50. Μαρία Φαραντούρη: Sings Taner Akyol [Enja/AN Music, 2011]
του Χάρη Συμβουλίδη
Παρά τη μικρή έως ανύπαρκτη προβολή της δράσης της, η Μαρία Φαραντούρη συνέχισε και σε αυτήν τη δεκαετία να έχει μια διεθνή καριέρα με σημαντικό καλλιτεχνικό εκτόπισμα. Ο πιο ολοκληρωμένος δίσκος που κατέθεσε στη συγκεκριμένη ακτίνα δράσης τη βρήκε σε εκλεκτό γερμανικό label, να συναντά τη γραφή του Τούρκου δημιουργού Taner Akyol και τα παιξίματα της Berlin Concerto Chamber Orchesta (σε διεύθυνση Συμεών Ιωαννίδη).
Γεφυρώνοντας το βάθος της λόγιας Ανατολής με τα πρότυπα της κλασικής Δύσης, η Φαραντούρη εκπροσώπησε με τις καταπληκτικές της ερμηνείες (π.χ. "Πουλιά") μια ξεθωριασμένη πια Ελλάδα-σταυροδρόμι, αλλά και μια άποψη για το ντόπιο έντεχνο τραγούδι που πέρασε δυστυχώς στο περιθώριο των εξελίξεων, χάριν χλιαρών επιλογών, οι οποίες φασούλι-φασούλι φτώχυναν σημαντικά το ελληνικό πεντάγραμμο· με τις ευλογίες βέβαια ενός εγχώριου Τύπου αυξητικά γεμάτου με γραφιάδες που άρχισαν να ακούν έντεχνα στη δεκαετία του 1990, μένοντας ανίδεοι και ανυποψίαστοι για το βάθος και το βάρος του παρελθόντος του είδους.
49. Μανώλης Γαλιάτσος & Σωκράτης Άνθης - 2011: Εδώ, Έξω [Puzzlemusik, 2011]
του Στυλιανού Τζιρίτα
Κάθε άλμπουμ του Μανώλη Γαλιάτσου –ακόμα και όταν δεν σε κερδίζει– είναι δουλειά μουσικής, σύνθεσης, σκέψης. Γράφοντας ένα έργο ειδικά για τον τρομπετίστα Σωκράτη Άνθη, καταδύεται εδώ σε ηχητικά άδυτα άγνωστα και απροσμέτρητα, διατηρώντας όμως σχέση εμπιστοσύνης με τον ακροατή, στον οποίον παρέχει μια ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση, που διεκδικεί τον δικό της χώρο στη σύγχρονη ελληνική δισκογραφία.
Στο 2011: Εδώ, Έξω Γαλιάτσος & Άνθης προσπαθούν –μέσω της σύνθεσης ο πρώτος και της εκτέλεσης ο δεύτερος– να βρουν μια νέα γαία, που να απομακρύνεται από όλες τις γνωστές ετικέτες κατάταξης ειδών.
48. Septicflesh: The Great Mass [Season Of Mist, 2011]
του Νίκου Σβέρκου
Το Great Mass είναι ένα αδιαίρετο έργο: το soundtrack ενός θεατρικού τρόμου, με εισαγωγή, κορύφωση και εντυπωσιακό τέλος. Αυτή η λογική δεν είναι εύκολο να φτιαχτεί, χρειάζεται μάλιστα μπόλικες ακροάσεις για να καταλαγιάσει η έκπληξη που φέρει μια τόσο διαφοροποιημένη τακτική.
Ο 8ος δίσκος των Αθηναίων είναι ένα τεχνικά άρτιο ηχητικό έργο, που συνδυάζει στην πλοκή του ακραίες metal φόρμες και εύληπτες μελωδίες, κρατώντας ψηλά την τεχνικότητα, χωρίς όμως να τη «γδύνει» από ουσία.
47. Λάκης Χαλκιάς: Μνήμες Της Ξενιτιάς - 12 Δημοτικά Τραγούδια Της Ηπείρου [Music Corner, 2011]
του Χάρη Συμβουλίδη
Στη μορφή τουλάχιστον που το ξέραμε επί δεκαετίες, το δημοτικό τραγούδι δείχνει πλέον να δύει ανεπιστρεπτί ως επίκαιρο μουσικό είδος. Παρά ταύτα, ευτύχησε κατά την τρέχουσα δεκαετία να εκπροσωπηθεί από έναν θαυμάσιο δίσκο, ο οποίος είχε ως «καύσιμο» την παράδοση της Ηπείρου και ως αιχμή του δόρατος τις λεβέντικες ερμηνείες του Λάκη Χαλκιά.
Το μέταλλο της φωνής του Χαλκιά μοιάζει αλώβητο στον χρόνο: είναι σαν ο τελευταίος απλά να το έχει προικίσει με περισσότερη στόφα, τονίζοντας τη δωρικότητα που πάντα τον χαρακτήριζε και τόσο πάει σε τούτα τα τραγούδια. Εύσημα όμως ανήκουν και στους μουσικούς που τον συνοδεύουν εδώ, παίζοντας στο στούντιο λες και βρίσκονται σε πανηγύρι στα Ζαγοροχώρια ή στα Θεοδώριανα.
46. Κ.ΒΗΤΑ: Ομόνοια [Minos-EMI, 2016]
του Ανδρέα Κύρκου
Ο Κ.ΒΗΤΑ μεγαλώνει όμορφα, χωρίς να ξοδεύεται δημιουργικά. Με αφετηρία του τα πλήκτρα, ατενίζει ξανά την αστική αποξένωση, το τραύμα της απόρριψης και τη δύναμη της αγάπης.
Και εκτίθεται άφοβα (απλώς ντροπαλά) μπροστά μας, καθώς απ’ το μυαλό του περνάει η ιδέα πως η απέραντη μοναξιά είναι υπόθεση που μπορεί να κερδηθεί και ότι η αγάπη ίσως να μη φαντάζει απ' την αρχή σαν καμένο χαρτί. Αν υπάρχει καλλιτεχνικό βλέμμα αντίστοιχο με το δικό του στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια, είναι κάτι που πρέπει να συζητήσουμε πολύ σοβαρά.
45. Κωστής Δρυγιανάκης: Επί Πτερύγων Ανέμων [Granny, 2016]
του Βαγγέλη Πούλιου
Ο Βολιώτης δημιουργός βάζει εδώ στον εαυτό του –και κατ' επέκταση στους ακροατές– έναν δύσκολο γρίφο: να δοθεί μια μορφή, ένα σχήμα, μια υπόσταση στον άνεμο και στα πτερύγιά του, δηλαδή στο κατεξοχήν αμορφοποίητο από τα στοιχεία της φύσης.
Για να το κάνει, χρησιμοποιεί 26 συνολικά μουσικούς, στους οποίους μπορούν και συμπεριλαμβάνονται το death metal σχήμα των Atavism, ο δεινός αυτοσχεδιαστής και πιθανώς από τους καλύτερους τζαζ ντράμερ της ημεδαπής Χρήστος Γερμένογλου, ο Jason Lescalleet (σημαντικό όνομα του αμερικανικού πειραματισμού), κιθάρες, βιολιά, κανονάκια, κλαρινέτα, ζουρνάδες, φωνές, μπόλικα ηλεκτρονικά και βέβαια ακόμα περισσότερα samples: αμάξια που μαρσάρουν, χέρια που χτυπάνε πόρτες, φράσεις οι οποίες λέγονται με τα απλούστερα, τα πιο καθημερινά λόγια και κουδουνίζουν στο μυαλό σου για ώρα («πού να μπούμε εμείς μέσα στο άπειρο;»).
44. Sun Of Nothing: The Guilt Of Feeling Alive [Catch The Soap Productions, 2010]
του Θανάση Μπόγρη
Παρά το γεγονός ότι η μουσική είναι περισσότερο post-metal σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους (τα riffs του "Catharsis" π.χ. είναι μουλιασμένα στους Neurosis), η ένταση και η αγωνία που αποτυπώνεται στο The Guilt Of Feeling Alive, παραμένει αναλλοίωτη.
Τα γνώριμα black, doom και sludge στοιχεία είναι ακόμα παρόντα, όλα δεμένα ιδανικά μεταξύ τους, δείχνοντας μια προοδευτικότερη πτυχή του αθηναϊκού γκρουπ. Τα ακραία φωνητικά του Ηλία Αποστολάκη διανθίζονται με κάποια καθαρά, ενώ η παραγωγή –που σου επιτρέπει να ακούς ευδιάκριτα κάθε όργανο– δίνει στο τελικό αποτέλεσμα μια άλλη διάσταση.
43. Tania Giannouli Ensemble: Transcendence [Rattle, 2015]
του Βαγγέλη Πούλιου
Η Τάνια Γιαννούλη καταφέρνει να κεντρίζει συναισθηματικά τον ακροατή δίχως προφανείς, εύκολες λύσεις, μα και χωρίς υπερβολές. Η μουσική της μοιάζει εγγενώς διαλεκτική, έτσι όπως περιηγείται μεταξύ της ελεγείας και της έξαψης, της απουσίας –με τη νοσταλγική της ραθυμία και τον ευάλωτο συναισθηματισμό της– και της παρουσίας, με τις επείγουσες εκκλήσεις του σώματος.
Η πιο ευανάγνωστη αναφορά πατάει στους ευρωπαϊκούς τρόπους της ECM, στις καλομελετημένες συνδέσεις μεταξύ της κλασικής και της τζαζ, σ’ εκείνη την πολύ λεπτή τομή μεταξύ ρομαντισμού και ορθολογισμού που αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, «σήμα κατατεθέν» του σημαντικού γερμανικού label. Υπάρχει όμως και μια «μεσογειακότητα»: ρυθμοί και μελωδίες που, δίχως να αγνοούν τα παραπάνω, εστιάζουν σε ένα πιο οικείο, πιο ζεστό περιβάλλον.
42. Planet Of Zeus: Macho Libre [B-Otherside, 2011]
του Δημήτρη Λιλή
Ακόμα κι αν διαρκούσε τα μόλις 3 λεπτά και 51 δευτερόλεπτα του "Leftovers", το Macho Libre θα έπρεπε να φυλάσσεται ως Άγιο Δισκοπότηρο της ελληνικής stoner σκηνής. Ριφ για μεταλλικές χαίτες, grooves που διδάσκονται στα μεταπτυχιακό τμήματα με τίτλο «πώς να τους κουνήσεις με μια κάσα, ενώ νομίζουν ότι έχεις δύο» και η φωνή του Μπάμπη Παπανικολάου σε διαολεμένα κέφια –απαλλαγμένη και επίσημα από το άγχος της προφοράς– δένουν τον πιο εύκολο δεύτερο δίσκο που άκουσε ποτέ η σκηνή του Μο Βetter.
Έτσι όπως το hard στυλ έφυγε από το Σιάτλ των Soundgarden για να συναντήσει το desert rock της Καλιφόρνια (βλέπε Queens Of The Stone Age), έτσι και οι Planet Οf Zeus πήραν τoν τσαμπουκά του ντεμπούτο Eleven The Hard Way (2008) και τον έκαναν το rock success story της τρέχουσας δεκαετίας για την εγχώρια σκηνή.
41. Xylouris White: Goats [Other Music/Minos-EMI, 2014]
του Βαγγέλη Πούλιου
Σε παραγωγή του Guy Picciotto των Fugazi, Γιώργος Ξυλούρης & Jim White αφήνουν τις πολλές βεβαιότητες, χωρίς να παραγνωρίζουν τη δυναμική τους. Βρίσκουν π.χ. έξυπνους τρόπους να αποδομούν χωρίς να χάνουν στιγμή επαφή με τη δομή, ανασύροντας έτσι έναν εμπνευσμένο διάλογο, για τον οποίον και δουλεύει τελικά η δεξιοτεχνία τους.
Περιέχει ορισμένες καμπύλες το Goats που είναι όντως συναρπαστικές: ένα «ανάμεσα» μεταξύ της ορθοδοξίας που δημιουργεί μια κατά βάση ανορθόδοξη σύμπραξη και κάποιων αραιώσεων, στις οποίες οι ισορροπίες γίνονται ξανά ρευστές και η συνομιλία προτιμά να ψάχνει εκ νέου τους ιδιωματισμούς της, παρά να βασίζεται σε φιξαρισμένους κανόνες.
40. Μπάμπης Παπαδόπουλος: Παραλογές Του Άχρηστου [Puzzlemusik, 2019]
του Μιχάλη Τσαντίλα
Στις Παραλογές Του Άχρηστου, έτσι για αλλαγή, οι μεγάλες αποκαλύψεις απουσιάζουν· στα 10 ορχηστρικά κομμάτια ο γνώστης της διαδρομής του Μπάμπη Παπαδόπουλου δεν θα βρει κάποια πρωτόφαντη χειρονομία. Όμως, εξαρχής, το άλμπουμ μοιάζει να έχει μια άλλη στόχευση: να εντάξει για πρώτη φορά σε ενιαίο σύνολο όλα τα διαφορετικά μονοπάτια της πρότερης περιπλάνησής του.
Συνυπάρχουν έτσι το ακουστικό και το ηλεκτρικό ηχόχρωμα της κιθάρας, οι λυρικές και οι μινιμαλιστικές τάσεις, η λαϊκότητα και η ελλειπτικότητα –κάποιες φορές, μάλιστα, μέσα στην ίδια σύνθεση. Είναι ένα στοίχημα που δεν είχε βάλει μέχρι στιγμής ο συνθέτης, τουλάχιστον όχι σε τέτοιον απόλυτο βαθμό. Και το κερδίζει με άνεση.
39. Ψ.Χ.: Το Φως Το Αληθινό [Cryptia Productions, 2016]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Χρειάστηκαν χρόνια για να αποφασίσει η οντότητα Ψ.Χ. να συγκεντρώσει τα κομμάτια με τα οποία στοίχειωνε το διαδίκτυο από το 2008, να προσθέσει κάποια νέα, και να «κυκλοφορήσει» το σύνολο με έναν αρκετά ανορθόδοξο τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι ένας απίστευτα μαύρος δίσκος, ό,τι πιο κοντά στο απειλητικό φάσμα του black metal έχει παρουσιαστεί εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Με μανιασμένο πάθος και απροσδόκητη εξέλιξη, με ανάσα που θαρρείς βγήκε από τα μπουντρούμια ενός φυματικού De Mysteriis Dom Sathanas. Καλημέρα Απειλή, καλώς (επαν)ήλθες στο black metal με νυχτερινή φτερούγα για να σβήσεις τα κεριά, για να βουτήξεις μέσα στην Παράδοση κάνοντας τα τζάκια να βήχουν σαν φυματικά.
38. Δημήτρης Μυστακίδης: Εσπεράντο [Fishbowl, 2015]
του Γιώργου Μυζάλη
Σε μια εποχή κατά την οποία κυριαρχούν οι διασκευές σε παλαιοτέρο ρεπερτόριο από καινούριες μπάντες και νέους μουσικούς, ο Δημήτρης Μυστακίδης πρωτοτυπεί, τόσο ως προς τις επιλογές των τραγουδιών, όσο και ως προς τον τρόπο με τον οποίον τα διασκευάζει και που –βέβαια– τα παίζει. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, επίσης, επέλεξε εδώ και τον καταλληλότερο ερμηνευτή για το κάθε τραγούδι.
Όλα αυτά λαμβάνουν ιδιαίτερη αξία στον ορυμαγδό νεόκοπων οπαδών του Django Reinhardt, που ξεπηδούν από παντού με gypsy jazz παιξίματα και swing αναφορές, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν ίδια. Έχουν «στενάξει» τα τελευταία χρόνια ο Χιώτης, ο Τσιτσάνης και ο Μουζάκης από ανέμπνευστες επανεκτελέσεις, στηριγμένες στο ίδιο πατρόν. Μέσα λοιπόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Μυστακίδης κάνει εκείνο που ξέρει καλά, μένοντας ανεπηρέαστος από τις σειρήνες της ευκολίας.
37. Sokratis Sinopoulos Quartet: Eight Winds [ECM/AN Music, 2015]
του Μιχάλη Τσαντίλα
Στο Eight Winds ο Σωκράτης Σινόπουλος «σκηνοθετεί» ένα ακόμα επεισόδιο της (μακράς) σειράς «η καθ' ημάς Ανατολή συναντά τη Δύση», θέτοντας τη λύρα του επικεφαλής ενός κουαρτέτου, το οποίο συμπληρώνεται από το πιάνο του Γιάννη Κιριμκυρίδη, το όρθιο μπάσο του Σωτήρη Τσεκούρα και τα τύμπανα του Δημήτρη Εμμανουήλ. Το αποτέλεσμα ίσως θέτει για κάποιους ζητήματα ετικέτας: είναι τζαζ αυτό που ακούμε ή μήπως πρέπει να το πούμε world;
Το παιχνίδι ισορροπιών που στήνεται εδώ, είναι αριστοτεχνικό. Αριστoτεχνικό, ναι, αφού το να βρεθούν οι κώδικες και οι συνθήκες μέσα από στις οποίες θα συνυπάρξει το «ξεχωριστό κλάμα» της λύρας με τα υπόλοιπα όργανα –που, σε επίπεδο δυναμικής, ηχοχρώματος και ιστορίας έρχονται από έναν αρκετά διαφορετικό κόσμο– δεν είναι και το πιο προφανές πράγμα. Γίνεται άλλωστε ξεκάθαρο από την ακρόαση, ότι το όλο σκηνικό είναι ιδιαίτερα εύθραυστο και «ζωντανό»· ότι κάθε του στιγμή διατρέχεται από μεγάλο ρίσκο.
36. Sacral Rage: Beyond Celestial Echoes [Cruz Del Sur, 2018]
του Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου
Το Beyond Celestial Echoes αποτελεί ξεκάθαρο βήμα προόδου σε σχέση με το Illusions Ιn Infinite Void (2015), κυρίως ως προς τον τρόπο με τον οποίον αποφάσισαν οι Sacral Rage να παρουσιάσουν τις ιδέες, το ταλέντο και τις πολλαπλές επιρροές τους μέσα στις συνθέσεις. Κακά τα ψέματα, όσο εντυπωσιακή κι αν ήταν μέχρι τώρα η εκτελεστική δεινότητα και η ενορχηστρωτική πολυπλοκότητα, κανείς δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι ενίοτε υπήρχε ένας συνωστισμός, που κάπου-κάπου άφηνε μια αίσθηση ασφυξίας στις ακροάσεις.
Τώρα, όμως, είδαν το πράγμα διαφορετικά, κρατώντας μεν όλα τα ταυτοτικά τους στοιχεία, αλλά σε σωστότερες αναλογίες και με πιο εύστοχο προσανατολισμό: οι ιδέες και το ταλέντο δεν βιάζονται να επιδειχθούν· αντίθετα, απλώνονται αρχοντικά.
35. The Man From Managra: Half A Century Sun [Inner Ear, 2017]
του Βαγγέλη Πούλιου
Ένας παράξενος συνδυασμός μελαγχολίας και ελπίδας, μοναξιάς και συντροφικότητας, ματαιώσεων και υποσχέσεων· να μερικά «μεταξύ» στα οποία κινείται το Half Α Century Sun. Δεν υπάρχουν εκρήξεις θυμού ή πικρίας· ούτε βέβαια η έξαψη εκείνη του ακράτητου ενθουσιασμού. Υπάρχει όμως η συνομιλία τους, μια είδους συμφιλίωση με τα καλώς και τα κακώς κείμενα που προσφέρει η ωριμότητα (στην ωραία της εκδοχή). Κι έτσι, παρότι οι εντάσεις γενικώς αποφεύγονται, η μουσική διατηρεί ένα νεύρο, έναν ευχάριστο παλμό και μια ζεστή πνοή.
Στο τελευταίο, συμβάλει και το γεγονός ότι ο Coti K. ξεκινά με αφετηρία το μπάσο και τη βαρύτονη κιθάρα, δίνοντας έτσι στα τραγούδια του μια δομική ζεστασιά και σε επίπεδο συχνοτήτων. Οι απαλές συγχορδίες του μπάσου στο “Sailor”, το χάδι των αρπισμάτων στο “Se Ti Rivedro” ή η θαλπωρή του “Martha’s Home” είναι μερικά από τα σημεία στα οποία η επιλογή αυτή δικαιώνεται πανηγυρικά.
34. Βασίλης Λαγός Quintet: Καντάδες Για Ένα Δαίμονα [B-Otherside, 2016]
του Μιχάλη Τσαντίλα
Ο Βασίλης Λαγός εφευρίσκει έναν νέο ηχητικό κόσμο στον οποίον τοποθετεί την ποίηση του Γιώργου Δάγλα –ή, καλύτερα, την αντανάκλασή της. Αντί να αρκεστεί στο να φορέσει ατμόσφαιρες σε spoken word αποδόσεις των ποιημάτων, ο κιθαρίστας και συνθέτης μπήκε στην πολύ πιο επίπονη μα και εποικοδομητική διαδικασία να μελοποιήσει τον λόγο του Δάγλα, έτσι όπως αυτός διασκευάστηκε σε έμμετρες φόρμες από τη νεαρή Ντόρα Βλάσση, την ικανότατη ερμηνεύτρια του δίσκου.
Το αποτέλεσμα δίνει ουσιαστικά ζωή σε μια νέα πνευματική οντότητα, σε κάτι που φτιάχτηκε από συστατικά τα οποία δεν υπάρχουν αυτούσια αλλού. Για να συμβεί τούτο, μοιάζει να στήθηκε μια αβέβαιης έκβασης διελκυστίνδα: πότε τα έλλογα νοήματα χρειάστηκε να αναδιπλωθούν για να αποκτήσουν μουσικότητα, άλλοτε οι μελωδίες απαιτήθηκε να αποκτήσουν δύστροπο χαρακτήρα ώστε να αποτελέσουν ενσάρκωση των ποιημάτων. Οι επαναστατημένες, πυρετώδεις, βαθιά ανθρωπιστικές λέξεις του Δάγλα χρειάστηκαν την ελευθεριάζουσα jazz metal γλώσσα του Λαγού –και το αντίστροφο.
33. Regressverbot: Music For Ordinary Life Machines [Fabrika, 2016]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Σε μια σκηνή που δείχνει να είναι δεμένη πάνω στο φάντασμα των 1980s, οι Regressverbot του Παντελή Θεοδωρίδη δημιούργησαν διαδικτυακά ίχνη λίγο μετά την αρχή της δεκαετίας, κάποια από τα οποία συγκεντρώθηκαν το 2016 σε έναν δίσκο με πειραματική, ηλεκτρονική κατεύθυνση, που δεν αρκείται στο να αναμασά τις σάρκες του παρελθόντος.
Εν αντιθέσει, το Music For Ordinary Life Machines απλώνεται σε διάφορα εδάφια της synth ηπείρου, από το synthpunk μέχρι το minimal synth και την ambient, μελοποιεί Μίλτο Σαχτούρη στον ομώνυμο φόρο τιμής και πιάνει ιδανικά το zeitgeist, παραδίδοντας τον μνημειώδη ύμνο "Kids Οf December".
32. Βήτα Πεις: Βάπτισμα Πυρός/Εύφλεκτον [ανεξάρτητη έκδοση, 2012]
του Τάσου Μαγιόπουλου
Έξι χρόνια δισκογραφικής απουσίας είναι σίγουρα πολλά, οι Βήτα Πεις όμως φρόντισαν να αποζημιώσουν τους οπαδούς όχι με μία, αλλά με δύο κυκλοφορίες και με 46(!) συνολικά κομμάτια. Το σύνολο που αποτελείται από το Βάπτισμα Πυρός και το Εύφλεκτον σηματοδοτεί την επιστροφή ενός στυλ σκεπτόμενου μεν, του δρόμου δε, που τσαμπουκαλεύεται το ίδιο εύκολα με το πόσο προβληματίζεται.
Κάποιοι παραπονέθηκαν βέβαια για την αλλαγή στον ήχο των beats, όμως οι πιουρίστες του είδους θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν βρισκόμαστε πλέον μερικά χρόνια πριν το Y2K: το underground στυλ χρειάζεται ανανέωση για να συνεχίσει να εξελίσσεται. Κι αυτό ακριβώς πέτυχαν εδώ οι Βπεις, κατορθώνοντας έτσι να ακουστούν «σχετικοί» για μία ακόμα δεκαετία.
31. Chickn: Chickn [Inner Ear, 2016]
του Ανδρέα Κύρκου
Στον πρώτο τους δίσκο, οι Chickn μας πήραν από το χέρι για να σερβίρουν ένα πανσεξουαλικό χαρμάνι από μετα-ψυχεδελικά groove και απαστράπτουσες κιθάρες, που, όταν λικνίζονται, αφήνουν χρώματα στον αέρα. Σαν την αύρα γύρω από τα κεφάλια, την οποία παράγουν οι παραισθησιογόνες ουσίες.
Σε γκρουβάτα και εθιστικά κομμάτια όπως το "Aleppo/Jam", σχεδόν νιώθεις να στήνεται στα αυτιά σου μια τελετουργική γιορτή, όπου οι μασκοφορεμένοι καλεσμένοι θα επιδοθούν σε δέηση μέσω μιας βακχικής παρτούζας, πίνοντας νέκταρ και απαγορευμένους χυμούς. Οι διεγερτικές πάλι κιθάρες δίνουν έναυσμα για ένα πληθωρικό «χάσιμο» σε ηχητικές πεδιάδες, πλήρες σε περιπετειώδεις ρυθμούς, που συχνά κλείνουν το μάτι και στην Ανατολή.
30. Χειμερινοί Κολυμβητές: 23 Κόκκινα Φώτα [Lyra, Δεκέμβριος 2009]
του Αλέξη Βούκαλη
Ανάμεσα στα 8 χρόνια που μεσολάβησαν απ' τη ζωντανή ηχογράφηση Όχι Λάθη, Πάντα Λάθη (1997) μέχρι τη Μαστοράντζα Του Ερντεμπίλ (2005), καλλιεργήθηκε μία αίσθηση πως οι Χειμερινοί Κολυμβητές είχαν κλείσει τον κύκλο τους, φτάνοντας σε δημιουργικό αδιέξοδο. Aυτού του είδους οι εκτιμήσεις διαψεύδονται πανηγυρικά από τα 23 Κόκκινα Φώτα, με τα οποία το συγκρότημα επανέρχεται στο ρηξικέλευθο ύφος των πρώτων του δισκογραφικών καταθέσεων –χωρίς μάλιστα κάποιου είδους νοσταλγία.
του Χάρη Συμβουλίδη
Παρά τη μικρή έως ανύπαρκτη προβολή της δράσης της, η Μαρία Φαραντούρη συνέχισε και σε αυτήν τη δεκαετία να έχει μια διεθνή καριέρα με σημαντικό καλλιτεχνικό εκτόπισμα. Ο πιο ολοκληρωμένος δίσκος που κατέθεσε στη συγκεκριμένη ακτίνα δράσης τη βρήκε σε εκλεκτό γερμανικό label, να συναντά τη γραφή του Τούρκου δημιουργού Taner Akyol και τα παιξίματα της Berlin Concerto Chamber Orchesta (σε διεύθυνση Συμεών Ιωαννίδη).
Γεφυρώνοντας το βάθος της λόγιας Ανατολής με τα πρότυπα της κλασικής Δύσης, η Φαραντούρη εκπροσώπησε με τις καταπληκτικές της ερμηνείες (π.χ. "Πουλιά") μια ξεθωριασμένη πια Ελλάδα-σταυροδρόμι, αλλά και μια άποψη για το ντόπιο έντεχνο τραγούδι που πέρασε δυστυχώς στο περιθώριο των εξελίξεων, χάριν χλιαρών επιλογών, οι οποίες φασούλι-φασούλι φτώχυναν σημαντικά το ελληνικό πεντάγραμμο· με τις ευλογίες βέβαια ενός εγχώριου Τύπου αυξητικά γεμάτου με γραφιάδες που άρχισαν να ακούν έντεχνα στη δεκαετία του 1990, μένοντας ανίδεοι και ανυποψίαστοι για το βάθος και το βάρος του παρελθόντος του είδους.
49. Μανώλης Γαλιάτσος & Σωκράτης Άνθης - 2011: Εδώ, Έξω [Puzzlemusik, 2011]
του Στυλιανού Τζιρίτα
Κάθε άλμπουμ του Μανώλη Γαλιάτσου –ακόμα και όταν δεν σε κερδίζει– είναι δουλειά μουσικής, σύνθεσης, σκέψης. Γράφοντας ένα έργο ειδικά για τον τρομπετίστα Σωκράτη Άνθη, καταδύεται εδώ σε ηχητικά άδυτα άγνωστα και απροσμέτρητα, διατηρώντας όμως σχέση εμπιστοσύνης με τον ακροατή, στον οποίον παρέχει μια ολοκληρωμένη αισθητική πρόταση, που διεκδικεί τον δικό της χώρο στη σύγχρονη ελληνική δισκογραφία.
Στο 2011: Εδώ, Έξω Γαλιάτσος & Άνθης προσπαθούν –μέσω της σύνθεσης ο πρώτος και της εκτέλεσης ο δεύτερος– να βρουν μια νέα γαία, που να απομακρύνεται από όλες τις γνωστές ετικέτες κατάταξης ειδών.
48. Septicflesh: The Great Mass [Season Of Mist, 2011]
του Νίκου Σβέρκου
Το Great Mass είναι ένα αδιαίρετο έργο: το soundtrack ενός θεατρικού τρόμου, με εισαγωγή, κορύφωση και εντυπωσιακό τέλος. Αυτή η λογική δεν είναι εύκολο να φτιαχτεί, χρειάζεται μάλιστα μπόλικες ακροάσεις για να καταλαγιάσει η έκπληξη που φέρει μια τόσο διαφοροποιημένη τακτική.
Ο 8ος δίσκος των Αθηναίων είναι ένα τεχνικά άρτιο ηχητικό έργο, που συνδυάζει στην πλοκή του ακραίες metal φόρμες και εύληπτες μελωδίες, κρατώντας ψηλά την τεχνικότητα, χωρίς όμως να τη «γδύνει» από ουσία.
47. Λάκης Χαλκιάς: Μνήμες Της Ξενιτιάς - 12 Δημοτικά Τραγούδια Της Ηπείρου [Music Corner, 2011]
του Χάρη Συμβουλίδη
Στη μορφή τουλάχιστον που το ξέραμε επί δεκαετίες, το δημοτικό τραγούδι δείχνει πλέον να δύει ανεπιστρεπτί ως επίκαιρο μουσικό είδος. Παρά ταύτα, ευτύχησε κατά την τρέχουσα δεκαετία να εκπροσωπηθεί από έναν θαυμάσιο δίσκο, ο οποίος είχε ως «καύσιμο» την παράδοση της Ηπείρου και ως αιχμή του δόρατος τις λεβέντικες ερμηνείες του Λάκη Χαλκιά.
Το μέταλλο της φωνής του Χαλκιά μοιάζει αλώβητο στον χρόνο: είναι σαν ο τελευταίος απλά να το έχει προικίσει με περισσότερη στόφα, τονίζοντας τη δωρικότητα που πάντα τον χαρακτήριζε και τόσο πάει σε τούτα τα τραγούδια. Εύσημα όμως ανήκουν και στους μουσικούς που τον συνοδεύουν εδώ, παίζοντας στο στούντιο λες και βρίσκονται σε πανηγύρι στα Ζαγοροχώρια ή στα Θεοδώριανα.
46. Κ.ΒΗΤΑ: Ομόνοια [Minos-EMI, 2016]
του Ανδρέα Κύρκου
Ο Κ.ΒΗΤΑ μεγαλώνει όμορφα, χωρίς να ξοδεύεται δημιουργικά. Με αφετηρία του τα πλήκτρα, ατενίζει ξανά την αστική αποξένωση, το τραύμα της απόρριψης και τη δύναμη της αγάπης.
Και εκτίθεται άφοβα (απλώς ντροπαλά) μπροστά μας, καθώς απ’ το μυαλό του περνάει η ιδέα πως η απέραντη μοναξιά είναι υπόθεση που μπορεί να κερδηθεί και ότι η αγάπη ίσως να μη φαντάζει απ' την αρχή σαν καμένο χαρτί. Αν υπάρχει καλλιτεχνικό βλέμμα αντίστοιχο με το δικό του στην Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια, είναι κάτι που πρέπει να συζητήσουμε πολύ σοβαρά.
45. Κωστής Δρυγιανάκης: Επί Πτερύγων Ανέμων [Granny, 2016]
του Βαγγέλη Πούλιου
Ο Βολιώτης δημιουργός βάζει εδώ στον εαυτό του –και κατ' επέκταση στους ακροατές– έναν δύσκολο γρίφο: να δοθεί μια μορφή, ένα σχήμα, μια υπόσταση στον άνεμο και στα πτερύγιά του, δηλαδή στο κατεξοχήν αμορφοποίητο από τα στοιχεία της φύσης.
Για να το κάνει, χρησιμοποιεί 26 συνολικά μουσικούς, στους οποίους μπορούν και συμπεριλαμβάνονται το death metal σχήμα των Atavism, ο δεινός αυτοσχεδιαστής και πιθανώς από τους καλύτερους τζαζ ντράμερ της ημεδαπής Χρήστος Γερμένογλου, ο Jason Lescalleet (σημαντικό όνομα του αμερικανικού πειραματισμού), κιθάρες, βιολιά, κανονάκια, κλαρινέτα, ζουρνάδες, φωνές, μπόλικα ηλεκτρονικά και βέβαια ακόμα περισσότερα samples: αμάξια που μαρσάρουν, χέρια που χτυπάνε πόρτες, φράσεις οι οποίες λέγονται με τα απλούστερα, τα πιο καθημερινά λόγια και κουδουνίζουν στο μυαλό σου για ώρα («πού να μπούμε εμείς μέσα στο άπειρο;»).
44. Sun Of Nothing: The Guilt Of Feeling Alive [Catch The Soap Productions, 2010]
του Θανάση Μπόγρη
Παρά το γεγονός ότι η μουσική είναι περισσότερο post-metal σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους (τα riffs του "Catharsis" π.χ. είναι μουλιασμένα στους Neurosis), η ένταση και η αγωνία που αποτυπώνεται στο The Guilt Of Feeling Alive, παραμένει αναλλοίωτη.
Τα γνώριμα black, doom και sludge στοιχεία είναι ακόμα παρόντα, όλα δεμένα ιδανικά μεταξύ τους, δείχνοντας μια προοδευτικότερη πτυχή του αθηναϊκού γκρουπ. Τα ακραία φωνητικά του Ηλία Αποστολάκη διανθίζονται με κάποια καθαρά, ενώ η παραγωγή –που σου επιτρέπει να ακούς ευδιάκριτα κάθε όργανο– δίνει στο τελικό αποτέλεσμα μια άλλη διάσταση.
43. Tania Giannouli Ensemble: Transcendence [Rattle, 2015]
του Βαγγέλη Πούλιου
Η Τάνια Γιαννούλη καταφέρνει να κεντρίζει συναισθηματικά τον ακροατή δίχως προφανείς, εύκολες λύσεις, μα και χωρίς υπερβολές. Η μουσική της μοιάζει εγγενώς διαλεκτική, έτσι όπως περιηγείται μεταξύ της ελεγείας και της έξαψης, της απουσίας –με τη νοσταλγική της ραθυμία και τον ευάλωτο συναισθηματισμό της– και της παρουσίας, με τις επείγουσες εκκλήσεις του σώματος.
Η πιο ευανάγνωστη αναφορά πατάει στους ευρωπαϊκούς τρόπους της ECM, στις καλομελετημένες συνδέσεις μεταξύ της κλασικής και της τζαζ, σ’ εκείνη την πολύ λεπτή τομή μεταξύ ρομαντισμού και ορθολογισμού που αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, «σήμα κατατεθέν» του σημαντικού γερμανικού label. Υπάρχει όμως και μια «μεσογειακότητα»: ρυθμοί και μελωδίες που, δίχως να αγνοούν τα παραπάνω, εστιάζουν σε ένα πιο οικείο, πιο ζεστό περιβάλλον.
42. Planet Of Zeus: Macho Libre [B-Otherside, 2011]
του Δημήτρη Λιλή
Ακόμα κι αν διαρκούσε τα μόλις 3 λεπτά και 51 δευτερόλεπτα του "Leftovers", το Macho Libre θα έπρεπε να φυλάσσεται ως Άγιο Δισκοπότηρο της ελληνικής stoner σκηνής. Ριφ για μεταλλικές χαίτες, grooves που διδάσκονται στα μεταπτυχιακό τμήματα με τίτλο «πώς να τους κουνήσεις με μια κάσα, ενώ νομίζουν ότι έχεις δύο» και η φωνή του Μπάμπη Παπανικολάου σε διαολεμένα κέφια –απαλλαγμένη και επίσημα από το άγχος της προφοράς– δένουν τον πιο εύκολο δεύτερο δίσκο που άκουσε ποτέ η σκηνή του Μο Βetter.
Έτσι όπως το hard στυλ έφυγε από το Σιάτλ των Soundgarden για να συναντήσει το desert rock της Καλιφόρνια (βλέπε Queens Of The Stone Age), έτσι και οι Planet Οf Zeus πήραν τoν τσαμπουκά του ντεμπούτο Eleven The Hard Way (2008) και τον έκαναν το rock success story της τρέχουσας δεκαετίας για την εγχώρια σκηνή.
41. Xylouris White: Goats [Other Music/Minos-EMI, 2014]
του Βαγγέλη Πούλιου
Σε παραγωγή του Guy Picciotto των Fugazi, Γιώργος Ξυλούρης & Jim White αφήνουν τις πολλές βεβαιότητες, χωρίς να παραγνωρίζουν τη δυναμική τους. Βρίσκουν π.χ. έξυπνους τρόπους να αποδομούν χωρίς να χάνουν στιγμή επαφή με τη δομή, ανασύροντας έτσι έναν εμπνευσμένο διάλογο, για τον οποίον και δουλεύει τελικά η δεξιοτεχνία τους.
Περιέχει ορισμένες καμπύλες το Goats που είναι όντως συναρπαστικές: ένα «ανάμεσα» μεταξύ της ορθοδοξίας που δημιουργεί μια κατά βάση ανορθόδοξη σύμπραξη και κάποιων αραιώσεων, στις οποίες οι ισορροπίες γίνονται ξανά ρευστές και η συνομιλία προτιμά να ψάχνει εκ νέου τους ιδιωματισμούς της, παρά να βασίζεται σε φιξαρισμένους κανόνες.
40. Μπάμπης Παπαδόπουλος: Παραλογές Του Άχρηστου [Puzzlemusik, 2019]
του Μιχάλη Τσαντίλα
Στις Παραλογές Του Άχρηστου, έτσι για αλλαγή, οι μεγάλες αποκαλύψεις απουσιάζουν· στα 10 ορχηστρικά κομμάτια ο γνώστης της διαδρομής του Μπάμπη Παπαδόπουλου δεν θα βρει κάποια πρωτόφαντη χειρονομία. Όμως, εξαρχής, το άλμπουμ μοιάζει να έχει μια άλλη στόχευση: να εντάξει για πρώτη φορά σε ενιαίο σύνολο όλα τα διαφορετικά μονοπάτια της πρότερης περιπλάνησής του.
Συνυπάρχουν έτσι το ακουστικό και το ηλεκτρικό ηχόχρωμα της κιθάρας, οι λυρικές και οι μινιμαλιστικές τάσεις, η λαϊκότητα και η ελλειπτικότητα –κάποιες φορές, μάλιστα, μέσα στην ίδια σύνθεση. Είναι ένα στοίχημα που δεν είχε βάλει μέχρι στιγμής ο συνθέτης, τουλάχιστον όχι σε τέτοιον απόλυτο βαθμό. Και το κερδίζει με άνεση.
39. Ψ.Χ.: Το Φως Το Αληθινό [Cryptia Productions, 2016]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Χρειάστηκαν χρόνια για να αποφασίσει η οντότητα Ψ.Χ. να συγκεντρώσει τα κομμάτια με τα οποία στοίχειωνε το διαδίκτυο από το 2008, να προσθέσει κάποια νέα, και να «κυκλοφορήσει» το σύνολο με έναν αρκετά ανορθόδοξο τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι ένας απίστευτα μαύρος δίσκος, ό,τι πιο κοντά στο απειλητικό φάσμα του black metal έχει παρουσιαστεί εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Με μανιασμένο πάθος και απροσδόκητη εξέλιξη, με ανάσα που θαρρείς βγήκε από τα μπουντρούμια ενός φυματικού De Mysteriis Dom Sathanas. Καλημέρα Απειλή, καλώς (επαν)ήλθες στο black metal με νυχτερινή φτερούγα για να σβήσεις τα κεριά, για να βουτήξεις μέσα στην Παράδοση κάνοντας τα τζάκια να βήχουν σαν φυματικά.
38. Δημήτρης Μυστακίδης: Εσπεράντο [Fishbowl, 2015]
του Γιώργου Μυζάλη
Σε μια εποχή κατά την οποία κυριαρχούν οι διασκευές σε παλαιοτέρο ρεπερτόριο από καινούριες μπάντες και νέους μουσικούς, ο Δημήτρης Μυστακίδης πρωτοτυπεί, τόσο ως προς τις επιλογές των τραγουδιών, όσο και ως προς τον τρόπο με τον οποίον τα διασκευάζει και που –βέβαια– τα παίζει. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, επίσης, επέλεξε εδώ και τον καταλληλότερο ερμηνευτή για το κάθε τραγούδι.
Όλα αυτά λαμβάνουν ιδιαίτερη αξία στον ορυμαγδό νεόκοπων οπαδών του Django Reinhardt, που ξεπηδούν από παντού με gypsy jazz παιξίματα και swing αναφορές, κάνοντας τα πάντα να μοιάζουν ίδια. Έχουν «στενάξει» τα τελευταία χρόνια ο Χιώτης, ο Τσιτσάνης και ο Μουζάκης από ανέμπνευστες επανεκτελέσεις, στηριγμένες στο ίδιο πατρόν. Μέσα λοιπόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο Μυστακίδης κάνει εκείνο που ξέρει καλά, μένοντας ανεπηρέαστος από τις σειρήνες της ευκολίας.
37. Sokratis Sinopoulos Quartet: Eight Winds [ECM/AN Music, 2015]
του Μιχάλη Τσαντίλα
Στο Eight Winds ο Σωκράτης Σινόπουλος «σκηνοθετεί» ένα ακόμα επεισόδιο της (μακράς) σειράς «η καθ' ημάς Ανατολή συναντά τη Δύση», θέτοντας τη λύρα του επικεφαλής ενός κουαρτέτου, το οποίο συμπληρώνεται από το πιάνο του Γιάννη Κιριμκυρίδη, το όρθιο μπάσο του Σωτήρη Τσεκούρα και τα τύμπανα του Δημήτρη Εμμανουήλ. Το αποτέλεσμα ίσως θέτει για κάποιους ζητήματα ετικέτας: είναι τζαζ αυτό που ακούμε ή μήπως πρέπει να το πούμε world;
Το παιχνίδι ισορροπιών που στήνεται εδώ, είναι αριστοτεχνικό. Αριστoτεχνικό, ναι, αφού το να βρεθούν οι κώδικες και οι συνθήκες μέσα από στις οποίες θα συνυπάρξει το «ξεχωριστό κλάμα» της λύρας με τα υπόλοιπα όργανα –που, σε επίπεδο δυναμικής, ηχοχρώματος και ιστορίας έρχονται από έναν αρκετά διαφορετικό κόσμο– δεν είναι και το πιο προφανές πράγμα. Γίνεται άλλωστε ξεκάθαρο από την ακρόαση, ότι το όλο σκηνικό είναι ιδιαίτερα εύθραυστο και «ζωντανό»· ότι κάθε του στιγμή διατρέχεται από μεγάλο ρίσκο.
36. Sacral Rage: Beyond Celestial Echoes [Cruz Del Sur, 2018]
του Κωνσταντίνου Διαμαντόπουλου
Το Beyond Celestial Echoes αποτελεί ξεκάθαρο βήμα προόδου σε σχέση με το Illusions Ιn Infinite Void (2015), κυρίως ως προς τον τρόπο με τον οποίον αποφάσισαν οι Sacral Rage να παρουσιάσουν τις ιδέες, το ταλέντο και τις πολλαπλές επιρροές τους μέσα στις συνθέσεις. Κακά τα ψέματα, όσο εντυπωσιακή κι αν ήταν μέχρι τώρα η εκτελεστική δεινότητα και η ενορχηστρωτική πολυπλοκότητα, κανείς δεν μπορούσε να παραβλέψει ότι ενίοτε υπήρχε ένας συνωστισμός, που κάπου-κάπου άφηνε μια αίσθηση ασφυξίας στις ακροάσεις.
Τώρα, όμως, είδαν το πράγμα διαφορετικά, κρατώντας μεν όλα τα ταυτοτικά τους στοιχεία, αλλά σε σωστότερες αναλογίες και με πιο εύστοχο προσανατολισμό: οι ιδέες και το ταλέντο δεν βιάζονται να επιδειχθούν· αντίθετα, απλώνονται αρχοντικά.
35. The Man From Managra: Half A Century Sun [Inner Ear, 2017]
του Βαγγέλη Πούλιου
Ένας παράξενος συνδυασμός μελαγχολίας και ελπίδας, μοναξιάς και συντροφικότητας, ματαιώσεων και υποσχέσεων· να μερικά «μεταξύ» στα οποία κινείται το Half Α Century Sun. Δεν υπάρχουν εκρήξεις θυμού ή πικρίας· ούτε βέβαια η έξαψη εκείνη του ακράτητου ενθουσιασμού. Υπάρχει όμως η συνομιλία τους, μια είδους συμφιλίωση με τα καλώς και τα κακώς κείμενα που προσφέρει η ωριμότητα (στην ωραία της εκδοχή). Κι έτσι, παρότι οι εντάσεις γενικώς αποφεύγονται, η μουσική διατηρεί ένα νεύρο, έναν ευχάριστο παλμό και μια ζεστή πνοή.
Στο τελευταίο, συμβάλει και το γεγονός ότι ο Coti K. ξεκινά με αφετηρία το μπάσο και τη βαρύτονη κιθάρα, δίνοντας έτσι στα τραγούδια του μια δομική ζεστασιά και σε επίπεδο συχνοτήτων. Οι απαλές συγχορδίες του μπάσου στο “Sailor”, το χάδι των αρπισμάτων στο “Se Ti Rivedro” ή η θαλπωρή του “Martha’s Home” είναι μερικά από τα σημεία στα οποία η επιλογή αυτή δικαιώνεται πανηγυρικά.
34. Βασίλης Λαγός Quintet: Καντάδες Για Ένα Δαίμονα [B-Otherside, 2016]
του Μιχάλη Τσαντίλα
Ο Βασίλης Λαγός εφευρίσκει έναν νέο ηχητικό κόσμο στον οποίον τοποθετεί την ποίηση του Γιώργου Δάγλα –ή, καλύτερα, την αντανάκλασή της. Αντί να αρκεστεί στο να φορέσει ατμόσφαιρες σε spoken word αποδόσεις των ποιημάτων, ο κιθαρίστας και συνθέτης μπήκε στην πολύ πιο επίπονη μα και εποικοδομητική διαδικασία να μελοποιήσει τον λόγο του Δάγλα, έτσι όπως αυτός διασκευάστηκε σε έμμετρες φόρμες από τη νεαρή Ντόρα Βλάσση, την ικανότατη ερμηνεύτρια του δίσκου.
Το αποτέλεσμα δίνει ουσιαστικά ζωή σε μια νέα πνευματική οντότητα, σε κάτι που φτιάχτηκε από συστατικά τα οποία δεν υπάρχουν αυτούσια αλλού. Για να συμβεί τούτο, μοιάζει να στήθηκε μια αβέβαιης έκβασης διελκυστίνδα: πότε τα έλλογα νοήματα χρειάστηκε να αναδιπλωθούν για να αποκτήσουν μουσικότητα, άλλοτε οι μελωδίες απαιτήθηκε να αποκτήσουν δύστροπο χαρακτήρα ώστε να αποτελέσουν ενσάρκωση των ποιημάτων. Οι επαναστατημένες, πυρετώδεις, βαθιά ανθρωπιστικές λέξεις του Δάγλα χρειάστηκαν την ελευθεριάζουσα jazz metal γλώσσα του Λαγού –και το αντίστροφο.
33. Regressverbot: Music For Ordinary Life Machines [Fabrika, 2016]
του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη
Σε μια σκηνή που δείχνει να είναι δεμένη πάνω στο φάντασμα των 1980s, οι Regressverbot του Παντελή Θεοδωρίδη δημιούργησαν διαδικτυακά ίχνη λίγο μετά την αρχή της δεκαετίας, κάποια από τα οποία συγκεντρώθηκαν το 2016 σε έναν δίσκο με πειραματική, ηλεκτρονική κατεύθυνση, που δεν αρκείται στο να αναμασά τις σάρκες του παρελθόντος.
Εν αντιθέσει, το Music For Ordinary Life Machines απλώνεται σε διάφορα εδάφια της synth ηπείρου, από το synthpunk μέχρι το minimal synth και την ambient, μελοποιεί Μίλτο Σαχτούρη στον ομώνυμο φόρο τιμής και πιάνει ιδανικά το zeitgeist, παραδίδοντας τον μνημειώδη ύμνο "Kids Οf December".
32. Βήτα Πεις: Βάπτισμα Πυρός/Εύφλεκτον [ανεξάρτητη έκδοση, 2012]
του Τάσου Μαγιόπουλου
Έξι χρόνια δισκογραφικής απουσίας είναι σίγουρα πολλά, οι Βήτα Πεις όμως φρόντισαν να αποζημιώσουν τους οπαδούς όχι με μία, αλλά με δύο κυκλοφορίες και με 46(!) συνολικά κομμάτια. Το σύνολο που αποτελείται από το Βάπτισμα Πυρός και το Εύφλεκτον σηματοδοτεί την επιστροφή ενός στυλ σκεπτόμενου μεν, του δρόμου δε, που τσαμπουκαλεύεται το ίδιο εύκολα με το πόσο προβληματίζεται.
Κάποιοι παραπονέθηκαν βέβαια για την αλλαγή στον ήχο των beats, όμως οι πιουρίστες του είδους θα πρέπει να κατανοήσουν ότι δεν βρισκόμαστε πλέον μερικά χρόνια πριν το Y2K: το underground στυλ χρειάζεται ανανέωση για να συνεχίσει να εξελίσσεται. Κι αυτό ακριβώς πέτυχαν εδώ οι Βπεις, κατορθώνοντας έτσι να ακουστούν «σχετικοί» για μία ακόμα δεκαετία.
31. Chickn: Chickn [Inner Ear, 2016]
του Ανδρέα Κύρκου
Στον πρώτο τους δίσκο, οι Chickn μας πήραν από το χέρι για να σερβίρουν ένα πανσεξουαλικό χαρμάνι από μετα-ψυχεδελικά groove και απαστράπτουσες κιθάρες, που, όταν λικνίζονται, αφήνουν χρώματα στον αέρα. Σαν την αύρα γύρω από τα κεφάλια, την οποία παράγουν οι παραισθησιογόνες ουσίες.
Σε γκρουβάτα και εθιστικά κομμάτια όπως το "Aleppo/Jam", σχεδόν νιώθεις να στήνεται στα αυτιά σου μια τελετουργική γιορτή, όπου οι μασκοφορεμένοι καλεσμένοι θα επιδοθούν σε δέηση μέσω μιας βακχικής παρτούζας, πίνοντας νέκταρ και απαγορευμένους χυμούς. Οι διεγερτικές πάλι κιθάρες δίνουν έναυσμα για ένα πληθωρικό «χάσιμο» σε ηχητικές πεδιάδες, πλήρες σε περιπετειώδεις ρυθμούς, που συχνά κλείνουν το μάτι και στην Ανατολή.
30. Χειμερινοί Κολυμβητές: 23 Κόκκινα Φώτα [Lyra, Δεκέμβριος 2009]
του Αλέξη Βούκαλη
Ανάμεσα στα 8 χρόνια που μεσολάβησαν απ' τη ζωντανή ηχογράφηση Όχι Λάθη, Πάντα Λάθη (1997) μέχρι τη Μαστοράντζα Του Ερντεμπίλ (2005), καλλιεργήθηκε μία αίσθηση πως οι Χειμερινοί Κολυμβητές είχαν κλείσει τον κύκλο τους, φτάνοντας σε δημιουργικό αδιέξοδο. Aυτού του είδους οι εκτιμήσεις διαψεύδονται πανηγυρικά από τα 23 Κόκκινα Φώτα, με τα οποία το συγκρότημα επανέρχεται στο ρηξικέλευθο ύφος των πρώτων του δισκογραφικών καταθέσεων –χωρίς μάλιστα κάποιου είδους νοσταλγία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου