Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //
«Θέα Ακρόπολη» μυθιστόρημα της Λουκίας Δέρβη, εκδόσεις Μεταίχμιο
Θα μπορούσε να γράψει ο Μάκης άλλο ένα βιβλίο και για τους πελάτες του ξενοδοχείου, για τις μακρινές χώρες απ’ όπου έρχονταν, για τις παραξενιές, τα γούστα, τα χούγια τους, για όσους γνώριζε καλά και όσους έβλεπε μία φορά μόνο, για την αγάπη τους για την Αθήνα, τον ενθουσιασμό στα μάτια τους μόλις έφταναν στο ξενοδοχείο, τη χαλαρή τους διάθεση ή το άγχος όσων έρχονταν για δουλειές. Για το πιο συναρπαστικό επάγγελμα στον κόσμο, το δικό του επάγγελμα. Την πραγματική του αγάπη στην οποία μπορούσε να βασιστεί ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής του.
Ο Μάκης Ιγγκλέσης, ρεσεψιονίστ στο πεντάστερο ξενοδοχείο-κόσμημα της Αθήνας. Το επινοημένο για χάρη της μυθοπλασίας Athens Excelsior, στην πλατεία Συντάγματος, φυσικά με θέα στην Ακρόπολη. Κι αυτός, στενά δεμένος μαζί του, να το βλέπει και να το ζει όχι μόνον ως επαγγελματική δραστηριότητα αλλά ως χώρο, στον οποίο αποκτά η ζωή του μια υπόσταση σημαντική. Γύρω του, πέρα από τους πελάτες που η προσωπική τους αίγλη συνταιριάζει με τη χλιδή του ξενοδοχείου, όλοι οι εργαζόμενοι, άλλοι σε ξεχωριστές θέσεις και άλλοι στην αφάνεια, όλοι όμως απαραίτητοι στο πόστο τους ο καθένας, προκειμένου τα πάντα να λειτουργούν με την ακρίβεια ενός ρολογιού.
Η δεκαετία του ’90 στις αρχές της· μια εποχή ευμάρειας που ίσως προμήνυε την επερχόμενη κατάρρευση για όποιον μπορούσε να δει κάτω από την επιφανειακή ανάπτυξη που στηριζόταν σε σαθρά θεμέλια. Η μεταβατική δεκαετία από τη μεταπολίτευση στα χρόνια της κρίσης. Με την τρομοκρατία ακόμη να επιλέγει τα θύματά της αλλά και με τις παράπλευρες απώλειες να αμαυρώνουν την όποια ιδεολογική της ταυτότητα. Η δολοφονία του Θάνου Αξαρλιάν από τη «17 Νοέμβρη», στις 14 Ιουλίου του 1992 είναι το γεγονός που θα συνταράξει την ελληνική κοινωνία. Θα ξαφνιάσει όμως και τους πελάτες και εργαζόμενους του πολυτελούς ξενοδοχείου – τόσο κοντά τους μια απειλή λοιπόν, τόσο μετέωρη η ασφάλειά τους, τίποτα στην πραγματικότητα δεν μπορεί να τους προστατεύσει, ούτε η χλιδή του περίκλειστου κόσμου μέσα στον οποίο ζουν; Με το γεγονός αυτό θα ξεκινήσει η ιστορία της Λουκίας Δέρβη, που αυτή τη φορά επέλεξε τη μεγάλη φόρμα για την αφήγησή της.
Πράγματι πρόκειται για μυθιστόρημα, γιατί έχει τις προδιαγραφές του περιεχομένου καθώς και την τεχνική της γραφής του για να κατηγοριοποιηθεί στη μεγάλη φόρμα – κι ας μην ξεπερνούν οι σελίδες του τις διακόσιες. Η πλοκή στρέφεται γύρω από τον προβαλλόμενο τεχνηέντως ως κεντρικό ήρωα, τον Μάκη Ιγγλέση, που κατέχει την πιο υπεύθυνη θέση από όλους τους εργαζόμενους: ταυτόχρονα ο επικεφαλής του προσωπικού αλλά και το κύριο πρόσωπο με το οποίο έρχονται σε επαφή οι πελάτες. Θα μπορούσε έτσι όλο το βιβλίο να γραφεί μέσα από τη δική του πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Ωστόσο η Δέρβη επέλεξε η ίδια τη φωνή του παντογνώστη αφηγητή δίνοντας έτσι την ιδέα της συνολικής εποπτείας στον πολυπρόσωπο χώρο του ξενοδοχείου. Οι υπόλοιποι ήρωες, γύρω από τον κεντρικό, συστρέφονται όπως οι διαδοχικές αναταράξεις του νερού μιας λίμνης σαν πέσει μέσα της μια πέτρα – πιο ξεκάθαρες όσο είναι κοντά στην αφορμή, φθίνουσες όσο απομακρύνονται. Η καμαριέρα Θέκλα, «βασίλισσα» του πολυτελούς ορόφου, που αλλάζει κάθε τόσο τους πίνακες στα δωμάτια για να νιώθει πως παρεμβαίνει στην αισθητική αλλά και στη ζωή του ξενοδοχείου, είναι η πιο κοντινή φιγούρα στον Μάκη – ενδιαφέρουσα ως χαρακτήρας, θα μπορούσε να σηκώσει πάνω της ακόμα και τον κεντρικό ρόλο. Αντιλαμβάνομαι πως χρησιμοποιώ κατά κάποιο τρόπο μια ορολογία θεατρική, η οποία αβίαστα προκύπτει μέσα από το φροντισμένο σαν σκηνικό θεατρικού έργου μυθοπλαστικό τοπίο. Βοηθάει σ’ αυτό και η «σκηνοθετική» συγγραφική φωνή με τη μηδενική εστίαση και τη συνολική εποπτεία, κατανεμημένη στα πρόσωπα της ιστορίας. Τα πρόσωπα αυτά (το καθένα στο μέτρο που του αναλογεί λόγω ιδιότητας, άλλοι δευτεραγωνιστές, άλλοι τριταγωνιστές) διαγράφονται ως χαρακτήρες με ξεκάθαρα στοιχεία προσωπικότητας – άλλη μια απαραίτητη προϋπόθεση για να μιλήσουμε για μυθιστόρημα. Με τις ανασφάλειές τους, τα μυστικά τους, τις αντιδικίες τους, τις αντιπαλότητες και τις φιλίες τους. Αλλά και με την προσωπική τους ζωή, που προσπαθούν να την αφήνουν έξω από τους τοίχους του ξενοδοχείου, χωρίς πάντοτε να το κατορθώνουν. Ωστόσο, η τόσο διαφορετική ζωή στον χώρο της δουλειάς τους, η τεράστια απόσταση που χωρίζει τον ιδιωτικό τους χώρο από το χλιδάτο περιβάλλον του Athens Excelsior και τους επιφανείς πελάτες του, δεν γίνεται να μην παρεισφρήσει στην ψυχολογία τους και να τους δώσει την εντύπωση (έστω και για λίγες ώρες) πως «συγκατοικούν» μαζί τους στον λαμπρό αυτό ναό φιλοξενίας.
Αυτή η τελευταία παρατήρηση δίνει, νομίζω, και ένα διαφορετικό, πολύ ενδιαφέρον, περιεχόμενο στη ιστορία του βιβλίου: Η πλοκή του δεν χαρακτηρίζεται από σημαντικές ανατροπές, από αιφνίδιες αλλαγές σε καταστάσεις, από εξάρσεις ή καταβυθίσεις· περισσότερο μοιάζει να κυλά μέσα σε μια καθημερινότητα, που τη διαταράσσουν οι νέες αφίξεις πελατών ή οι αναχωρήσεις τους. Αυτό το στοιχείο, που θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί μειονέκτημα της γραφής, καταλήγει το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό του και θεωρείται φυσικά πλεονέκτημα. Στην πραγματικότητα δεν είναι κάποιο από τα πρόσωπα της ιστορίας (ας πούμε ο Μάκης) που κατέχει τον κεντρικό ρόλο. Είναι το ξενοδοχείο που διεκδικεί για τον εαυτό του, εν είδει προσώπου, τη θέση αυτή. Όχι μόνο γιατί δεσπόζει με το μέγεθος και το εκτόπισμά του ως οικονομικό, και ιδεολογικό ακόμη, βάρος στην κοινωνική ζωή. Κυρίως αυτό ισχύει, αν δούμε τον τρόπο που κατορθώνει να μεταλλάσσει τους ανθρώπους του σε διαφορετικές περσόνες, όσο ασκεί πάνω τους την καταλυτική του επίδραση. Σαν να έχουν ανώτερη υπόσταση όταν βρίσκονται μέσα του και να ξαναβρίσκουν τον αληθινό τους εαυτό, το πραγματικό τους μέγεθος, όταν απομακρύνονται. Το Athens Excelsior, έτσι, ως κεντρικό «πρόσωπο» της ιστορίας, μοιάζει να έχει ψυχή, να συντονίζει τους ανθρώπους του τον καθένα στον ρόλο του, λειτουργώντας απέναντί τους ως το πραγματικό αφεντικό τους, αυτό στο οποίο λογοδοτούν αν ανταποκρίθηκαν στο μέγεθος και την αξία του ονόματός του ή, αντίθετα, αν με τις απροσεξίες τους ή την ανικανότητά τους το πρόσβαλαν και τότε θα πληρώσουν. Κάτω από μια τέτοια οπτική ανάγνωσης, φυσικά και η πλοκή μπορεί να περιοριστεί στην καθημερινότητα, χωρίς εναλλαγές, ακριβώς γιατί η σταθερή ρουτίνα της ζωής στο ξενοδοχείο είναι αυτή που του δίνει την ασφάλεια και τη μακροημέρευσή του.
Μια διαφορετική, λοιπόν, πρόταση για τη μυθιστορηματική γραφή προτείνει εδώ η Λουκία Δέρβη, ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη. Ο τίτλος, άλλωστε, αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο το περιεχόμενο του βιβλίου. Η υπέροχη θέα στην Ακρόπολη είναι που προσφέρει στο πολυτελές ξενοδοχείο την ιδιαίτερη αίγλη του. Όλα τα άλλα έρχονται να υπηρετήσουν τη θέση του και να το αναγάγουν σε ξεχωριστό και αληθινά πολυτελές κατάλυμα μιας επίπλαστης στην ουσία ζωής.
Το Athens Excelsior ήταν ένα μικρό χωριό τριακοσίων πενήντα κατοίκων-υπαλλήλων, ένας μικρόκοσμος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου