2.12.19

Προδημοσίευση – Ματσούο Μπασό: “Νοζαράσι Κικό και Δέκα Οκτώ Χάικου”

Εισαγωγή και μετάφραση από τη ρομάτζι: Γιάννης Λειβαδάς //

Μέδουσα 2019
__________________
Ο τόμος πέραν των μεταφρασμένων κειμένων, περιέχει πλήρη βιογραφική και αισθητική παρουσίαση του ποιητή.

Απόσπασμα από την εισαγωγή:
Τα επόμενα χρόνια, έως την προθανάτια κατάκλισή του, ο Μπασό έκανε κάμποσες περιηγήσεις στην ιαπωνική ενδοχώρα και εμπλούτισε ποσοτικά όσο και ποιοτικά την ποιητική του γραφή. Το 1691 επέστρεψε ξανά στο Έντο και έζησε σε μία ακόμη καλύβα, την οποία είχαν κατασκευάσει πάλι οι μαθητές του.
Το 1693 βυθίστηκε σε βαριά κατάθλιψη μετά τον πρόωρο θάνατο του ανιψιού του Τοΐν. Τον Αύγουστο του ίδιου έτους, υποφέροντας από πυρετούς και πονοκεφάλους, ο Μπασό σφάλισε την πόρτα της καλύβας του και απομονώθηκε εντελώς. Το 1694 επανήλθε, με την υγεία του όμως εύθραυστη και επιβαρυμένη. Σε μία τελευταία του έξαψη για ζωή, πήρε την απόφαση να ταξιδέψει στο Ναγκόγια, το Ουένο, το Ότσου και το Κιότο. Καθ’ οδόν, αρρώστησε βαριά από οξεία στομαχική νόσο και τελικά πέθανε στις 12 Οκτωβρίου του 1694 στην Όσακα, έχοντας αφήσει, τέσσερεις μέρες πριν, το προτελευταίο του χάικου:
Άρρωστος στο
ταξίδι, τα όνειρα
έρμαια της ερημιάς.
Το συγκεκριμένο ποίημα έχει από πολλούς καταχωριστεί λανθασμένα ως το τελευταίο του. Ωστόσο το επιθανάτιο χάικου του Μπασό ήταν αυτό:
Στο λαγαρό ρεύμα
του καταρράκτη,
πευκοβελόνες.
Το προτελευταίο χάικου του Μπασό όμως, είναι καταλληλότερο για να αναδείξει κανείς το μη-μεταφράσιμο ή οριακώς μεταφράσιμο υλικό καθώς και τις άπλετες παρερμηνευτικές τοποθετήσεις που συχνά εμφανίζονται, ως αποτέλεσμα μιας όχι και τόσο υπεύθυνης και κοπιώδους προσέγγισης του χάικου.
Σε αυτό το ποίημα, ο Μπασό εξομολογείται την αίσθηση ασυνέχειας της τέχνης του, την απελπισία του για το γεγονός ότι η ζωή του πολύ σύντομα θα τερματιστεί και μαζί μ’ αυτήν θα τερματιστούν οι προσπάθειες τελειοποίησης της τέχνης του χάικου. Το όραμά του ξεστρατίζει, απομένει χαμένο εκεί όπου δεν βρίσκεται κανείς να το αναλάβει. Αυτή ήταν πράγματι και η μοναδική υπαρξιακή έγνοια του ποιητή.
Σε αυτό το χάικου ο Μπασό δεν «έπαιξε πλαγίως» μόνο με τους ηχητικούς τόνους, μα με τη δημιουργία ενός σύνθετου ρήματος, το οποίο δεν χρησιμοποιείτο ή χρησιμοποιήθηκε σπανιότατα στην ιαπωνική, και μίας εικόνας. Αυτό το ρήμα λοιπόν, το «κάκε- μεγκούρου» (ετυμ. σκορπίζονται-πλανώνται-χάνονται-εκκρεμούν), το αντικατέστησα με τη λέξη «έρμαια» ώστε η μέγιστη λακωνικότητα να αποδίδει ολωσδιόλου τις ιδιότητες του αλλόκοτου αυτού ρήματος το οποίο δεν γίνεται να μεταφραστεί ορθά στην ελληνική δίχως τη χρήση, τουλάχιστον, δύο λέξεων∙ ενός ρήματος κι ενός επιρρήματος.
Τα όνειρα του ποιητή δεν εξακολουθούν ως δυνατότητα, ως όραμα∙ τουναντίον, οδηγούνται σε πλήρη καθίζηση, σε μία κατάσταση αέναης έκθεσης σε μία ερημιά όπου βασιλεύει η απονέκρωση, η στασιμότητα. Η πιο κοντινή έννοια στη λέξη «καρένο» (ετυμ. ξερή, έρημη γη) είναι η «ερημιά», παρά οποιαδήποτε άλλη με αμιγώς τοπιογραφική σημασία. Ο ποιητής είναι το χάικου, και το ποίημα αναδεικνύει με θλίψη αλλά και με παρρησία αυτή την αλήθεια.
Τέτοιου είδους δυσκολίες στη μετάφραση είναι συνήθεις. Όντας ποιητής που μεταφράζει και όχι μεταφραστής, υποστηρίζω πως ο δεύτερος ποιητής υποχρεούται να αναλάβει την ποίηση του πρώτου εκ βάθρων, ώστε όχι μόνο το παρελθόν να διευρύνει το μέλλον, αλλά και το μέλλον να διευρύνει το παρελθόν. Η ποίηση μεταδίδεται, είναι εμφυσώσα, όχι μιμηθείσα.
*
«Νοζαράσι κικό», (野ざらし紀行) σημαίνει «οδοιπορικό κακουχιών», «ταξιδιωτικό ημερολόγιο ενός καιροδαρμένου». Σύμφωνα με την κυριολεκτική ετυμολογία, η οποία δεν χρησιμοποιείται πια στη σύγχρονη ιαπωνική, το «νοζαράσι» σημαίνει «σκελετός ανεμοδαρμένος/παρατημένος στους αγρούς», μα στη νεότερη ιαπωνική σημαίνει «καιροδαρμένος, ταλαίπωρος», «κικό», όπως προαναφέρθηκε, σημαίνει «ταξιδιωτικό ημερολόγιο, οδοιπορικό».
Το κείμενο έχει δεχθεί έως σήμερα πολλές μεταφράσεις από την κάντζι όσο και από τη ρομάτζι, οι οποίες διαφέρουν πολύ έντονα μεταξύ τους. Πρόκειται για το γνωστό, οικείο πλέον, ζήτημα αδυνατότητας ιδανικής, ή έστω, τελειοποιημένης μετάφρασης της κλασσικής ιαπωνικής (εννοώντας τη γλώσσα με την γραφόταν η ιαπωνική λογοτεχνία από το 1603 έως το 1912, περιλαμβάνοντας τις περιόδους Έντο και Μεϊτζί) σε άλλη γλώσσα, το οποίο καθορίζει απολύτως την αναγνωστική προσέγγιση από τους αλλόγλωσσους, καθώς και τις βαθμίδες της αντίστοιχης προσεγμένης σπουδής.

Σχετική εικόνα

Ετούτη όμως η αδυνατότητα, βγαλμένη λες μέσα από το πνευματικό χιούμορ του χάικου, εφοδιάζει, κατ’ έναν τρόπο, τη λογοτεχνική διάρκεια μέσω της μεταφραστικής πολυτυπίας. Οι εκδοχές, είτε αυτές προσεγγίζουν πράγματι το πρωτότυπο, είτε απέχουν απ’ αυτό, σκιαγραφούν αδρά την ανθρώπινη φυσικότητα η οποία επινεύει, έτσι ή αλλιώς, στην ανάγκη ανάγνωσης αυτών των κειμένων.
Για την παρούσα εργασία χρησιμοποίησα το πρωτότυπο κείμενο από τη συλλογή των απάντων έργων του Μπασό της βιβλιοθήκης του ιαπωνικού πανεπιστημίου Γιαμάνασι (芭蕉発句全集 – 山梨大学) σε μορφή κάντζι και ρομάτζι. Η μετάφραση έγινε από τη ρομάτζι, ωστόσο δεν έλειψαν οι συγκριτικές επιβεβαιώσεις λέξεων και συνωνύμων από την κάντζι.
Με το «Νοζαράσι κικό», ο Ματσούο Μπασό προσχώρησε στην παράδοση των ποιητών που πραγματοποιούσαν οι παλαιότεροι απ’ αυτόν ποιητές, έχοντας ως κίνητρα την απόρριψη της προβλεψιμότητας και τη δοκιμασία της πνευματικής τους κατάστασης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: