Ποτέ πια εμείς του Διονύση Μαρίνου
Διονύσης Μαρίνος, Ποτέ πια εμείς (ποίημα σε 28 εικόνες), εκδ. Μελάνι
Η γέννηση κι ο θάνατος, ο έρωτας και το ταξίδι ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, τα πρώτα και, ενδεχομένως, παραμένουν μέχρι και σήμερα τα κυρίαρχα θέματα της ποίησης. Έτσι, τουλάχιστον, μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε τα ιδρυτικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας: οι ποικίλοι μύθοι για τη δημιουργία του σύμπαντος και τη γέννηση θεών και θνητών, και το πλήθος των αρχαίων αφηγήσεων που γνωρίζουμε για τους σφοδρούς έρωτες, τους βίαιους πολέμους και τις θαλασσινές περιπλανήσεις των ανθρώπων – η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, που δεν μπορεί παρά να έρθουν αμέσως στο μυαλό μας, αποτελούν βέβαια τα τελειότερα δείγματα αυτής της παλαιάς παραγωγής, όχι και τα μοναδικά ωστόσο.
Ότι ο θάνατος είναι το πιο δύσκολο από τα τέσσερα αυτά μεγαθέματα του ανθρώπινου βίου, είναι αυτονόητο και το γνωρίζει πολύ καλά όποιος συγγραφέας έχει δοκιμάσει, έστω και μια φορά, να γράψει δυο κουβέντες γι’ αυτόν. Όπως ομολογεί και ο Σεφέρης: Πώς να μιλήσεις με τους πεθαμένους. / Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών· / γι’ αυτό σωπαίνουν / ταξιδεύουν και σωπαίνουν, υπομένουν και σωπαίνουν / παρά δήμον ονείρων, παρά δήμον ονείρων. Το ξέρει όμως, από πικρή προσωπική πείρα, και ο καθένας από εμάς.
Επιτρέψτε μου εδώ μια σύντομη προσωπική αναφορά: όταν, λίγα χρόνια πριν, με επισκέφθηκε αιφνίδια δύο φορές ο θάνατος, με την απώλεια πολύ κοντινών μου προσώπων, δεν μπόρεσα να αρθρώσω ούτε λέξη γι’ αυτό. Τίποτε άλλο εκτός από την αντιστροφή μιας, γνωστής εξάλλου, φράσης του Μαρσέλ Ντισάν: εκεί που εκείνος λέει «αυτοί που πεθαίνουν, άλλωστε, είναι πάντα οι άλλοι», εγώ σκεφτόμουν πως αυτοί που πεθαίνουν, τελικά, είμαστε πάντα εμείς. Νομίζω αυτοί είναι οι δύο τρόποι με τους οποίους συνηθίζουμε οι άνθρωποι να σκεφτόμαστε την απώλεια: άλλοτε θρηνούμε για όσα οριστικά έχασε ο νεκρός μας, άλλοτε για εμάς που χάσαμε τελεσίδικα εκείνον.
Ο Διονύσης Μαρίνος, με τον τίτλο της ποιητικής συλλογής του, Ποτέ πια εμείς, ο οποίος, αν μέτρησα σωστά, επαναλαμβάνεται δέκα φορές μες στο βιβλίο, αλλά κυρίως με το περιεχόμενό του, έρχεται να συνενώσει τις δύο αυτές οπτικές της απώλειας σε μία, καθώς μιλάει για την οντότητα που αποτελούσαν, κατά κάποιον τρόπο, ο αγαπημένος νεκρός και ο πενθών ζωντανός. Γιατί αυτό που χάνεται με κάθε θάνατο, μας λένε αυτά τα ποιήματα, είναι το εμείς, και αυτό είναι που πενθεί όποιος μένει πίσω. Το ότι η ζωή συνεχίζεται, ακόμη και για τον ίδιο, αλλά η ενότητα που αποτελούσαν οι δυο τους όχι πια: Ποτέ πια εμείς / τώρα κάποιοι άλλοι / που μας μοιάζουν, διαβάζουμε στο πρώτο-πρώτο ποίημα του βιβλίου˙ και παρακάτω: ποτέ πια εμείς / άλλοι τη θέση μας θα πάρουν.
Ο Διονύσης Μαρίνος, συγγραφέας ο οποίος μας έχει δώσει ως τώρα τέσσερα πεζά βιβλία και ένα μόνο ποιητικό, μετά από τον θάνατο του αγαπημένου του Χρήστου Αγγελάκου, όπως διαβάζουμε στην αφιέρωση του βιβλίου, θα στραφεί και πάλι στην ποίηση γυρεύοντας, πιθανότατα, αμεσότερη ανακούφιση από αυτήν που μπορεί να προσφέρει το μυθιστόρημα ή ακόμα και το διήγημα. Πρόκειται δηλαδή για μια ποίηση επείγοντος χαρακτήρα. Για ένα θεραπευτικό, θα λέγαμε, ποίημα σε είκοσι οκτώ εικόνες, με το οποίο ο ποιητής προσπάθησε να διατρέξει, γράφοντας, τα στάδια του πένθους από το σοκ της απώλειας μέχρι την αποδοχή της.
Ο κατά κάποιον τρόπο χρηστικός αυτός χαρακτήρας του ποιήματος υπογραμμίζεται και από το μότο του βιβλίου, που το έχει πάρει ο Μαρίνος από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Βαθέος γήρατος. Γράφει εκεί ο ποιητής, σε ένα ποίημα που επιγράφεται «Οίκοι ευγηρίας» και αναφέρεται, όπως όλα αυτού του βιβλίου του, στην υπέργηρη μητέρα του: Και βέβαια σε τίποτε / δε χρησιμεύει η ποίηση. / Εκτός αν κάποιος που διαβάζει τώρα / τρέξει μετανιωμένος και την ξαναφέρει / σπίτι. Ο Βαρβέρης γράφει, μας λέει, για να πείσει τον αναγνώστη του να μην εγκαταλείψει εκείνος τη δική του μητέρα. Ο Μαρίνος γράφει, όπως υπονοείται, όχι για να γράψει δυο τρία ωραία ποιήματα ή για να βγάλει άλλο ένα βιβλίο, αλλά για να ξεπεράσει ο ίδιος -και ο αναγνώστης μαζί του- το τραύμα του θανάτου.
Και, όσο αυτό είναι δυνατόν, δείχνει να τα καταφέρνει. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται από τη φράση του τίτλου, ποτέ πια εμείς, που ήδη τη συναντήσαμε στα πρώτα μέρη του ποιήματος και η οποία επαναλαμβάνεται, αυτούσια και συμπληρωμένη, στο τελευταίο πεζόμορφο μέρος του βιβλίου: ποτέ πια εμείς / χωρίς εμάς. Ο ποιητής μοιάζει να έχει κερδίσει πάλι το εμείς που το γεγονός του θανάτου είχε προσώρας στερήσει από τους δυο αγαπημένους φίλους. Τα ποιήματα που μεσολαβούν, ανάμεσα στον πρώτο στίχο του βιβλίου που δηλώνει την απώλεια και στους δύο τελευταίους που επαναφέρουν τον δυϊκό αριθμό της αγάπης, δείχνουν τον δρόμο που διένυσε ο ποιητής, και μαζί του ο ιδανικός ίσως αναγνώστης του.
Πρώτα έρχονται οι αναμνήσεις μιας κοινής ζωής που οριστικά πια τελείωσε και είναι η σειρά κάποιων άλλων τώρα να τη ζήσουν, τα δωμάτια των ξενοδοχείων, τα κυριακάτικα τραπέζια, τα καπνισμένα τσιγάρα, ακόμα και οι εικόνες της πορείας προς το τέλος, ο βήχας στο νοσοκομείο, φέρ’ ειπείν, κι αυτές ακόμα είναι τώρα πολύτιμες. Ύστερα, σαν να μην είναι αρκετός ένας μόνο θάνατος, όλες οι προηγούμενες βιωμένες απώλειες έρχονται πάλι στην επιφάνεια˙ και μαζί τους η σκληρή συνειδητοποίηση του αναπόδραστου γεγονότος του θανάτου, εκείνου που δεν γίνεται πια ν’ αλλάξει, εδώ δεν έχει αν / και γυρισμό κανένα, και η πικρή παραδοχή ότι δεν είμαστε πια ίδιοι. Γιατί το αδυσώπητο παρόν είναι ένας βυθός, μας λέει ο ποιητής, χωρίς να υπάρχει καν η θάλασσα πια, στον οποίο βυθίζεται ό,τι κάποτε υπήρξε ζωντανό, και ο νεκρός εμφανίζεται πια μόνο σε ένα όνειρο, παρά δήμον ονείρων όπως έλεγε ο Σεφέρης με τον οποίο ξεκινήσαμε, που όμως έχει πάντα την ίδια κατάληξη: έναν άνθρωπο με μια βαλίτσα που αναχωρεί.
Τώρα ο ποιητής εύχεται το ανέφικτο: να με πάρεις τηλέφωνο / κι ας μη μιλάμε / να είναι χθες / που θα σε περίμενα // να είναι αύριο που ήτανε να ‘ρθεις. Κι έτσι, με αυτή την κούφια παρηγοριά, αντέχει πάλι κάπως να ζει: μα, βέβαια γελάω / κι ας έχω πρόσωπο / βήχα πρωινό / μάτια χειρουργείο. Έστω με τη χαρά ασυντόνιστος, φθάνει ωστόσο, σιγά-σιγά και δύσκολα, στην αποδοχή της απώλειας, έστω επιχειρώντας ο ίδιος ή παρακαλώντας για εκείνο που δεν γίνεται: από το τίποτα / σε ξαναφτιάχνω, διαβάζουμε στο εικοστό μέρος του ποιήματος, όταν πια ο αγαπημένος νεκρός ζει δεύτερη ζωή μες στο ποίημα, τη μόνη ίσως αθανασία που μπορεί να αξιωθεί ο άνθρωπος: τόσα που είπα κι έγραψα / κι άλλα που στο μέλλον σχεδιάζω / για ένα δικό σου νεύμα // έστω μεσίστιο.
Κι ο ποιητής μοιάζει σαν να έχει ξεπεράσει πια το πρώτο σοκ της απώλειας, την οργή και τον σφοδρό πόνο για την αδικία του θανάτου, τη καταβύθιση στη μελαγχολία, και να έχει φτάσει σε μια συμφιλίωση με το αναπόδραστο, σε μια αποδοχή του τέλους, σαν αυτή που βρίσκουμε στη συσσωρευμένη σοφία ορισμένων δημοτικών τραγουδιών, ένα από τα οποία πρώτα θα σας διαβάσω και ύστερα θα δοκιμάσω να εξηγήσω πώς από τη σύγχρονη ποίηση του Μαρίνου οδηγήθηκα σε αυτό:
Να ήτανε να γυρίζανε του κόσμου οι πεθαμένοι,
δε θα ‘κλαιε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα,
δε θα ‘κλαιαν τ’ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα.
Μα όταν στερέψει η θάλασσα και γίνει περιβόλι
κι όταν θα κάμ’ η ελιά κρασί και το σταφύλι λάδι,
τότε θα περιμένουμε να ‘ρθουν από τον Άδη.
Όσο παράδοξο κι αν ακουστεί, ίσως ακόμα και από τον ίδιο τον ποιητή που μπορεί να μην έχει συνείδηση του πράγματος, το Ποτέ πια εμείς είναι γεμάτο με απόηχους της δημοτικής μας ποίησης. Το δέκατο πέμπτο μέρος του ποιήματος, ας πούμε, μοιάζει σαν ξανατονισμένο θέμα μιας σκέψης παλιάς όσο και ο πόνος του ανθρώπου για τον θάνατο: εκεί που πας / τ’ αμίλητο νερό / να το αρνηθείς / τα χείλια μην τα βρέξεις. Και λίγο παρακάτω είναι σαν να ακούμε τα λόγια του πρωτομάστορα προς τη γυναίκα του απ’ το δημοτικό τραγούδι για το γεφύρι της Άρτας: αργά να ‘ρθεις / αργά να φύγεις / να θυμηθώ να σε ξεχάσω. Κυρίως όμως είναι ο ρυθμός του ποιήματος που, κάθε τόσο, καταλήγει σ’ έναν τέλειο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, σπασμένο σε δύο ημιστίχια – γιατί η οδύνη για τον χαμό κάθε αγαπημένου μας προσώπου πάει, ίσως, τόσο βαθιά μέσα μας που βρίσκει τις ρίζες της γλώσσας μας για να εκφραστεί.
Μερικοί απ’ τους δεκαπεντασύλλαβους αυτούς θα μπορούσαν νομίζω να σταθούν και ως ποιήματα από μόνοι τους. Ας τους ακούσουμε:
το μαύρο που σε τύλιξε / πόσο σε ρόδο μοιάζει
συνέχεια αυτό το όνειρο / και η κατάληξη ίδια
βροχή να πέφτει μέταλλο / να φεύγουνε τα τρένα
πέτρα που δεν ταξίδεψε / πληγή που δεν σε βρήκε
ο αέρας που σε μάζεψε / ο ίδιος σε σκορπάει
τρέχουν σκυλιά, μαύρα σκυλιά / τα σπίτια να ξυπνήσουν
όπως γκρεμός που γεύεται / τη μυρωδιά του ανθρώπου
ή ένα κλαδί αλύγιστο / χωρίς αέρα φίλο
χάνεται πάντα η ομορφιά / σαν λίγο τη γνωρίσω
μη γίνει πέτρα ασήκωτη / και ποιος να τη σκεπάσει
δεν προσδοκά την άνοιξη / δεν στέργει καλοκαίρι
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου