάθε άνθρωπο, την κρυμμένη ή ορατή πληγή, που φυλάει καθένας μας εντός του, που την περιφρουρεί και που σ’ αυτήν προστρέχει όταν θέλει να εγκαταλείψει τον κόσμο για μια πρόσκαιρη, αλλά βαθιά μοναξιά. Τούτη λοιπόν η τέχνη πόρρω απέχει απ’ αυτό που λέγεται ‘miserabilisme'».
ΑΠ: Να δούμε καταρχάς αν συμφωνώ με τον Ζενέ! Εκπορεύεται η ομορφιά από μια πληγή; Και μάλιστα τ η ν πληγή, δηλαδή το τραύμα της ύπαρξης; Εγώ το βλέπω ως εξής: Αυτό που ως άνθρωπος βρίσκω όμορφο, και άρα το ποίημα που θα προσπαθήσω να γράψω – είναι μια μεταφορά εκείνου που μου λείπει για να ολοκληρώσω την ιστορία του εαυτού μου – κατ’ αναλογία με τη φυσική επιβίωση.  Αυτό αναφέρεται και σε ‘ελαφρύτερες’ μα όχι λιγότερο σημαντικές εξελικτικά περιοχές της ύπαρξης που έχουν να κάνουν με την αίσθηση της ασφάλειας,  την πρακτικότητα της συμμετρίας, της αναλογίας, της κατηγοριοποίησης (αλλά και με τα αντίθετά τους, ως παρόμοιας χρησιμότητας μηχανισμούς ανώτερης τάξης). Δεν προϋποθέτει οπωσδήποτε μια πληγή, αλλά να είναι κανείς ζωντανός, δηλαδή να χρειάζεται κάτι. Σκέφτομαι ότι η μεγαλειώδης ομορφιά στην ποίηση δεν έχει να κάνει με το πόσο σοβαρή είναι η ανάγκη, αν δηλαδή η ανάγκη είναι πληγή, αλλά με το πόσο ακριβής είναι η μεταφορά που την καλύπτει. Κι αυτό ισχύει για την πλευρά του αναγνώστη, επίσης. Με βάση αυτά, και για να απαντήσω (επιτέλους!) στην ερώτησή σου, τα ποιήματά μου εκπορεύονται από κάποια έλλειψη ταυτότητας. Δεν ‘προσφεύγω’ στη μοναξιά, είμαι πάντα εδώ, την αναγνωρίζω ως μόνο τόπο ύπαρξης των ανθρωπίνων σχέσεων, μερικές φορές μάλιστα την αποθεώνω. Γιατί αυτό δεν είναι μιζεραμπιλισμός; Επειδή είναι ένας κόλπο ευτυχίας: Πρώτον, μπορεί έτσι να συμπονέσει κανείς τον εαυτό του. Κι όταν γίνεσαι ικανός να συμπονέσεις τον εαυτό σου, δεν είσαι πια εκείνος που πονά, αλλά αυτός που τον κοιτάει – κι αυτό έχει μέσα μια (κρυφή) χαρά, ότι η δυστυχία αυτή δεν σε αφορά ολοκληρωτικά. Δεύτερον, φέρνει την ευτυχία της ομορφιάς, δηλαδή συμπληρώνει σωστά την ιστορία, την εκπληρώνει. Νομίζω ότι πλέον προκύπτει πως όλ’ αυτά δεν αφορούν μόνο στην ποίηση αλλά κι άλλα πεδία της ανθρώπινης δράσης.
ΕΡ: Προσωπικά, δεν εκλαμβάνω την αποθέωση της μοναξιάς ως μιζεραμπιλισμό. Θαρρώ όμως ο Ζενέ, χρησιμοποιεί καθαρά ως συμβολισμό τη λέξη «πληγή», ίσως με αρκετή δόση πεσιμισμού, μα συμφωνεί με τη γνωστό απόφθεγμα, «την ώρα του μεγάλου πόνου γεννιέται η τέχνη», αλλά ας μην ξεστρατίζω την κουβέντα: θέλω να σταθούμε λίγο στην νέα σου ποιητική ενότητα, «Ο Ταμίας του Θεού». Διέκρινα σε αρκετά από τα γραπτά σου, μία εναλλαγή θεματολογίας, υπάρχουν -για να το θέσω καλύτερα- κάποιες θεματικές ενότητες απ’ τις οποίες, θέλω να σταθώ σε δύο, (βασικά τρεις είναι, αφού η πρώτη έχει ήδη τεθεί στις προηγούμενες ερωτήσεις μου κι αφορά τον ποιητή σε σχέση με τα ίδια του τα ποιήματα αλλά και τη σχέση του με τον κόσμο) κι αυτές είναι ο «έρωτας» και η «θυσία». Τι έχεις να πεις για αυτά τα δύο βασικά συστατικά της ύπαρξης που ίσως να μην το έχεις πει ακόμη με τα ποιήματά σου;
ΑΠ: Τώρα με σκοτώνεις! Με ρωτάς: «τι πιστεύεις για τον ωκεανό;». Θα πρέπει να απαντήσω σαν παιδί, ή με ένα ποίημα. Λοιπόν, ο σημερινός έρωτας είναι μια δυστυχία τύπου βιοεξουσίας του εαυτού. Κι αυτοί που μέσα μας την ασκούν, σα διορισμένοι βιο-επιθεωρητές, δεν είναι εκείνοι οι εαυτοί μας που τα καταφέρνουν καλά, αλλά τα φρικιά, οι weirdos, εκείνοι που έχουν φιμωθεί, οι τρομοκρατημένοι, οι αδέξια επαναστατημένοι, εκείνοι που μηχανορραφούν στα σκοτεινά μια απίθανη εκδίκηση! Ο έρωτας είναι το αντίθετο του θανάτου, αλλά με ένα τρόπο λυπητερό, σαν τη συσκότιση μιας πόλης μέσα στον πόλεμο.
Η θυσία; Δυο πράγματα με απασχόλησαν τελευταία. Το πρώτο άπτεται της κουβέντας περί του αν μπορούμε να την απομειώσουμε σε μια πράξη επιβίωσης εκείνου που θυσιάζεται: Όλο και περισσότερο, τείνω να βλέπω τις επιλογές ζωής που ένας άνθρωπος αποκαλεί  ‘θυσίες’, ως τη λύση ενός εσωτερικού του διλήμματος με τρόπο που να καλύπτει την πυρηνικότερη απ’ τις ανάγκες που εμπλέκονται στο δίλημμα. Μπορείς δηλαδή να πεις: «Θυσιάστηκα, έκανα το καλύτερο για τον εαυτό μου». Δεύτερον, με γοητεύουν οι θυσίες που δεν φαίνονται, που δεν τις ξέρει κανείς εκτός από εκείνον που θυσιάζεται, όχι από ταπεινότητα αλλά λόγω της φύσης τους – ότι έτσι πρέπει να είναι. Αυτό συνοψίζεται στον εξής  φανταστικό διάλογο:
– Κι εσύ τί έκανες για μένα;
– Με διατηρούσα αυτή που ήξερες.
Αν δεχτείς ότι οι άνθρωποι αλλάζουν πολύ μέσα τους, και με την έννοια της εναλλαγής αλλά και της μεταμόρφωσης σε βάθος χρόνου, ότι μέσα τους γίνονται δράκοι, μπαλαρίνες τσίρκου, ρομπότ, δέντρα, θαλάσσια κήτη, το να διατηρούν μια συνέπεια, μια κανονικότητα στις σχέσεις τους με το περιβάλλον τους είναι από τις συχνότερες ‘θυσίες’ που συμβαίνουν γύρω μας.
ΕΡ: Διαβάζοντας και τα ποιήματά σου αλλά και βλέποντας τις απαντήσεις σου, εύκολα κάποιος μπορεί να διακρίνει την ενασχόλησή σου και με τη φιλοσοφία. Υπάρχει ένας φιλόσοφος-στοχαστής που αισθάνεσαι κοντύτερα στις απόψεις του, ή, δεν τίθεται θέμα συγκεκριμένης επιρροής;
ΑΠ: Έχω διαβάσει πολύ λιγότερη φιλοσοφία απ’ ό,τι ονειρεύτηκα για τον εαυτό μου. Η σοβαρότερη εμπλοκή μου ήταν στο περιθώριο (και εξ αφορμής) των σπουδών μου στη θεολογία και την ψυχολογία, κι έπειτα της εκπαίδευσής μου στη συστημική ψυχοθεραπεία. Χωρίς να έχω εντρυφήσει, με γοητεύουν ο υπαρξισμός, ο κοινωνικός κονστρουξιονισμός, ο μετα-στρουκτουραλισμός, και οι κοινωνικές διαστάσεις της θεωρίας των αυτοποιητικών συστημάτων των Maturana και Varela. και της κυβερνητικής β’ τάξης του Heinz Von Foerster.  Οι καλύτεροι φίλοι που έκανα σ’αυτό το ταξίδι ήταν ο Sartre, ο Camus, ο  Foucault, ο Wittgenstein.  Τους δύο πρώτους νιώθω σα να τους ήξερα από μικρό παιδί. Οι δυο τελευταίοι, αν και τους γουστάρω  τρελά, είναι απίστευτα στραβόξυλα και με βασανίζουν.
ΕΡ: Και τελικά, αυτές οι διεργασίες στο πεδίο του νοητού, (ποίηση, φιλοσοφία, κ.ο.κ.) μπορούν, προσφέρουν κάποιο αντιστάθμισμα στην προσπάθεια να αντεπεξέλθει η Κατερίνα στο βιωματικό πεδίο, ή αυτό που ονομάζουμε «άμεση πραγματικότητα» δεν γίνεται να την αντικρούσεις με αυτά τα μέσα; Το ρωτάω αυτό για τι γνωρίζω πως υπάρχουν δημιουργοί που δεν αποδέχονται ως ισότιμα την τέχνη τους με τη ζωή τους και πράττουν διαχωρισμό μεταξύ τους.
ΑΠ: Πολύ δύσκολα πράγματα αυτά.  Για να σου πω με ποιο τρόπο υπάρχει διαφορά για μένα, θα ανακατέψω λίγο τα χαρτιά. Αυτό που λες ‘βίωμα’, ας μην το αντιδιαστείλουμε από τη νοητική διεργασία (διότι την προϋποθέτει επίσης), αλλά ας πούμε ότι η άμεση πραγματικότητα είναι ένα βίωμα που εμπλέκει μια πιο πρωτογενή νοητική διεργασία, ενώ η σύνθεση του ποιήματος ή του έργου είναι πάλι ένα βίωμα που εμπλέκει επιπρόσθετα και μια δευτέρου επιπέδου, αναστοχαστική διεργασία. Τώρα, για να το εξηγήσω, πρέπει να αναφέρω κάτι που διάβασα πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια στην Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι και δεν ξέχασα ποτέ, ότι η ζωή είναι ένα σκαρίφημα ενός έργου τέχνης το οποίο ο καλλιτέχνης ποτέ δεν θα έχει την ευκαιρία να φτιάξει. Λοιπόν, το κόλπο της ποίησης για μένα είναι ότι σου δίνει έναν τρόπο να ολοκληρώσεις το έργο, διότι αυτό το σκαρίφημα το καθαρογράφεις. Όχι μόνο το καθαρογράφεις, του αλλάζεις τα φώτα κατά πώς γουστάρεις, δηλαδή όπως πρέπει. Και η διαφορά εδώ με οποιαδήποτε άλλη αναστοχαστική κίνηση (π.χ. μια εναλλακτική, θεραπευτική επανερμηνεία ενός γεγονότος του παρελθόντος) είναι ότι η τέχνη σου δίνει μεγαλύτερη ελευθερία, εμπλέκοντας αισθήσεις και ιδέες που στα συμβατικά πλαίσια αλληλεπίδρασης είναι απαράδεκτα ή στο φυσικό κόσμο αδύνατα, ωστόσο είναι αυτά που θα σε φέρουν πιο κοντά στην αλήθεια της ζωή σου. Κάνεις τη διαχρονία συγχρονία, φτιάχνεις μπουκετάκια ύπνου και ξύπνου, παντρεύεσαι ένα εκκρεμές. Δυστυχώς, η τέχνη σου θα έρχεται πάντα μετά το σκαρίφημα. Θα πονέσεις φριχτά, όπως όλοι. Γι’ αυτό και δεν έχει σημασία αν ζεις μια ‘συμβατική’ ή ‘αντισυμβατική’ ζωή, αν πηγαίνεις 9 με 5 στο γραφείο, ή αν είσαι μπίτνικ · ούτε έχει σημασία αν γράφεις μάλλον αυτόματα ή μάλλον επεξεργασμένα. Γιατί και στις δυο περιπτώσεις το σκαρίφημα θα προηγείται.
ΕΡ: Μάλιστα. Θέλω λίγο πριν φτάσουμε στο τέλος, να μιλήσουμε για την μετανάστρια ποιήτρια: ένας ποιητής που εκτιμώ πολύ από τη δεκαετία του 1930, ο Θεόδωρος Ντόρρος, είχε εμπλουτίσει τα ποιήματά του, (χρησιμοποιώντας το μπωντλερικό ύφος) με τους δρόμους και τις εικόνες της δεύτερης πατρίδας, έχοντας όμως πάντα μία γεύση απώλειας στους στίχους του. Θέλω να σε ρωτήσω, πώς εισχωρεί στα γραπτά σου η απόσταση που σε χωρίζει από τα πάτρια εδάφη, ή μήπως δεν εισχωρεί;
ΑΠ: Κοίτα, ο Φρουρός γράφτηκε λίγο πριν και λίγο μετά τη μετανάστευση, ο Ταμίας τα πρώτα χρόνια στο Λονδίνο. Η απόσταση  από τα πάτρια εδάφη υπάρχει στα ποιήματά μου πιο πολύ έμμεσα, με την έννοια της ανατάραξης που έφερε η μετανάστευση σε κάποιον για τον οποίο η γλώσσα είναι κεντρικός πυλώνας της ύπαρξης. Η μετανάστευση καθαυτήν ελάχιστα θεματοποιείται. Στην εικονοποιία, θα δεις ενίοτε το ποτάμι, τον ατσάλινο ουρανοξύστη, το παγκάκι στο πάρκο. Ιστορίες που ξεκινούν στον πάνω όροφο του λονδρέζικου λεωφορείου. Αλλά τα θέματά μου είναι κυρίως υπαρξιακά, δεν πιστεύω οτι κάποιος με την εμπειρία της μετανάστευσης θα βρει οτι ταυτίζεται περισσότερο από κάποιον άλλον αναγνώστη.  Ο ξενιτεμένος δεν είναι μόνο εκείνος με τη χιλιομετρική απόσταση από το σπίτι. Το σπίτι δεν είναι μόνο το σπίτι.
Πάντως, σε μια περίοδο κατά την οποία στο συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της μέρας μου αισθανόμουν μια ύπαρξη γενική,  χωρίς προσωπικότητα (δηλαδη χωρίς γλώσσσα), το γεγονός  ότι ήμουν ικανή να γράψω αυτά τα ποιήματα μου έδινε μια ταυτότητα. Κι έναν έλεγχο. Αν μπορούσα να γράψω το ποίημα που ήθελα, σήμαινε μπορούσα να ορίσω τη ζωή μου. Και μάλιστα με ένα σούπερ νόημα, την ανώτατη μορφή νοήματος, καταμεσίς στο χάος.  Μόνο δια μέσου του ποιήματος, όπου ήμουν ασφαλής κ εκτιμούσα τον εαυτό μου, μπορούσα να κάνω βήματα σ’ αυτή την πόλη και να δω τί στο διάλο με συγκινεί εδώ, δηλαδή πώς σχετίζεται το καινούργιο με τους τόπους που φέρω μέσα μου. Εξού και το «Ξενιτεμένος: Στην ξαφνική ομορφιά, με πλημμυρίζουν παλιά δάκρυα.»
ΕΡ: Θα συμφωνήσω μαζί σου για τη γλώσσα, αλλά, όπως είπες, αναφέρεσαι στην ύπαρξη, είσαι δηλαδή κάπως κοντά στους υπαρξιστές. Όπως γνωρίζεις, εγώ βρίσκομαι σε άλλο μετερίζι, στον υπερρεαλισμό και πιστεύω ακράδαντα στο εν αρχή ην ο λόγος (άρα, η γλώσσα), θέλω όμως να μάθω αν κατ’ εσέ υπάρχουν όρια στη γλώσσα.
ΑΠ: Ρωτάς αν υπάρχει κάτι που δεν μπορεί να ειπωθεί;  Ναι, υπάρχει, αλλά μόνο με την έννοια της άμεσης διαθεσιμότητας: Έστω ότι θέλω να πω κάτι για το οποίο δε με καλύπτουν τα συμβατικά, ας πούμε γλωσσικά σενάρια (συμπεριλαμβανομενων των πλαισίων τους, που για μένα αποτελούν κομμάτια του σεναρίου). Τότε θα πρέπει να σκεφτώ, είτε άλλους συνδυασμούς σημείων, ή πώς θα τοποθετήσω ένα  υπάρχον σενάριο σε άλλο πλαίσιο, για να πω αυτό που θέλω (ή και τα δύο).  Κι εφόσον το πλαίσιο, που αλλάζει με το χρόνο,  αποτελεί μέρος του νοήματος, ο αριθμός των δυνατοτήτων μου δεν μπορεί να είναι πεπερασμένος. Με λίγα λόγια υπάρχουν όρια στη γλώσσα μέχρι να τα σπρώξεις παραπέρα. Τώρα θα μου πεις: «τί είναι τότε αυτό το κάτι που θέλεις να πεις, πριν βρεις τρόπο να το πεις;». Έλα ντε. Είναι μια εμπειρία που υπάρχει – έστω για λίγο- εκτός γλώσσας, πριν τη γλώσσα; Επίσης, γλώσσα και νόημα πάνε  μαζί; Θωμά, παραιτούμαι.  Εγώ το βιώνω ως εξής: Η εμπειρία είν’ ένας άνθρωπος μέσα μου που μου μιλάει. Η φωνή του φτάνει απ’τα βάθη σε μένα υπόκωφη, καταλαβαίνω τη διάθεση, αλλά όχι το περιεχόμενο. Γύρω μου υπάρχουν διαθέσιμα λόγια τα οποία άλλοτε μπορώ να ταιριάξω στη φωνή του κι άλλοτε όχι. Όταν δε μπορώ, (ή δε γουστάρω) γράφω ποιήματα, με τα οποία θα μπορέσω (και θα γουστάρω). Αυτή η φωνή που φτάνει από κει μέσα, εχει γλώσσα και μιλάει ήδη, Θωμά! Εγώ δεν ακούω τί λέει!
*

©Θ.Δ.Τυπάλδος
Φωτο: Κατερίνα Αγυιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια: